Η Reflection AI, μια startup εταιρεία που ιδρύθηκε μόλις το 2024 από δύο πρώην ερευνητές της Google DeepMind, συγκέντρωσε 2 δισεκατομμύρια δολάρια με αποτίμηση 8 δισ., σημειώνοντας θεαματική άνοδο 15 φορές σε σχέση με τα 545 εκατομμύρια δολάρια στα οποία είχε αποτιμηθεί πριν από επτά μήνες.
Σύμφωνα με το TechCrunch, η εταιρεία, που ξεκίνησε αναπτύσσοντας αυτόνομους «πράκτορες» προγραμματισμού, επανατοποθετείται πλέον ως ανοιχτή εναλλακτική απέναντι σε κλειστά εργαστήρια όπως η OpenAI και η Anthropic, αλλά και ως δυτικό ισοδύναμο κινεζικών εταιρειών όπως η DeepSeek.
Η Reflection AI ιδρύθηκε από τον Μίσα Λάσκιν, επικεφαλής του reward modeling στο project Gemini της DeepMind, και τον Γιάννη Αντόγλου, συνδημιουργό του AlphaGo — του συστήματος Τεχνητής Νοημοσύνης που νίκησε τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο παιχνίδι Go το 2016.
Οι δύο τους ποντάρουν στην ιδέα ότι ταλαντούχες ομάδες εκτός των μεγάλων τεχνολογικών «κολοσσών μπορούν» να δημιουργήσουν μοντέλα αιχμής, εφάμιλλα αυτών που αναπτύσσονται στα κορυφαία ερευνητικά εργαστήρια.
Μαζί με τη νέα επένδυση, η Reflection AI ανακοίνωσε ότι έχει προσλάβει κορυφαία στελέχη από τη DeepMind και την OpenAI και έχει αναπτύξει μια πλήρη υποδομή εκπαίδευσης Τεχνητής Νοημοσύνης, την οποία προτίθεται να διαθέσει ευρύτερα.
Ο διευθύνων σύμβουλος, Μίσα Λάσκιν, δήλωσε ότι η Reflection AI έχει εξασφαλίσει μεγάλο υπολογιστικό σύμπλεγμα και σχεδιάζει να παρουσιάσει μέσα στο 2025 το πρώτο της μοντέλο γλώσσας, εκπαιδευμένο σε «δεκάδες τρισεκατομμύρια tokens».
Η νέα κατεύθυνση της Reflection AI χαιρετίστηκε από πολλούς τεχνολόγους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο επικεφαλής για την τεχνητή νοημοσύνη και τα crypto του Λευκού Οίκου, Ντέιβιντ Σακς, έγραψε στο X.
Η προσέγγιση της Reflection AI γύρω από την έννοια του «ανοιχτού» εστιάζει περισσότερο στην πρόσβαση παρά στη διαφάνεια της ανάπτυξης — θυμίζοντας τις στρατηγικές της Meta με το Llama και της Mistral.
Το μοντέλο αυτό καθορίζει και τη στρατηγική της εταιρείας. Οι ερευνητές θα έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα μοντέλα, ενώ τα έσοδα θα προέρχονται από μεγάλες επιχειρήσεις που θα τα χρησιμοποιούν για ανάπτυξη προϊόντων και από κυβερνήσεις που επιδιώκουν να δημιουργήσουν «κυρίαρχα» συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης.