Η ανάπτυξη της εξωστρεφούς ανταγωνιστικότητας θα είναι «κλειδί» για την Ελλάδα στη μετά το Ταμείο Ανάκαμψης εποχή, όπως επισημαίνει ο Ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ., Παναγιώτης Πετράκης, σε συνέντευξή του στο Liberal.
Πώς θα κινηθεί η ΕΕ σε δημοσιονομικό επίπεδο μετά το πέρας του RRF, ο στόχος για περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα μας και ο καταλυτικός ρόλος των τραπεζών την επόμενη μέρα.
Παράλληλα, ο κ. Πετράκης υπογραμμίζει την αδήριτη ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με το RRF και αφορούν - μεταξύ άλλων - στην αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος (π.χ. η προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης) αλλά και την ενίσχυση των ψηφιακών υπηρεσιών.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Κύριε καθηγητά, ας ξεκινήσουμε από το βασικό μας ερώτημα: Όταν ολοκληρωθεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026, τι θα γίνει μετά; Πόσο μοναδικό ήταν αυτό το εργαλείο για την ελληνική οικονομία και πόσο εύκολα μπορεί να αντικατασταθεί;

Το εργαλείο αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Τώρα θα πρέπει να δούμε ακριβώς πώς αντιλαμβάνονται οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, στην προκειμένη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τη συνέχεια των σχέσεων με τις χώρες οι οποίες κατά καιρούς συμμετέχουν σε αυτού του είδους τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Πρέπει να καταλάβουμε τη συνέχεια, δηλαδή πώς η Ευρώπη και η Ελλάδα θα διαχειριστούν τη σχέση των δημοσίων οικονομικών και των διαρθρωτικών ταμείων με την Ευρωπαϊκή Ένωση από εδώ και πέρα.
Έχω την αίσθηση ότι πάμε σε μια σημαντική μεταβολή του τρόπου διαχείρισης. Θα δοθεί, αφενός, μεγαλύτερη ελευθερία στις χώρες οι οποίες είναι ωφελημένες από αυτού του είδους τις παροχές, με την έννοια ότι θα δημιουργηθεί μια πολύ μεγάλη δεξαμενή κεφαλαίων για κάθε χώρα, από όπου η συγκεκριμένη χώρα θα μπορεί να αξιοποιεί μέρος αυτού του κεφαλαίου, ανάλογα και με τις ανάγκες της δημοσιονομικής της κατάστασης. Στη δεξαμενή αυτή θα προστίθενται και εγχώριοι πόροι. Στην πορεία είναι πιθανό, για κάθε χώρα, να δημιουργηθούν και να εισρεύσουν και άλλοι πόροι, οι οποίοι θα προέρχονται από διάφορα ταμεία ή και δράσεις και έτσι θα αυξηθεί η δύναμή πυρός τους.
Με λίγα λόγια, δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν μόνο αβεβαιότητες· υπάρχουν αρκετές προοπτικές ότι, σε ορισμένες από τις γραμμές που γνωρίζουμε σήμερα, θα μπορεί να υπάρχει συνέχεια. Να δώσω ένα παράδειγμα: θα υπάρξει μια πολύ σημαντική στροφή της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης υπέρ των κονδυλίων που προορίζονται για την άμυνα. Αυτού του είδους η κίνηση μπορεί να είναι πολύ σημαντική, και δεν θα περιορίζεται μόνο στις επενδυτικές δαπάνες που σχετίζονται με αυτές τις δραστηριότητες.
Παραδείγματος χάρη, ένα μέρος των κονδυλίων επιμόρφωσης - κατάρτισης θα οδηγηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Με λίγα λόγια, αναμένουμε να δούμε το πλαίσιο το οποίο θα διαμορφωθεί. Δεν το γνωρίζουμε ακόμη, διότι μια τέτοια συζήτηση θα ήταν πρόωρη.
Πρέπει πρώτα να πιεστούν οι χώρες να ολοκληρώσουν την απορρόφηση των πόρων και μετά να συζητήσουμε για τη συνέχεια. Την «επόμενη μέρα» δεν θα υπάρχει πλέον το ζήτημα της ανάκαμψης, αλλά θα υπάρχει το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας.
Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, που – σας θυμίζω – είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα για την Ευρώπη και δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί. Την κρίση της COVID-19 μπορούσες να τη διαχειριστείς: είχες ύφεση, έδινες κεφάλαια, είχες ανάκαμψη.
Εδώ, η ανταγωνιστικότητα έχει πάρα πολλές διαστάσεις και αυτός θα είναι ο κύριος στόχος στις επόμενες δεκαετίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, υπάρχει μια προοπτική αρκετά σύνθετη, την οποία θα πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε με ακρίβεια.
Με ορίζοντα το 2026, όταν σταματούν οριστικά οι εκταμιεύσεις από το RRF σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο μεγάλος είναι, κατά την άποψή σας, ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού και επενδυτικού «γκρεμού» για χώρες όπως η Ελλάδα, που στηρίχθηκαν έντονα σε αυτούς τους πόρους;
Ας δούμε κατ’ αρχάς τι σχεδιάζει η Ελλάδα να κάνει με το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής διαχείρισης και επενδυτικής δραστηριότητας, το οποίο σχεδιάζει η κυβέρνηση. Αυτό το πλαίσιο ουσιαστικά μόλις έχει διαμορφωθεί, μαζί με το σχετικό νομοσχέδιο.
Τι δείχνει αυτό; Δείχνει ότι, ναι μεν πράγματι, οι δημοσιονομικοί πόροι που κατευθύνονται σε επενδύσεις περιορίζονται, από την άλλη όμως πλευρά, πλέον ωριμάζει ο καιρός για μια σημαντική μόχλευση ιδιωτικών επενδύσεων. Και αυτό δεν θα είναι τυχαίο. Αποτυπώνεται με αυτόν τον τρόπο μέσα στο σχέδιο που έχει ουσιαστικά καταρτιστεί.
Συνεπώς, πρέπει να περιμένουμε να δούμε να «κλειδώνουν» οι ενέργειες, να δούμε και το σχετικό νομοσχέδιο – το οποίο πρέπει να είναι κάτι που έρχεται σχετικά άμεσα, πιθανότατα μέσα στον Δεκέμβριο, ή μέσα στον Ιανουάριο – για να δούμε αυτή τη μεσοπρόθεσμη οπτική που έχει πια η κυβέρνηση απέναντι στη δημοσιονομική διαχείριση και ιδίως στην ενίσχυση της αναπτυξιακής παρουσίας του Δημοσίου. Έχουμε τις ευχέρειες να ενισχύσουμε αρκετά περισσότερο αυτές τις δραστηριότητες.
Αυτές είναι, βεβαίως, πάντοτε σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά υπάρχουν νέοι ορίζοντες πάνω σε αυτή την προοπτική.
Επειδή αναφερθήκατε στις ιδιωτικές επενδύσεις: ο σχεδιασμός, με βάση το RRF, είχε ως σκοπό πράγματι τη βελτίωση του περιβάλλοντος για την υποδοχή περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση σχετικά με την επίτευξη αυτού του στόχου;

Αναμφισβήτητα, ίσως ένα πολύ σημαντικό μέρος των ωφελειών που προέκυψαν ήταν ακριβώς η υπερδραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα και των τραπεζών, οι οποίες μοχλεύτηκαν ουσιαστικά. Οι δανειοδοτήσεις τους μοχλεύτηκαν από τα δημόσια κεφάλαια.
Αυτό είναι κάτι που έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα σε ορισμένους τομείς: παραδείγματος χάρη, ΑΠΕ, ψηφιακή τεχνολογία – που ήταν και προτεραιότητες στο RRF. Βλέπουμε να υπάρχει σημαντική δραστηριοποίηση σε αυτούς τους χώρους.
Αυτή θα συνεχιστεί και ο βραχίονας των τραπεζών θα είναι εκείνος που θα διατηρήσει και τη σχετική επενδυτική δραστηριότητα στα επόμενα δύο-τρία χρόνια αρκετά έντονη. Μην ξεχνάτε δε ότι υπάρχει ένα 25%–30% του RRF το οποίο δεν έχει ακόμη απορροφηθεί. Άρα αυτό θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα.
Και τα προβλήματα που ενδεχομένως ο περιορισμός αυτών των πόρων θα φέρει, δεν θα φανούν το 2026 — πιθανόν ορισμένα να φανούν το 2027. Το 2026 θα είναι ακόμη ένα έτος απορροφητικότητας, δραστηριοποίησης και κινητοποίησης αυτών των κεφαλαίων. Άρα, πολλοί βλέπουν με κάποιο τρόπο το «χαμήλωμα» των ρυθμών ανάπτυξης στα επόμενα δύο–τρία χρόνια σε σχέση με αυτούς που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια, να το αποδίδουν στην απουσία του RRF.
Δεν είναι σωστό. Αυτή η μείωση, αν θέλετε, του ρυθμού ανάπτυξης, πρώτα απ’ όλα είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, το οποίο έχει προβλεφθεί εδώ και μία πενταετία – αν δείτε και δικά μας κείμενα, θα το διαπιστώσετε και θα δείτε ακριβώς αυτή τη μείωση. Έχει να κάνει με τον οικονομικό κύκλο – όχι τον πολύ μακροπρόθεσμο – αλλά τον συνηθισμένο οικονομικό κύκλο και έχει να κάνει με την ωρίμανση των οικονομιών.
Και να πούμε εδώ και μια λεπτομέρεια: ουσιαστικά, εμείς, ένα κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επηρεαζόμαστε πάρα πολύ από το τι γίνεται σε αυτούς τους χώρους, εννοώ στην ίδια την ΕΕ.
Υπάρχουν τα θέματα της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου στη Γερμανία, υπάρχουν τα πολιτικά ζητήματα στη Γαλλία. Όλα αυτά έχουν επίσης επιδράσει στον ρυθμό ανάπτυξης και η μείωση αυτή σχετίζεται περισσότερο με αυτούς τους παράγοντες και λιγότερο με την επενδυτική δραστηριότητα του RRF.
Το 2025 ήταν και ένα έτος στο οποίο – για πρώτη φορά, νομίζω – εντοπίζεται ότι οι επενδύσεις θα συμβάλουν περισσότερο από την κατανάλωση στον ρυθμό ανάπτυξης, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Υπάρχει μια έντονη συζήτηση, κύριε Πετράκη, ότι η Ελλάδα βρέθηκε στις πρώτες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρυθμούς ανάπτυξης και απορρόφησης πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Κατά την άποψή σας, πόσο ποιοτική είναι αυτή η επίδοση; Φοβάστε ότι μέρος αυτής της ανάπτυξης είναι συγκυριακό και άρα ευάλωτο μετά το 2026;
Η ανάπτυξη που παρατηρείται στην Ελλάδα μπορεί να συνδεθεί σε έναν βαθμό με το γεγονός ότι η χώρα βγήκε από ένα πολύ σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, το οποίο δημιούργησε πολύ σημαντικές δυνατότητες προσέλκυσης επενδύσεων. Μην ξεχνάτε ότι το 2025 είχαμε μια πολύ σημαντική εισροή ξένων επενδύσεων.
Και η δημοσιονομική διαχείριση, η οποία διατηρείται σε πολύ καλό επίπεδο, είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας προσέλκυσης, διότι ουσιαστικά μειώνει τον συστηματικό κίνδυνο στην οικονομία. Βεβαίως, υπάρχει και ο τουρισμός, ο οποίος ήταν ενισχυτικός σε όλο τον Νότο της Ευρώπης, και γι’ αυτό και οι υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης απέδωσαν αρκετά καλά.
Τρίτος, πολύ σημαντικός λόγος για αυτή την «εξαιρετικότητα» των αποδόσεων στη Νότια Ευρώπη και στην Ελλάδα ήταν το γεγονός ότι δεν είχαμε ένα περίπλοκο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσε να πληγεί από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών. Δηλαδή, δεν είχαμε τη βασική επιλογή που είχαν κάνει οι κεντροευρωπαϊκές χώρες, που στηρίζονταν σε εξαγωγές με φθηνή ενέργεια και μεγάλους όγκους εξαγωγών – κάτι που πλέον δεν επιβεβαιώνεται.
Το γεγονός ότι είχαμε μια πιο «ταπεινή» οικονομία, αν θέλετε, λειτούργησε τελικά θετικότερα για την αντιμετώπιση των εξελίξεων αυτών των χρόνων.
Τι θα συμβεί αν κάποια έργα και μεταρρυθμίσεις δεν προλάβουν να ολοκληρωθούν έγκαιρα; Ποιες είναι οι μακροοικονομικές συνέπειες μιας ημιτελούς αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να δούμε ποιες είναι αυτές οι προοπτικές. Υπάρχουν τομείς οι οποίοι θα παίξουν πολύ μεγάλο ρόλο και τομείς που θα διαδραματίσουν μικρότερο ρόλο. Ένας τομέας που είναι πάρα πολύ κρίσιμος, παραδείγματος χάρη, είναι το ζήτημα της βελτίωσης του δικαστικού συστήματος. Ήδη αποδίδει σημαντικά.
Και θα αποτελέσει –και ήδη αποτελεί– έναν από τους μείζονες παράγοντες βελτίωσης του επενδυτικού περιβάλλοντος. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά: σε ορισμένες περιπτώσεις, ο χρόνος εκδίκασης δικαστικών υποθέσεων έχει μειωθεί στο μισό· από δύο χρόνια έχει γίνει ένα, από 1.400 μέρες έχει φτάσει τις 700, ανάλογα με την περίπτωση για την οποία μιλάμε.
Η μεταρρύθμιση αυτή, η οποία ουσιαστικά χρηματοδοτείται από κονδύλια του RRF που π.χ. επιτρέπει τη νέα χαρτογράφηση του δικαστικού χάρτη, είναι ένα παράδειγμα μίας μείζονος μεταρρυθμιστικής επιλογής. Αν δεν πήγαινε καλά, θα μπορούσε –δεν θα διστάσω να πω– να αποδειχθεί μέχρι και καταστροφική για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας· αλλά πήγε αρκετά καλά.
Τώρα, υπάρχουν τομείς στους οποίους διαπιστώνεται μια έντονη δραστηριοποίηση – μιλώ για τις ψηφιακές τεχνολογίες. Αυτά μπορούν να πάνε πολύ καλά, μπορούν όμως και λιγότερο καλά· έχουν αποτελέσματα, αλλά δεν έχουν εκείνες τις καταλυτικές διαστάσεις που θα είχε μια μεταρρύθμιση η οποία θα απέδιδε.
Συνεπώς, θα έλεγα ότι γενικά η εμπειρία μας ήταν ικανοποιητική. Πρέπει να τη δούμε ολοκληρωμένα, στον βαθμό που αυτό θα αποτυπωθεί, και θα δούμε και τι άλλο –επαναλαμβάνω– θα έρθει στο μέλλον.
Αυτό το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, που έθεσα και στην αρχή της συζήτησής μας για την Ευρώπη, είναι σημαντικό για την απόκριση της ΕΕ στις μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες διατυπώθηκαν σε σχετικές εκθέσεις τα τελευταία χρόνια. Αν, για παράδειγμα, ο Τραμπ επιβάλει δασμούς 15% ή 20%, τότε αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να βελτιώσεις την ανταγωνιστικότητά σου στις εξαγωγές, για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις αυτή την κατάσταση. Το ίδιο ισχύει για την Κίνα, αλλά και για όλον τον κόσμο.
Άρα, έχουμε περάσει σε μια άλλη φάση, όπου η εσωστρέφεια πρέπει να έχει πολύ μικρότερο ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικής και αυτό που πρέπει να προωθηθεί – σε ευρωπαϊκό επίπεδο, άρα και στην Ελλάδα το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της εξωστρεφούς ανταγωνιστικότητας.
Παράλληλα, πρέπει να δούμε και τις άρσεις των εσωτερικών εμποδίων στην ΕΕ, έτσι ώστε να εκμεταλλευτούμε το πολύ μεγάλο προνόμιο να είμαστε μια μεγάλη καταναλωτική αγορά. Άρα, έχει κανείς δυνατότητες να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που υπάρχουν.
Οι Βρυξέλλες δείχνουν διάθεση για ένα πιο αυστηρό, αλλά ταυτόχρονα «έξυπνο», σε εισαγωγικά, δημοσιονομικό πλαίσιο την επόμενη μέρα, με ήπια σύσφιξη κατά τα έτη 2025–2026. Πώς επηρεάζει αυτή η νέα ευρωπαϊκή δημοσιονομική αρχιτεκτονική μια χώρα με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα, μετά το Ταμείο Ανάκαμψης;

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει την προτίμησή της – όπως είπατε – για ένα πιο αυστηρό, αλλά και πιο «ευέλικτο» πλαίσιο διαχείρισης των δημοσιονομικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι υπάρχουν υψηλές απαιτήσεις δαπανών. Να αναφέρω τους δύο βασικούς πυλώνες που πιέζουν τα δημόσια οικονομικά στην Ευρώπη: ο ένας είναι η Ουκρανία – το καταλαβαίνουμε, η Ουκρανία απορροφά δισεκατομμύρια – και το άλλο είναι το ζήτημα της άμυνας. Και τα δύο δημιουργούν εξαιρετικά ευαίσθητες και υψηλές προτεραιότητες, οι οποίες πρέπει να καλυφθούν· άρα, η πίεση έρχεται από εκεί.
Ταυτοχρόνως, υπάρχει ένα διογκούμενο πολιτικό πρόβλημα στην Ευρώπη, όπου πολλές κυβερνήσεις προτιμούν να αυξάνουν τα χρέη τους αντί να εφαρμόζουν προγράμματα εξορθολογισμού της διάρθρωσης των δαπανών. Μάλιστα, η Γαλλία υπερβαίνει όλα τα όρια που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά το κάνει επειδή είναι μια πολύ μεγάλη οικονομία.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην πολύ πλεονεκτική θέση να έχει συνειδητοποιήσει ότι το να δανείζεσαι από το μέλλον – διότι αυτό σημαίνει δημόσιο χρέος – και να επιβαρύνεις τις επόμενες γενιές, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα θετικό ούτε και πολιτικά πειστικό για την οργάνωση της κοινωνίας της και των κοινωνιών ευρύτερα.
Συνεπώς, θα έλεγα ότι είμαστε – και πιστεύω μάλιστα, για να κάνω και μια σημείωση, ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους που η υποψηφιότητα Πιερρακάκη έχει ελπίδες και πιθανότητες να ευοδωθεί σε μια φάση όπου γίνεται ολοένα πιο σαφές ότι είναι πολύ δύσκολο να ασκείς μια ορθολογική οικονομική πολιτική και πάρα πολύ εύκολο να μοιράζεις τα χρήματα των επόμενων γενεών. Άρα χρειάζεσαι ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά να αντιλαμβάνονται αυτή την προτεραιότητα και νομίζω ότι είτε ο ένας είτε ο άλλος – διότι και ο Βέλγος υποψήφιος είναι μια προσωπικότητα με μεγάλες εμπειρίες – θα μπορέσουν να παίξουν αυτόν τον ρόλο.
Συνεπώς, κλείνοντας την παρένθεση, νομίζω ότι βρισκόμαστε σε ένα αρκετά πλεονεκτικό σημείο, όπου η ελληνική κοινωνία, μια σκληροτράχηλη κοινωνία, αντιλήφθηκε τα θετικά και τα αρνητικά ζητήματα της προ του 2010 περιόδου, αλλά και τα αρνητικά της μετά το 2010 περιόδου, όπου έγιναν πολλά λάθη, και λόγω απειρίας και λόγω έλλειψης παρόμοιων παραστάσεων και στους θεσμούς και σε εμάς.
Άρα, παρόλο που διάφοροι επισημαίνουν ότι υπάρχει κίνδυνος πολιτικής αστάθειας, εγώ βλέπω, στον βαθύτερο πυρήνα της κοινωνίας, να διαμορφώνεται μια πολύ ξεκάθαρη αντίληψη για το τι μπορεί να κάνει το συλλογικό ον και τι δεν μπορεί να κάνει – ή, αν δεν το κάνει, θα έχει πρόβλημα στο μέλλον. Και αυτό πιστεύω ότι είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για την ελληνική κοινωνία και για το μέλλον μας.
Σε επίπεδο ελληνικής οικονομίας, ποιες μεταρρυθμίσεις που συνδέθηκαν με το Ταμείο Ανάκαμψης θεωρείτε απολύτως κρίσιμες να συνεχιστούν ακόμη και χωρίς την απειλή απώλειας πόρων; Υπάρχει κίνδυνος πολιτικής κόπωσης όταν σταματήσει η χρηματοδότηση;
Θα έλεγα ότι θεωρώ πολύ κρίσιμη τη συνέχιση των ριζικών μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και ήδη παρουσιάζει, για παράδειγμα, την προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης. Πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των υποθέσεων που κρίνονται από τα δικαστήρια. Αυτό προϋποθέτει συγκεκριμένα πράγματα και μια διαφορετική οργάνωση, διαφορετικές διαδικασίες. Δεν είναι τόσο απλό να το κάνει και να το υλοποιήσει κανείς.
Το δεύτερο θέμα που θα έθετα ως υψηλή προτεραιότητα είναι η ενίσχυση των ψηφιακών υποδομών – κάτι πολύ σημαντικό, έτσι ώστε να συνεχιστεί το πρότυπο της ψηφιακής μετάβασης, όχι μόνο για τη διεύρυνση της κατανάλωσης, αλλά πραγματικά για τη διεύρυνση της παραγωγής ψηφιακών υπηρεσιών. Θα πρέπει να βάλουμε στο σχέδιό μας, παραδείγματος χάρη, τι σημαίνει data centers, τι σημαίνει για την Ελλάδα – που έχει και ένα συγκεκριμένο πλεονέκτημα λόγω της γεωγραφικής της θέσης – η ανάπτυξη αυτών των υποδομών.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει κάτι για μια κοινωνία η οποία αφιερώνει ένα μέρος των ενεργειακών της πόρων για την ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων. Αυτό το κάτι που πρέπει να το δούμε, να το αποφασίσουμε και να το συμφωνήσουμε – όχι μόνο πολιτικά, αλλά και κοινωνικά. Έχει μεγάλη σημασία να το δούμε έτσι. Με άλλα λόγια να αφιερώσουμε ένα μέρος των πόρων μας στην ανάπτυξη των data centers.
Εκεί, εγώ θα έβλεπα – αν, με το καλό, υπάρξουν ενεργειακοί πόροι – τη δυνατότητα να διαθέτουμε ένα μέρος από αυτούς. Εναλλακτικά αντί για φορολογία στις ΑΠΕ να προμηθεύουν με ενέργεια ενεργοβόρες δραστηριότητες (data center κ.τ.λ.). Κάτι αντίστοιχο έκανε, σε έναν βαθμό, και η Ιταλία, κατευθύνοντας πόρους προς τη βιομηχανία της αλλά και σε άλλες δραστηριότητες που έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τη χρήση αυτών των τεχνολογιών. Δηλαδή, δεν μας ενδιαφέρει απλώς μια βιομηχανία που αναπτύσσει την παραγωγή προϊόντων τα οποία «γενικώς και αορίστως» πωλούνται. Mας ενδιαφέρει όταν πραγματικά αναπτύσσεται η δυνατότητα παραγωγής προϊόντων που στο μέλλον θα έχουν υψηλή ανταγωνιστικότητα.
Δεν είναι πάρα πολλά ούτε και πάρα πολύ εύκολο να γίνει αυτό, αλλά είναι μια κατεύθυνση που πρέπει να δούμε να υλοποιείται.
Βέβαια, από την άλλη πλευρά, πρέπει να δούμε το ζήτημα της αναντιστοιχίας μεταξύ εργατικού δυναμικού και αναγκών της οικονομίας. Αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα. Στην προηγούμενη δεκαετία, η ελληνική κοινωνία το «έλυσε» στέλνοντας περίπου 400.000 ανθρώπους στο εξωτερικό. Αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί. Τώρα, κάποιοι γυρίζουν – θα μου πείτε. Αλλά πρέπει κανείς να δει το ζήτημα της απόδοσης των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο σε μια διαφορετική βάση, έτσι ώστε να διαμορφώνονται άνθρωποι που θα ταιριάζουν με το παραγωγικό πρότυπο που έχουμε στην Ελλάδα, και αυτοί οι άνθρωποι να έχουν κάθε λόγο να μπορούν να αμείβονται αξιοπρεπώς και να μένουν εδώ.
Αυτό μας οδηγεί στην τελευταία παρατήρηση, που έχει να κάνει με τη σκιώδη οικονομία. Η σκιώδης οικονομία βρίσκεται ακόμη κάπου στο 17–18%. Η τεχνολογία και οι επενδύσεις είναι αυτές που την έχουν μειώσει από εκεί που ήταν «στο Θεό», αλλά πρέπει να μειωθεί ακόμη περισσότερο. Και έτσι να διαμορφωθούν νέοι πόροι, οι οποίοι θα μπορούν να ενισχύσουν τις αμοιβές δημόσιων γιατρών, μηχανικών, μηχανολόγων, τους οποίους χρειάζεται τόσο πολύ η κοινωνία.
