Alec Mally: Το σχέδιο Τραμπ για την Ουκρανία και η πρόκληση για την Ευρώπη

Alec Mally: Το σχέδιο Τραμπ για την Ουκρανία και η πρόκληση για την Ευρώπη

Ο Άλεκ Μάλι, πρώην πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, μιλά στο Liberal και τη Μαρία Κέντη Κρανιδιώτη για τις λεπτομέρειες και τις προκλήσεις του σχεδίου Τραμπ για την Ουκρανία. Από τις επιπτώσεις εδαφικών παραχωρήσεων και περιορισμών μέχρι τα οικονομικά κίνητρα και τις εταιρικές συμφωνίες που διαμορφώνουν τη γεωπολιτική αρχιτεκτονική της περιοχής, αναλύει πώς η αμερικανική εξωτερική πολιτική, με τα πλεονεκτήματα αλλά και τις αντιφάσεις της, δοκιμάζει τη διεθνή τάξη, την ασφάλεια της Ουκρανίας και τις σχέσεις με τους ευρωπαίους συμμάχους.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:

Το διαρρεύσαν προσχέδιο Τραμπ θεωρήθηκε από πολλούς ως δυσανάλογα ευνοϊκό προς τη Μόσχα. Πώς ανταποκρίνεστε στην ανησυχία ότι στοιχεία όπως εδαφικές παραχωρήσεις ή στρατιωτικοί περιορισμοί υπονομεύουν την ουκρανική κυριαρχία και θέτουν ένα επικίνδυνο διεθνές προηγούμενο;

Θεωρώ ότι η ανησυχία είναι απολύτως εύλογη. Υπάρχει πρώτα το στρατιωτικό ζήτημα: εάν η Ουκρανία αναγκαστεί να εγκαταλείψει οχυρώσεις στο Ντονέτσκ ή άλλες κρίσιμες περιοχές, τότε πρακτικά μένει εκτεθειμένη. Οι Ρώσοι, αν αποφασίσουν να κινηθούν ξανά, θα έχουν πολύ ευκολότερη πρόσβαση στις ουκρανικές πεδιάδες χωρίς σοβαρά εμπόδια. Βέβαια θα έχουν ακόμη το ζήτημα της διάβασης του Δνείπερου, αλλά έχουν ήδη δημιουργήσει προγεφυρώματα σε ορισμένα σημεία.

Τέτοιες παραχωρήσεις διευκολύνουν μελλοντικές εισβολές και ανοίγουν όλους τους πιθανούς ασκούς του Αιόλου και οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν σοβαρά.


Ένας Ουκρανός στρατιώτης περπατά σε δρόμο σε πόλη της περιοχής Ντόνεσκ, τόπο σφοδρών μαχών με τις ρωσικές δυνάμεις. AP Photo/Iryna Rybakova
 
Όσον αφορά την κυριαρχία, οτιδήποτε μεταβάλλει σύνορα είναι βαθιά πολιτικά φορτισμένο - ιδίως για την Ευρώπη. Ολόκληρη η μεταπολεμική ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων βασίστηκε στην αρχή ότι τα σύνορα δεν αλλάζουν διά της βίας. Μια τέτοια εξέλιξη, ιδίως όταν προέρχεται από την Ουάσιγκτον, ανατρέπει θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς συστήματος. Αλλά για τον Τραμπ αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Οι διεθνείς κανόνες δεν έχουν μεγάλη βαρύτητα για την κυβέρνησή του.

Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι κανένα σχέδιο δεν μπορεί να είναι βιώσιμο χωρίς αξιόπιστη αποτροπή. Με βάση την εμπειρία σας, τι είδους εγγυήσεις ασφαλείας θα μπορούσαν πραγματικά να αποτρέψουν μια μελλοντική ρωσική επίθεση; Πόσο ισχυρές μπορούν να είναι και ποιος μπορεί, ρεαλιστικά, να τις προσφέρει;

Το δεύτερο σκέλος είναι και το πιο ουσιαστικό: ποιος μπορεί ρεαλιστικά να παράσχει τέτοιες εγγυήσεις ασφαλείας; Χωρίς άμεση αμερικανική συμμετοχή, η αξία οποιασδήποτε εγγύησης πέφτει περίπου στο 10% σε σχέση με το τι θα ήταν διαφορετικά. Με άλλα λόγια, χωρίς τις ΗΠΑ, δεν υπάρχει ουσιαστική αποτροπή.

Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πόσο ισχυρές θα μπορούσαν να είναι αυτές οι εγγυήσεις. Ένα βασικό στοιχείο είναι αν μπορεί να υπάρξει ξένη στρατιωτική παρουσία σε ουκρανικό έδαφος. Ακριβώς επειδή η Ρωσία αντιδρά τόσο έντονα σε κάτι τέτοιο, είναι και το κύριο σημείο που αξίζει να διαπραγματευθεί κανείς. Οι Ρώσοι το θεωρούν απειλή. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι, ειδικά αν μιλάμε για ευρωπαϊκά στρατεύματα στη δυτική Ουκρανία - όχι απαραίτητα υπό τη σημαία του ΝΑΤΟ. Ακόμη και μια μικρή δύναμη θα λειτουργούσε ως μηχανισμός ενεργοποίησης (tripwire), που είναι και η ουσία της κλασικής θεωρίας της αποτροπής: αν χτυπήσεις ξένα στρατεύματα, ενεργοποιείς αυτόματα την αντίδραση της εγγυήτριας δύναμης.

Επομένως, η ανθεκτικότητα μιας εγγύησης ασφαλείας εξαρτάται από δύο πράγματα: είτε από την παρουσία ξένων στρατευμάτων στην Ουκρανία είτε από μια ξεκάθαρη αμερικανική γραπτή δέσμευση, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν αμερικανικά στρατεύματα στο έδαφος. Χωρίς κάποιο από τα δύο, πρακτικά δεν υπάρχει αποτροπή. Αυτό το γνωρίζουν τόσο οι Ουκρανοί όσο και οι Ευρωπαίοι.

Γι’ αυτό υπήρξαν εκτεταμένες συζητήσεις στον Λευκό Οίκο, ιδιαίτερα τον Αύγουστο. Ο Τραμπ δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει ουσιαστικές δεσμεύσεις, αν και υπήρξε μια μικρή μετατόπιση. Μετά από αυτές τις συζητήσεις, οι Αμερικανοί φαίνεται πως κατανόησαν το διακύβευμα. Έτσι βλέπουμε τώρα κάποιες αναφορές σε μια «εγγύηση τύπου Άρθρου 5», αν και μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τίποτε γραπτό.


Ο Ντόναλτν Τραμπ κατά τη διάρκεια συνομιλιών για την Ουκρανία. AP Photo/Alex Brandon

Ρεαλιστικά, λοιπόν, η εικόνα είναι σαφής: χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπάρχει πραγματική ασφάλεια. Μια ουσιαστική εγγύηση μπορεί να πάρει μόνο δύο μορφές - αμερικανική γραπτή δέσμευση ή ξένη ανάπτυξη στρατευμάτων στην Ουκρανία. Και τα δύο, φυσικά, αποτελούν κόκκινη γραμμή για τη Ρωσία.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι «ό,τι χάνεται στο πεδίο της μάχης δεν μπορεί να κερδηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων»; Ή μπορεί η διπλωματία να διαμορφώσει ουσιαστικά τα αποτελέσματα ακόμη και χωρίς στρατιωτικό πλεονέκτημα;

Δεν συμφωνώ, γιατί μπορείς να πετύχεις πολλά μέσω οικονομικών κινήτρων. Κι αυτό ουσιαστικά μας οδηγεί στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Μπορεί η διπλωματία να διαμορφώσει τα αποτελέσματα χωρίς στρατιωτικές εξελίξεις; Σε ορισμένες περιπτώσεις, ναι, αν τα οικονομικά κίνητρα είναι επαρκώς ισχυρά. Πιστεύω ότι είναι τουλάχιστον δυνατό να δουλέψει κανείς με ένα ευρύ φάσμα κινήτρων. Κάποιες φορές, μπορείς ακόμη και να ανακτήσεις χαμένο έδαφος.

Η πρόσφατη συμφωνία ΗΠΑ - Ουκρανίας για τους φυσικούς πόρους δημιουργεί μια μακροπρόθεσμη οικονομική εταιρική σχέση γύρω από τα ορυκτά, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, καθώς και τις επενδύσεις ανοικοδόμησης. Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι τα συμφέροντα της οικονομικής ανασυγκρότησης επηρέασαν τη χρονική στιγμή ή τον σχεδιασμό του σχεδίου για τον τερματισμό του πολέμου;

Αυτό είναι πραγματικά ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Και έχει δύο όψεις: από τη μία, την οικονομική ανασυγκρότηση της Ουκρανίας και από την άλλη τις ιδέες περί αμερικανο-ρωσικής οικονομικής συνεργασίας.

Όσον αφορά την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα υπήρχαν εξαρχής. Είναι δεδομένο ότι οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες θα διεκδικήσουν το μεγαλύτερο μερίδιο των έργων, και ότι θα υπάρξει ανταγωνισμός με τους Ευρωπαίους, όπως συνέβη και στο μεταπολεμικό Ιράκ. Εκεί, εταιρείες όπως η Bechtel και οι υπεργολάβοι της πήραν το μεγαλύτερο μέρος των έργων. Δεν πιστεύω ότι η Bechtel πιέζει να τελειώσει ο πόλεμος για να ξεκινήσουν τα έργα. Ξέρουν όμως ότι, όταν έρθει η στιγμή, θα τους ζητηθεί να ηγηθούν, και προετοιμάζονται γι’ αυτό. Σημειώστε ότι υπάρχουν άλλωστε πολλοί πρώην διπλωμάτες που εργάζονται σε τέτοιες εταιρείες.

Τώρα, σε επίπεδο ανοικοδόμησης, υπάρχει κάτι σημαντικό. Τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε το U.S. - Ukraine Reconstruction Investment Fund. Αυτό το Ταμείο σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων επειδή, όταν ο Τραμπ άρχισε να πιέζει για μια συμφωνία για τα ορυκτά τον Φεβρουάριο – μια ιδέα που ουσιαστικά επινόησε εκείνη τη στιγμή - δεν ήταν ακόμη σαφές τι θα γίνει με τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης. Στη συνέχεια όμως οι εξελίξεις επιτάχυναν τη δημιουργία του Ταμείου, το οποίο τελικά τοποθετήθηκε υπό την εποπτεία της USDFC. Έτσι, η οικονομική συνεργασία, τα ορυκτά και όλα τα συναφή σχέδια εντάσσονται πλέον εκεί, με την DFC να βρίσκεται στην κορυφή της δομής.


Eρείπια στην πόλη Κοστιαντίνιβκα, στην περιοχή του Ντονέτσκ, Ουκρανία. AP Photo/Iryna Rybakova
 
Όσον αφορά το κατά πόσο τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα επηρέασαν τον σχεδιασμό του προτεινόμενου σχεδίου, η απάντηση είναι ξεκαθαρά «ναι». Ειδικά στη διοίκηση Τραμπ, υπήρξε μια πολύ έντονη προσπάθεια να ενσωματωθούν εξαρχής έργα και πρωτοβουλίες που θα εμπλέκουν αμερικανικές εταιρείες. Αυτό βέβαια συμβαίνει σε κάθε αμερικανική κυβέρνηση - απλώς στην περίπτωση αυτή είναι πολύ πιο ορατό. Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι εταιρείες όπως η Bechtel έκαναν συναντήσεις στον Λευκό Οίκο για να επηρεάσουν το χρονοδιάγραμμα, αλλά οι διασυνδέσεις τους είναι βαθιές. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε στην Ουάσιγκτον μέσα σε λίγα λεπτά. Υπάρχει ολόκληρο οικοσύστημα. Δεν θέλω να πω «διαπλεκόμενα συμφέροντα». Ας το αποκαλέσουμε εμπορική διπλωματία (commercial diplomacy): άνθρωποι μετακινούνται μέσα και έξω από την κυβέρνηση, επιστρέφουν σε δικηγορικά ή λόμπι γραφεία και έπειτα ξαναμπαίνουν στην κυβέρνηση. Είναι μια συνεχής κυκλική ροή.

Με λίγα λόγια λοιπόν, τα συμφέροντα της ανοικοδόμησης δεν καθορίζουν το timing, αλλά διαμορφώνουν σίγουρα την αρχιτεκτονική του σχεδίου. Kαι τα εμπορικά δίκτυα γύρω από αυτά είναι εξαιρετικά ενεργά και βαθιά διασυνδεδεμένα.

Ιστορικά, οι ειρηνευτικές συμφωνίες που ο τοπικός πληθυσμός θεωρεί άδικες συχνά γεννούν νέα παράπονα και μελλοντική αστάθεια. Πώς πιστεύετε ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής ισορροπούν τα στρατηγικά συμφέροντα - οικονομικά ή γεωπολιτικά - με την ανάγκη για τοπική νομιμότητα και τον κίνδυνο σποράς μιας νέας σύγκρουσης;

Κάθε φορά που συντάσσεται μια πρόταση για μια ειρηνευτική συμφωνία, παρουσιάζεται ως πακέτο. Δηλαδή περιλαμβάνει πάντα πολλαπλά στοιχεία, ώστε να καλύπτει όλα τα προβλήματα: και οικονομικά, και θεσμικά, και αυτά που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση σε τοπικό επίπεδο. Σε κάθε τέτοιο πακέτο θα υπάρχουν οικονομικά κίνητρα - είναι δεδομένο. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιστρατεύει τις αμερικανικές οικονομικές υπηρεσίες: την Export–Import Bank, παλαιότερα την OPIC, σήμερα την DFC, καθώς και την USAID. Αυτά τα εργαλεία είναι τυποποιημένα. Διότι όλοι γνωρίζουν ότι η οικονομική δυσαρέσκεια και οι ανισότητες αποτελούν πάντα μέρος της ρίζας των συγκρούσεων.

Όταν το πακέτο «δένει», οι οικονομολόγοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναλαμβάνουν αυτό το τμήμα. Όσον αφορά τη τοπική νομιμότητα και τον κίνδυνο αναπαραγωγής των αιτιών της σύγκρουσης, αυτό είναι κυρίως πολιτικό ζήτημα. Για να αντιμετωπιστεί όμως το πρόβλημα, σχεδόν πάντα επιστρατεύεται η USAID: εκπαιδευτικά προγράμματα, συγγραφή ή αναθεώρηση σχολικών εγχειριδίων, χρηματοδότηση ΜΚΟ, στήριξη τοπικών πρωτοβουλιών. Ακριβώς τα ίδια κάνει και η ΕΕ.

Κάθε τέτοια πρόταση συνοδεύεται από πέντε έως δέκα επιμέρους δράσεις, τις οποίες αναλαμβάνουν διαφορετικά τμήματα της αμερικανικής κυβέρνησης. Και ειδικά ως προς την αποφυγή «σποράς νέων συγκρούσεων», δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση. Αυτό, πρακτικά, δίνει άπλετο χώρο για τη δράση ΜΚΟ.


Παιδιά στην Ουκρανία στέκονται κάτω από ένα αλεξίπτωτο κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωσε η ΜΚΟ Ukrainian Frontiers 12/24.(AP Photo/Evgeniy Maloletka)
 
Στο οικονομικό σκέλος, ο στόχος είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Εκεί εμπλέκεται πάλι η USAID - και σήμερα η DFC. Στην Ανατολική Ευρώπη είχαμε χρησιμοποιήσει εργαλεία όπως τα Enterprise Funds για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα ή προγράμματα μικροχρηματοδότησης, για να στηριχθούν μικρές επιχειρήσεις και να απορροφηθεί η ανεργία που προκαλούνταν από το κλείσιμο παλιών κρατικών βιομηχανιών, όπως εργοστάσια όπλων.

Σχετικά με την Ουκρανία, θα υπάρξουν σοβαρά ζητήματα τοπικής νομιμότητας, ειδικά ως προς τη διαχείριση του ρωσόφωνου πληθυσμού. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα διοχετεύσουν τεράστια ποσά ώστε η Ουκρανία να αλλάξει οποιουσδήποτε νόμους ενδέχεται να δημιουργούν διακρίσεις εις βάρος ρωσόφωνων πολιτών - από τη γλώσσα της εκπαίδευσης μέχρι τη διοίκηση.

Η συζήτηση για το αν ορισμένα σχολεία θα μπορούν να προσφέρουν μαθήματα στα ρωσικά ή αν όλα θα είναι αποκλειστικά στα ουκρανικά θα είναι εξαιρετικά ευαίσθητη και θα διαφέρει ανά περιοχή. Στο Ντονέτσκ κυριαρχεί η ρωσική γλώσσα. Στην Οδησσό επίσης· ακόμη και στο Κίεβο. Γι' αυτό και η παρέμβαση σε σχολικά εγχειρίδια, προγράμματα σπουδών και θεσμικές ρυθμίσεις πρέπει να γίνεται με βάση την κάθε περιοχή.

Επιπλέον, συχνά διατίθενται πόροι για την ενίσχυση νέων πολιτικών κομμάτων ή για τη βελτίωση της ικανότητας ενός κράτους να διενεργεί εκλογές. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της προσπάθειας δημιουργίας νομιμότητας.

Συνολικά, όταν τίθεται το ερώτημα «πώς επιτυγχάνεται η ισορροπία;», η πραγματικότητα είναι ότι ρίχνονται τεράστια χρηματικά ποσά σε κάθε αναγνωρίσιμο πρόβλημα: στην εκπαίδευση, στην οικονομία, στην πολιτική ανάπτυξη, στις μεταρρυθμίσεις. Και ειδικά για να αποφευχθεί το να ακολουθήσει η επόμενη γενιά τον δρόμο της σημερινής.

Ορισμένοι επικριτές υποστηρίζουν ότι η αμερικανική προσέγγιση έχει γίνει όλο και πιο «συναλλακτική»  - πακέτα που συνδυάζουν εγγυήσεις ασφαλείας, άρση κυρώσεων και πρόσβαση σε πόρους. Θεωρείτε ότι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι ακριβής; Και εάν ναι, είναι συμβατή με τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην Ανατολική Ευρώπη;

Ο όρος «συναλλακτικός» έχει γίνει σχεδόν συνώνυμος με τον Τραμπ τα τελευταία χρόνια. Η λογική είναι απλή: ο Τραμπ πετάει στα σκουπίδα τους παραδοσιακούς διπλωματικούς κανόνες. Θέλει τη συμφωνία έτσι όπως την θέλει αυτός. Ό,τι δεν θεωρεί επαρκή λόγο για να μπλοκάρει μια συμφωνία – παράγοντες που οποιοσδήποτε άλλος Αμερικανός πρόεδρος θα λάμβανε υπόψη – το παραμερίζει.

