Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα κινούνται εδώ και χρόνια κάτω από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα σε ετήσια βάση κυμαίνονται στο 13 με 14% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ βρίσκεται στο 21%. Κάτω από εμάς στην Ευρώπη των 27 έχουμε «βάλει» Κύπρο, Πορτογαλία και Μάλτα. Είναι η οικονομία σύντροφοι. Και απ’ αυτό κινδυνεύει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα σκάνδαλα έχουν ακροατήριο επειδή η φτώχεια σκεπάζει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Για να ανακάμψει η οικονομία χρειάζονται επενδύσεις.
Μειώθηκε η ανεργία. Η στατιστική δεν λέει ψέματα. Υπήρξε βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Ούτε εδώ η στατιστική είπε ψέματα. Αλλά δεν είπε και όλη την αλήθεια! Ότι οι αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης σε σχέση με την περασμένη «καταραμένη δεκαετία» της πτώχευσης δεν είναι αρκετοί για να μας βγάλει στο ξέφωτο. Για να μπορέσει η χώρα να δει πραγματικά καλύτερες ημέρες θα πρέπει οι επενδύσεις στην Ελλάδα να ξεπεράσουν τον μέσο κοινοτικό όρο. Να είναι δηλαδή υψηλότερες από το 21% του ΑΕΠ. Κι αυτός είναι ένας γρίφος που θα πρέπει να λυθεί το συντομότερο δυνατό. Αν δεν λυθεί θα βλέπουμε την φτώχεια να αυξάνεται.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βρισκόμαστε ταυτόχρονα και στην τελευταία πεντάδα της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το μέσο εισόδημα. Το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα είναι το 68% του μέσου κοινοτικού, στις 18 με 20 χιλιάδες ευρώ. Κάτω από εμάς έχουμε «βάλει» Βουλγαρία και Ρουμανία.
Στην τελευταία πεντάδα στις επενδύσεις, στην τελευταία πεντάδα και στο διαθέσιμο εισόδημα. Τι πιθανότητες δίνει κάποιος να είναι χαρούμενοι οι πολίτες αυτής της χώρας;
Μπορεί η κατάσταση να μην είναι ίδια με εκείνη του 2019. Αλλά σε αυτά τα χρόνια ο κόσμος είχε προσδοκίες. Προσδοκίες μεγαλύτερες από το αποτέλεσμα που έχει παραχθεί. Δεν εξετάζουμε αν αυτό είναι δίκαιο ή άδικο και δεν ενδιαφέρει κάποιον η θεωρία περί Δικαιοσύνης αυτήν τη στιγμή. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η πραγματικότητα που βιώνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Με το κόστος ζωής να έχει αυξηθεί και χωρίς ένα αφήγημα για την επόμενη ημέρα, είναι δύσκολο να πειστεί αυτός ο κόσμος ότι τον περιμένουν πράγματι καλύτερες ημέρες.
Όσο αντιπαραγωγικός είναι ο αρνητισμός και η ισοπέδωση των πάντων, άλλο τόσο αντιπαραγωγικό είναι να κρύβει κανείς τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε πολλά και σοβαρά βήματα. Τόσα όσα δεν τόλμησαν άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν. Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση της χώρας απαιτούσε πιο ριζικές παρεμβάσεις. Πώς μπορούμε, για παράδειγμα, να συζητάμε για αύξηση των επενδύσεων, όταν η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη είναι μακρινή μουσική; Και πόσο υπεύθυνη είναι τελικά μια κυβέρνηση για το γεγονός ότι ο δημόσιος τομέας λειτουργεί εχθρικά σε κάθε επιχειρηματική κίνηση; Οι μπλοκαρισμένες από την γραφειοκρατία επενδύσεις είναι αρκετές για να ρίξουν τον μέσο όρο και να αποθαρρύνουν άλλους επενδυτές να βάλουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα.
Η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές. Αυτή η κυβέρνηση μπορεί, αρκεί να το θελήσει. Η κριτική που της ασκείται είναι αυτή ακριβώς, ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα πράγματα. Δεν είναι ότι δεν μπορούν, είναι ότι δεν το θέλησαν. Υποτίμησαν τους κινδύνους, βολεύτηκαν από το γεγονός ότι δεν τους απειλούσε πολιτικά η χαμηλών προσδοκιών αντιπολίτευση. Κι έτσι «ξέχασαν» να αντιμετωπίσουν με πιο ριζοσπαστικό τρόπο το πρόβλημα της κατοικίας. Να επιδοτήσουν την καινοτομία και την εργασία. Να προχωρήσουν σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η Δικαιοσύνη.
Αν πιστεύει κάποιος ότι αυτό το έργο μπορεί να το υλοποιήσει κάποιος άλλος πέραν του Κυριάκου Μητσοτάκη, ας παρουσιάσει τον εκλεκτό του. Να πει «αυτός είναι». Να κάνουμε τις συγκρίσεις μας και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Αυτό όμως, η έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων σε επίπεδο κομμάτων και προσώπων, δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση αυτή νομιμοποιείται να βρίσκει καταφύγιο στον νόμο της αδράνειας. Η χώρα είναι που δεν έχει την υπομονή να περιμένει. Που χρειάζεται ένα αφήγημα για το μέλλον. Η κοινωνία είναι που ασφυκτιά κάτω από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Που νιώθει ότι το μέλλον είναι σκοτεινό ή δεν της ανήκει…
Θανάσης Μαυρίδης