Με το Ταμείο Ανάκαμψης, ενισχύθηκε, κατά την άποψή σας, η ελληνική βιομηχανία; Και πόσο αναγκαία είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, αλλά και η ενίσχυση του οικοσυστήματος των startups;

Το παραγωγικό μοντέλο που έχουμε είναι αυτό που βλέπετε γύρω σας, με τα συγκεκριμένα μειονεκτήματα που δεν μπορούν να αλλάξουν εύκολα. Δημιουργεί μια συγκεκριμένη προοπτική: θα έχεις ένα μεγαλύτερο real estate, έναν μεγαλύτερο τουρισμό. Δεν βλέπει κανείς, δηλαδή, μια προοπτική ριζικής μεταβολής, παρόλο που γίνονται παρεμβάσεις στο παραγωγικό μοντέλο - νέες επιχειρήσεις, μικρές αλλά σημαντικές, ένα οικοσύστημα startups που για πρώτη φορά ουσιαστικά εμφανίζεται.
Το παραγωγικό αυτό μοντέλο έχει γεννηθεί και συντηρείται από δύο πολύ προσδιοριστικές δυνάμεις. Η μία είναι η ύπαρξη συστηματικού κινδύνου. Δηλαδή, πάντοτε είχαμε εθνικές περιπέτειες, πολιτική αστάθεια, χρωστούσαμε, δεν επιστρέφαμε τα χρήματα. Αυτό είναι ο συστηματικός κίνδυνος – και δεν αναφέρομαι μόνο στον κίνδυνο όπως αποτυπώνεται στα ομόλογα, αλλά στο πώς βλέπουν τη χώρα οι επιχειρηματίες και αν έχουν διάθεση να έρθουν να επενδύσουν. Και το ξέρετε πολύ καλά ότι κανένας επιχειρηματίας δεν πάει σε μια χώρα όπου έχει να αντιμετωπίσει τέτοια δομικά ζητήματα.
Εδώ, λοιπόν, η μία δύναμη ήταν ο συστηματικός κίνδυνος. Η δεύτερη ήταν αυτό που λέμε «middle technology trap», η παγίδα της μεσαίας τεχνολογίας, η οποία δημιουργήθηκε ακόμα προπολεμικά και οδήγησε σε κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας αφότου μπήκε στον διεθνή ανταγωνισμό μετά το 1980 και δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση.
Αυτές τις δύο μεγάλες δυνάμεις πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Το πρώτο – ο συστηματικός κίνδυνος – έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική σταθερότητα, και αυτό πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία. Η δεύτερη (middle technology trap) έχει να κάνει με το RRF και με παρόμοιες δραστηριότητες, οι οποίες ενισχύουν τη μεταβολή και την έξοδο από αυτή την παγίδα. Επιπλέον, πρέπει να δούμε μεγαλύτερη στήριξη του ερευνητικού συστήματος, διότι – το ξέρετε – στην Ελλάδα η έρευνα παράγεται σε μεγάλο βαθμό στα πανεπιστήμια, όχι μόνο στα ερευνητικά κέντρα.
Αυτό πρέπει να στηριχθεί περισσότερο, και να διαμορφωθούν δομές – και στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα – οι οποίες θα διευκολύνουν την προώθηση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών των ερευνητών που παράγουν καινοτομίες. Αυτό είναι το κρίσιμο.
Επειδή αναφερθήκατε πριν και στις τράπεζες: πώς βλέπετε την επόμενη μέρα για τις ελληνικές τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όταν πλέον θα έχει αποσυρθεί η «ασφάλεια» των φθηνών ευρωπαϊκών πόρων; Θα μπορούν να στηρίξουν επαρκώς την επενδυτική ζήτηση ή φοβάστε μια αναχαίτιση της πίστωσης;
Πιστεύω ότι στα επόμενα τρία χρόνια θα έχουμε μια διεύρυνση της δραστηριότητάς τους, διότι έχουν εξυγιανθεί, είναι σε θέση να συγκεντρώνουν πόρους και νομίζω ότι θα τις δούμε να δραστηριοποιούνται πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό και στο εξωτερικό αρχίζουν να έχουν μια σημαντική παρουσία.
Από την άλλη πλευρά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα κεφάλαια του RRF μειώνουν ακριβώς τον κίνδυνο που εκτιμούν οι αγορές ο οποίος ενδεχομένως στο εξής θα παίζει πιο περιορισμένο ρόλο.
Όμως αυτό θα τις ωθήσει να αναζητούν περισσότερο κερδοφόρες επενδύσεις. Αυτό το «κυνήγι» –που είναι παράλληλο με την προσπάθεια ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αλυσίδες αξίας– νομίζω ότι θα δώσει περισσότερες υγιείς ευκαιρίες χρηματοδότησης. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που πρέπει να το δούμε να υλοποιείται και στην πράξη.
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ.