Στο ζήτημα της σταδιακής άρσης κυρώσεων υπάρχει τεράστιο βάθος τεχνογνωσίας στην Ουάσιγκτον. Υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να σχεδιάσουν λεπτομερή οδικό χάρτη: άρση κυρώσεων σε συγκεκριμένα προϊόντα, περιορισμένη επαναφορά εμπορίου και άλλες βαθμιαίες κινήσεις. Το ερώτημα, όμως, είναι αν υπάρχει κάποιος στην κυβέρνηση Τραμπ  - πέρα από τον Ρούμπιο - που να κατανοεί ότι η άρση κυρώσεων δεν είναι ποτέ «υπογράφουμε και τελειώσαμε». Ο Τραμπ και ο Γουίτκοφ είναι αρκετά έμπειροι επιχειρηματίες ώστε να αντιλαμβάνονται ότι κανείς δεν παραχωρεί τα πάντα αμέσως. Γνωρίζουν ότι η άρση κυρώσεων είναι μια σταδιακή, μακρά διαδικασία.

Εδώ οι Ευρωπαίοι έχετε το πάνω χέρι. Αυτό που πλήγωσε πραγματικά τα ρωσικά έσοδα – και δυσκολεύει τη χρηματοδότηση του πολέμου – είναι το πάγωμα του ενεργειακού εμπορίου. Δεν έχουμε πρόσβαση στα πραγματικά στοιχεία. Ξέρουμε μόνο ότι η οικονομία της Ρωσίας πιέζεται και ξέρουμε ότι ο Τραμπ παρακολουθεί τις τιμές του πετρελαίου, επειδή ο Πούτιν αναγκάζεται να πουλάει με μεγάλη έκπτωση όταν αυτές είναι χαμηλές.

Άρα το ερώτημα γιατί ο Τραμπ δεν επέβαλε δεύτερο κύμα κυρώσεων – και γιατί καθυστέρησε τόσο – είναι κρίσιμο. Τελικά, και αφού ερωτάτο καθημερινά από δημοσιογράφους, έκανε μια κίνηση επιβάλλοντας σοβαρές κυρώσεις στη Rosneft και στη Lukoil. Μετά όμως έδωσε εξαίρεση στον Όρμπαν. Και η ΕΕ δίνει εξαιρέσεις – αλλά η διαφορά είναι ότι εντός ΕΕ ο Όρμπαν έχει διαπραγματευτική ισχύ· στις ΗΠΑ έχει μόνο την ισχύ της φιλίας του με τον Τραμπ. Τεράστια διαφορά.

Τώρα, για την πρόσβαση σε πόρους – αυτό είναι το ρωσικό παζάρι. Ο Γουίτκοφ συνεργαζόταν με τον Κίριλ Ντμίτριεφ, που είναι υπό κυρώσεις αλλά δύο φορές του επέτρεψαν να μπει στις ΗΠΑ λόγω της συνεργασίας με τον πρώτο. Είναι στενός συνεργάτης του Πούτιν, και έχει γραφτεί ότι ο Γουίτκοφ «προπονούσε» τους Ρώσους στο πώς να χειριστούν τον Τραμπ. Είδαμε και το τηλεφώνημα που διέρρευσε στο Bloomberg την περασμένη βδομάδα. Κάποιος μέσα στις αμερικανικές υπηρεσίες θεώρησε ότι αυτό που έκανε ο Γουίκοφ ήταν τόσο απαράδεκτο ώστε να το διαρρεύσει. Και, κατά τη γνώμη μου, αυτός ο άνθρωπος είναι πατριώτης.


Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ Στιβ Γουίτκοφ (δεξιά) και ο διευθύνων σύμβουλος του Ρωσικού Ταμείου Άμεσων Επενδύσεων και ειδικός προεδρικός εκπρόσωπος για Επενδύσεις και Οικονομική Συνεργασία με ξένες χώρες, Κιρίλ Ντμίτριεφ (αριστερά). AP Photo/Kristina Kormilitsyna.
 
Πάμε τώρα στα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Οι Αμερικανοί ξέχασαν κάτι θεμελιώδες: οι Ευρωπαίοι τα ελέγχουν. Ο Αντόνιο Κόστα, ο πρόεδρος της Κομισιόν, είπε ξεκάθαρα ότι η Ευρώπη δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια ενώ άλλοι συζητούν για θέματα στα οποία η ίδια κρατάει το κλειδί. Τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία είναι ευρωπαϊκά. Οι Αμερικανοί δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Το ότι ο Τραμπ άφησε τους Ευρωπαίους εκτός διαδικασίας δείχνει άγνοια – και εξοργίζει πολλούς στην Ευρώπη. Γιατί δεν τους συμβουλεύτηκαν σε ζητήματα στα οποία εκείνοι έχουν τον έλεγχο;

Γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι σκληροί: στο πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων, στην άρση των κυρώσεων και κυρίως στο ενεργειακό εμπόριο – εκεί που πονάει περισσότερο η Ρωσία.

