Ο Στρατηγός και Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ, Κωνσταντίνος Γκίνης, μιλά στο Liberal.gr και τη Μαρία Κέντη Κρανιδιώτη για την αμυντική ετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις πρόσφατες ρωσικές εναέριες παραβιάσεις, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς και τον κρίσιμο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ στην ασφάλεια και στρατηγική σταθερότητα της γηραιάς Ηπείρου.
Η Κομισιόν παρουσίασε τον «Οδικό Χάρτη για την Αμυντική Ετοιμότητα 2030», μιλώντας για μια πενταετή προετοιμασία για πόλεμο. Θεωρείτε πως είναι όντως ante portas μια ένοπλη σύγκρουση για την ΕΕ;
Εγώ θεωρώ ότι δεν πρόκειται για μια σύγκρουση όπως αυτή που βλέπουμε, για παράδειγμα, στην Ουκρανία. Ωστόσο, ανά πάσα στιγμή μπορεί να σημειωθούν επεισόδια σε κάποια από τις Βαλτικές χώρες ή αλλού, τα οποία θα εξαρτηθούν από τις εκάστοτε πολιτικοστρατηγικές συνθήκες. Άλλωστε, και ο πόλεμος στην Ουκρανία ξέσπασε σταδιακά: ξεκίνησε το 2014, κορυφώθηκε το 2022 ως σύγκρουση υψηλής έντασης και συνεχίζεται εδώ και 3,5 χρόνια - με τις ενδείξεις να δείχνουν ότι θα φτάσει τουλάχιστον στο τέταρτο έτος, ίσως και παραπέρα.
Αν, λοιπόν, δούμε την κατάσταση ως μια πιθανή επίθεση εναντίον ολόκληρης της Ευρώπης, νομίζω ότι οι πιθανότητες είναι πολύ μικρές. Αντίθετα, το ενδεχόμενο να προκύψει κάτι σε κάποια μικρότερη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης είναι σαφώς πιο ρεαλιστικό - και γι’ αυτό πρέπει να δούμε πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ΕΕ. θεωρεί, όπως και το ΝΑΤΟ, ότι μια επίθεση σε ένα κράτος - μέλος συνιστά επίθεση εναντίον όλων και αν, συνεπώς, θα υπάρξει αυτόματη και αμοιβαία υποστήριξη. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί σε πολιτικο-στρατηγικό επίπεδο. Υπάρχει βεβαίως το άρθρο 42 της Συνθήκης της ΕΕ, αλλά από τη θεωρητική του πρόβλεψη μέχρι την πραγματική του εφαρμογή υπάρχει πολύς δρόμος.
Είναι βάσιμη η ανησυχία για την ασφάλεια στην Ευρώπη που έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες εβδομάδες με τις πτήσεις drones πάνω από αεροδρόμια;
Οι πρόσφατες πτήσεις drones - και γενικότερα ιπτάμενων μέσων - πάνω από αεροδρόμια της Βόρειας και της Ανατολικής Ευρώπης αποκαλύπτουν την έλλειψη ετοιμότητας των ευρωπαϊκών χωρών να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους απειλές. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό ήταν κάτι αιφνιδιαστικό. Ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εδώ και 3,5 χρόνια ως πόλεμος υψηλής εντάσεως. Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο ότι θα μπορούσαν να σημειωθούν τέτοιες υβριδικές ενέργειες ή, για να χρησιμοποιήσουμε τον πιο σύγχρονο όρο, υβριδικές επιχειρήσεις, σε κάποιες από τις χώρες που υποστηρίζουν την Ουκρανία.
Το ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι αυτά τα drones εμφανίστηκαν χωρίς να υπάρξει καμία αποτελεσματική αντίδραση - κανείς δεν τα εξουδετέρωσε, δεν τα κατέρριψε, δεν παρενέβη για να σταματήσει τη δραστηριότητά τους. Αυτό φανερώνει σοβαρή έλλειψη ετοιμότητας και αναδεικνύει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη. Γιατί, όπως είναι προφανές, αν τέτοια drones μπορούν να πετάξουν πάνω από πολιτικά αεροδρόμια, το ίδιο εύκολα θα μπορούσαν να εμφανιστούν και πάνω από στρατιωτικές εγκαταστάσεις, περιορίζοντας τη λειτουργία ή τις θέσεις των πολεμικών αεροσκαφών.
Πρόκειται, επομένως, για ένα κρίσιμο στοιχείο που αποκαλύπτει την αδυναμία των ευρωπαϊκών χωρών να εμπλακούν σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Ρωσία - μια χώρα που, είτε το θέλουμε είτε όχι, διαθέτει την ικανότητα να δρα σε ολόκληρο το φάσμα των επιχειρήσεων: από χαμηλής έντασης μέχρι πλήρους πολέμου, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία.
Κατά την άποψή μου, στην Ευρώπη υπάρχει εμφανής έλλειψη ετοιμότητας ακόμη και απέναντι στις πιο στοιχειώδεις απειλές. Τα drones αυτά ήταν άοπλα, δεν έφεραν οπλισμό. Κι αν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ούτε τέτοια περιστατικά, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρά κενά στην άμυνα.