Όσο για τον Τραμπ: πώς να ξέρει τέτοια πράγματα; Δεν έχει δουλέψει ποτέ με αυτά. Διαβάζεις δέκα άρθρα και μπορείς να συζητήσεις, αλλά δεν γίνεσαι ικανός να παίρνεις αποφάσεις. Έτσι, παρότι η προσέγγισή του είναι συναλλακτική, δεν καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία συμφωνία χωρίς την Ευρώπη. Το μόνο χαρτί του είναι ο εκβιασμός: «αν δεν συνεργαστείτε, αποχωρούμε» – στρατιωτικά, ή κόβοντας την παροχή πληροφοριών στο Κίεβο, που σήμερα τους επιτρέπει να εντοπίζουν ρωσικούς στόχους. Όλα αυτά είναι ενιαίο πακέτο.

Τέλος, το ρωσικό αποτύπωμα στη συμφωνία είναι πασιφανές. Κανένας Αμερικανός δεν θα έγραφε τέτοιο προσχέδιο. Οι Ρώσοι έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι το πρώτο σχέδιο γράφτηκε στη Μόσχα. Στόχος των Ρώσων ήταν να κάνουν τους Αμερικανούς να πιέσουν τους Ευρωπαίους για κάτι που δεν μπορούν να κάνουν, διότι, όπως είπα, τα περιουσιακά στοιχεία είναι ευρωπαϊκά. Το θέμα θα λυθεί πιθανότατα μέχρι τις συνεδριάσεις της Κομισιόν στο τέλος της χρονιάς

Είναι λοιπόν αυτό το σχέδιο συμβατό με τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην Ανατολική Ευρώπη; Όχι. Γιατί η αμερικανική προσέγγιση δεν λαμβάνει σωστά υπόψη τον ρόλο της ΕΕ. Γι’ αυτό σχεδόν όλοι στην Ευρώπη – και σίγουρα οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ – θέλουν να δουν την πρόταση να καταρρέει.

Δεδομένων των αντιδράσεων από το Κίεβο, τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον, θεωρείτε ότι αυτό το σχέδιο - ή μια τροποποιημένη εκδοχή του - θα μπορούσε ρεαλιστικά να γίνει αποδεκτό από όλες τις πλευρές;

Αν τροποποιηθεί το σχέδιο σε βαθμό που να παραμένει μόνο το 10–15% του αρχικού, δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρως βάσιμη συμφωνία, αλλά αποτελεί τουλάχιστον ένα σημείο εκκίνησης. Οι Ρώσοι θα ζητήσουν πίσω σχεδόν τα μισά από αυτά που έχουν κοπεί, ενώ η Ουκρανία πιθανότατα θα δεχτεί μόνο περίπου το 20% του τροποποιημένου σχεδίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανότητα να προκύψει πραγματική συμφωνία είναι περιορισμένη.

Η εμπειρία από προηγούμενες προσπάθειες, όπως η μερική εφαρμογή της συμφωνίας για τη Γάζα με τους ίδιους παίκτες από την πλευρά της Ουάσιγκτον (Τραμπ, Γουίτκοφ, Κούσνερ), δείχνει ότι το μοντέλο της συμφωνίας - πλαίσιο είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισης της διοίκησης Τραμπ. Κατ’ακρίβειαν δεν γίνονται ολοκληρωμένες συμφωνίες, αλλά καταρτίζονται πλαίσια όπου οι λεπτομέρειες αφήνονται για αργότερα. Αυτή η στρατηγική μπορεί να πιέσει τα μέρη να συμφωνήσουν σε άλλα ανοιχτά ζητήματα, αλλά δεν λειτουργεί πάντα και συχνά τα αποτελέσματα είναι μέτρια. Για να φτάσει κανείς σε μια συμφωνία - πλαίσιο χρειάζονται πολλοί γύροι διαπραγματεύσεων, κάτι που η ομάδα Τραμπ συχνά παρακάμπτει, προσπαθώντας να επιβάλει συμφωνίες μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται πίεση στους συμμάχους και να αναπαράγεται μια μορφή δυσπιστίας μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ.


Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, χαιρετιούνται χειραψία κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου. AP Photo/Jae C. Hong

Μια άλλη διάσταση είναι η τακτική προβολής προς τους Ρώσους: η αμερικανική πλευρά δείχνει ότι ακούει τις προτάσεις τους, ακόμα κι αν γνωρίζει ότι άλλοι σύμμαχοι θα τις απορρίψουν. Πρόκειται για μια στρατηγική μεσολάβησης, με στόχο να πειστούν οι Ρώσοι να κάνουν βήματα προς τα εμπρός. Παράλληλα, οικονομικά κίνητρα, όπως η συνεργασία σε κρίσιμα ορυκτά, η ανάπτυξη κέντρων δεδομένων και η ενεργειακή συνεργασία, χρησιμοποιούνται για να δελεάσουν την αμερικανική διοίκηση και τους Ρώσους επενδυτές, με γνώμονα την τεχνολογία και τα κεφάλαια που μπορούν να φέρουν.

Ωστόσο, η ρεαλιστική αποδοχή του σχεδίου παραμένει περιορισμένη, εκτός αν περίπου το 80% των τρεχουσών προτάσεων έχει ήδη αφαιρεθεί. Το βραχύχρονο χρονοδιάγραμμα που επιβλήθηκε από την αμερικανική πλευρά είναι εξαιρετικά μη ρεαλιστικό και έχει οδηγήσει στην ανανέωση της διατλαντικής δυσπιστίας. Από την πλευρά των Ρώσων, υπάρχει πιθανότητα να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να καθυστερήσουν περαιτέρω κυρώσεις και την ευρωπαϊκή συγκρότηση γύρω από τα παγωμένα περουσιακά στοιχεία, προσποιούμενοι ότι προσεγγίζουν το τέλος του πολέμου, ενώ η ουκρανική αντίσταση και η ροή όπλων συνεχίζουν να τους περιορίζουν. Σε αυτό το πλαίσιο, η ρωσική οικονομία φαίνεται να διατηρεί ακόμη κάποιες αντοχές, γεγονός που επιτρέπει τη συνέχιση του πολέμου για αρκετούς μήνες ακόμη.

Τι αποκαλύπτει η άμεση εμπλοκή ενός ιδιωτικού μεσολαβητή και επιχειρηματία, όπως ο Στιβ Γουίτκοφ, με Ρώσους αξιωματούχους υπό κυρώσεις για τις διπλωματικές τακτικές των ΗΠΑ; Πόσο βιώσιμη είναι η χρήση οικονομικών κινήτρων για την επίλυση συγκρούσεων και ποιοι είναι οι κίνδυνοι για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, καθώς και για τις σχέσεις με τους ευρωπαίους συμμάχους και την Ουκρανία;

Η χρήση ιδιωτικών μεσαζόντων δεν είναι αποκλειστικότητα της κυβέρνησης Τραμπ. Πρόεδροι των ΗΠΑ και άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες το κάνουν εδώ και αιώνες. Μερικές φορές στέλνουν απλώς αξιόπιστους αγγελιοφόρους, μερικές φορές συλλέγουν πληροφορίες, και μερικές φορές ένας ηγέτης αξιοποιεί την επιρροή ενός ισχυρού επιχειρηματία ή σημαντικής προσωπικότητας που προσφέρεται να βοηθήσει τη χώρα του, όπως πρώην πρόεδροι ή καλά συνδεδεμένα μέλη του Κογκρέσου.

Το θέμα περιπλέκεται όταν ο «αγγελιοφόρος» του προέδρου συμμετέχει σε συναντήσεις χωρίς την παρουσία του Αμερικανού πρέσβη ή έστω κάποιου από το υπουργείο Εξωτερικών για υποστήριξη, όπως στην περίπτωση του Γουίτκοφ. Όταν πηγαίνει μόνος του, καταλαβαίνεις αμέσως ότι συμβαίνει κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει εθνικός κίνδυνος.

Παραδείγματα υπάρχουν και στην Ελλάδα: ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει στείλει αγγελιοφόρο στην Ουάσιγκτον χωρίς ο πρέσβης να συμμετέχει στις συζητήσεις, οπότε δεν πρόκειται για αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο.

Υπάρχουν καταστάσεις όπου ένας πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει σε Αμερικανό εκπρόσωπο να συναντηθεί με αξιωματούχους υπό κυρώσεις, παρόλο που αυτό ξεφεύγει από το πνεύμα των αμερικανικών κυρώσεων, και το Κογκρέσο παρακολουθεί στενά, καθώς υπάρχει νομοθεσία για τις κυρώσεις στη Ρωσία με ισχυρή διμερής υποστήριξη.

Στην περίπτωση του Γουίτκοφ, έχουμε έναν μη ειδικό για τη Ρωσία που πηγαίνει μόνος του να συζητήσει θέματα όπου είναι εντελώς ακατάλληλος. Μπορεί να ξέρει τι είναι οι «σπάνιες γαίες» και τα «κέντρα δεδομένων» και να εντοπίζει την Αρκτική, αλλά αυτό είναι γνώση επιπέδου λυκείου. Τι έχει αποκαλυφθεί πρόσφατα είναι ότι ο Γουίτκοφ και ο Tζάρεντ Κούσνερ συζητούσαν με τους Ρώσους πώς οι αμερικανικές εταιρείες μπορούν να υπερτερήσουν των ευρωπαϊκών σε μελλοντικές ενεργειακές και μεταλλευτικές συμφωνίες μετά τον πόλεμο – όλα αυτά χωρίς την παρουσία του Marco Rubio, σκληρού υποστηρικτή της πολιτικής κατά της Ρωσίας.


Ο Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρός του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ (αριστερά), ο Στιβ Γουίτκοφ (δεξιά) και Κιρίλ Ντμίτριεφ (πίσω). AP Photo/Alexander Kazakov.
 
Αυτό έγινε κατ’ εντολή Τραμπ, για να ωφεληθούν οι αμερικανικές εταιρείες που είναι σύμμαχοί του και πιθανώς μεγάλοι δωρητές. Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη και να αναπτύξουν σχέδια αντιμετώπισης για το χειρότερο σενάριο.

Ωστόσο, παρά τη φαινομενική επικινδυνότητα και αφέλεια της στρατηγικής αυτής, δεν πρόκειται για συνωμοσία – είναι απλώς η επιλογή του Τραμπ για το πώς θέλει να χειριστεί τα ζητήματα, δίνοντας προτεραιότητα στην προώθηση των αμερικανικών εμπορικών συμφερόντων στη Ρωσία εις βάρος του μέλλοντος της Ουκρανίας.

Πώς θα εξηγούσατε την προφανή αντίφαση μεταξύ της έμφασης στον «Κάθετο Διάδρομο» (τον ενεργειακό διάδρομο που συνδέει Ελλάδα-Βουλγαρία-Ρουμανία-Μολδαβία-Ουκρανία) και τη χρήση της Αλεξανδρούπολης για την προμήθεια LNG στην Ουκρανία, με τις αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ που φαίνεται να αντιβαίνουν στην ασφάλεια της Ουκρανίας;

Η απουσία ενημέρωσης της Αμερικανίδας πρέσβειρας για τον «Κάθετο Διάδρομο» και τις ενέργειες στήριξης της Ουκρανίας υπογραμμίζει τον κακό εσωτερικό συντονισμό της κυβέρνησης Τραμπ. Τα σχέδια για τον διάδρομο ενέργειας και τον τερματικό σταθμό LNG ξεκίνησαν ήδη επί Μπάιντεν και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα νωρίτερα με συνεργασία ΗΠΑ-Ρουμανίας (P-TECH). Παρά το γεγονός ότι οι αρμόδιοι υπουργοί Ενέργειας και Εσωτερικών ήταν παρόντες, οι πληροφορίες δεν φαίνεται να κυκλοφόρησαν σωστά μεταξύ των διαφόρων «θαλάμων» του Λευκού Οίκου.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πρέσβειρα να βρεθεί εκτεθειμένη, με περιορισμένη γνώση των λεπτομερειών και πιθανό κίνδυνο να μάθει τα νέα από τα ΜΜΕ. Η ύπαρξη προσώπων όπως ο Μάικλ Ρίγας, σε ανώτατη θέση στο υπουργείο Εξωτερικών, λειτουργεί ως «ασφαλιστική δικλείδα» για την Ελλάδα, εξασφαλίζοντας ότι κάποιος σε υψηλό επίπεδο παρακολουθεί τις εξελίξεις και προστατεύει τα ελληνικά συμφέροντα.

Συνολικά, η κατάσταση αναδεικνύει εμφανή αντιφάσεις και προβλήματα συντονισμού εντός της αμερικανικής διοίκησης, κάτι που αποτελεί συχνό φαινόμενο σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, αλλά εδώ η σημασία ήταν κρίσιμη λόγω της ευαίσθητης γεωπολιτικής κατάστασης.


* Ο Alec Mally είναι αρχισυντάκτης του NE Global Media στο Ηνωμένο Βασίλειο και Διευθυντής Διεθνών Οικονομικών Υποθέσεων στη Foresight Strategy and Communications στην Αθήνα. Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, υπηρέτησε επί 27 χρόνια ως διπλωμάτης στο Αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, έχοντας αναλάβει ποικίλες αποστολές στα Βαλκάνια και διεθνώς. Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη διετέλεσε Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη και Αναπληρωτής Επικεφαλής Αποστολής (Deputy Chief of Mission) στην αμερικανική πρεσβεία στην Πρίστινα του Κοσόβου.

Στις ΗΠΑ υπηρέτησε ως Οικονομικός Σύμβουλος στην αμερικανική αποστολή στον ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, Ανώτερος Υπεύθυνος για την Ελλάδα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Περιφερειακός Οικονομικός Αξιωματούχος για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία. Επίσης υπηρέτησε στο Πεντάγωνο ως πολιτικοστρατιωτικός Σύμβουλος για τα Βαλκάνια.

Προηγούμενες τοποθετήσεις του περιλαμβάνουν το Βουκουρέστι, τη Βαρσοβία, την Αθήνα, τη Μανίλα και την Εκτελεστική Γραμματεία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.