Συνεπώς, ναι - υπάρχει λόγος ανησυχίας για την ασφάλεια στην Ευρώπη. Ωστόσο, άλλο η έλλειψη ασφάλειας και άλλο το ενδεχόμενο αυτή να οδηγήσει σε πραγματική σύγκρουση.
Τι αντίκτυπο θα είχε στην πορεία του πολέμου της Ουκρανίας η χρήση όπλων όπως οι αμερικανικοί Tomahawk που ζητά το Κίεβο;
Οι πύραυλοι Tomahawk δεν είναι ένα απλό όπλο. Πρόκειται για ένα σύστημα που έχει τη δυνατότητα να φέρει και πυρηνικές κεφαλές. Συνεπώς, μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο σύγκρουσης, ανεξάρτητα από το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιηθούν συμβατικές κεφαλές, όπως συμβαίνει και με άλλα συστήματα. Η εισαγωγή τους στην Ουκρανία μας οδηγεί σε μια νέα φάση κλιμάκωσης που πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
Δεν πιστεύω ότι η αποστολή Tomahawk στην Ουκρανία - παρότι θα της προσδώσει μεγαλύτερη εμβέλεια και δυνατότητα να πλήξει κρίσιμους ρωσικούς στόχους σε βάθος - θα μπορέσει να ανατρέψει ουσιαστικά την κατάσταση στο πεδίο της μάχης. Δεν θα αλλάξει τη στρατιωτική ισορροπία ούτε θα γείρει την πλάστιγγα ξαφνικά υπέρ της Ουκρανίας. Αντίθετα, εκτιμώ ότι θα εντείνει την ένταση και πιθανότατα θα προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις από τη Ρωσία.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη και τη γεωπολιτική διάσταση αυτής της κίνησης. Οι πύραυλοι Tomahawk δίνονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφήνοντας την Ευρώπη εκτεθειμένη, καθώς η Ρωσία διαθέτει αντίστοιχα συστήματα που θα μπορούσαν να πλήξουν ευρωπαϊκούς στόχους. Μιλάμε βεβαίως για συμβατικά όπλα, όχι για πυρηνική αντιπαράθεση, αλλά το μήνυμα είναι σαφές: η Ευρώπη παραμένει η πιο ευάλωτη πλευρά αυτής της εξίσωσης.
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συζητήσει άμεσα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να αποκτήσει λόγο στις αποφάσεις που την αφορούν άμεσα. Δεν μπορεί η Ουάσιγκτον να προωθεί όπλα και στρατηγικές επιλογές που εκθέτουν την ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ η ίδια μένει προστατευμένη από την απόσταση. Αν οι Ευρωπαίοι συνεχίσουν να υποτάσσονται στη βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών και του προέδρου Τραμπ, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνέπειες αυτής της εξάρτησης. Γιατί, με αυτόν τον τρόπο, η κλιμάκωση αυξάνεται - και το κόστος το πληρώνει η Ευρώπη.
Υπάρχει στασιμότητα στον πόλεμο της Ουκρανίας; Θα μπορούσε να λήξει σύντομα;
Κοιτάξτε, η έννοια της στασιμότητας είναι πάντοτε σχετική. Από τον Νοέμβριο του 2023, πράγματι, η Ρωσία διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι διαθέτει αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να επιτύχει στο πεδίο της μάχης αποτελέσματα τέτοιας κλίμακας που θα υποχρέωναν την Ουκρανία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή να αποδεχθεί τους όρους της Μόσχας.
Παρά την εκτεταμένη κινητοποίηση και τα οπλικά συστήματα που διαθέτει, η Ρωσία δεν φαίνεται ικανή να πετύχει ένα άμεσο και αποφασιστικό αποτέλεσμα.
Επομένως, θεωρώ πιο πιθανό να συνεχιστεί αυτός ο πόλεμος τριβής, όπου ναι μεν η Ρωσία διατηρεί την πρωτοβουλία, αλλά χωρίς την απαραίτητη δυναμική για να οδηγήσει είτε στον τερματισμό του πολέμου προς όφελός της είτε σε μια διαπραγμάτευση υπό τους δικούς της όρους.
Στα ελληνοτουρκικά, θεωρείτε πως έχει αλλάξει η ισορροπία στη «ζυγαριά» Αθήνας - Άγκυρας μετά τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις;
Εγώ δεν θεωρώ ότι οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει ουσιαστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας παραμένουν σταθερά εντός του πλαισίου που έχει διαμορφωθεί από το 1973 και εξελίσσεται μέχρι σήμερα - δηλαδή, με τη συνεχή κλιμάκωση των τουρκικών απαιτήσεων στο Αιγαίο και πλέον και στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της προσπάθειας της Άγκυρας να επιτύχει τις στρατηγικές της επιδιώξεις.
Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί ένας βιώσιμος τρόπος που να οδηγεί σε διαπραγμάτευση ικανή να προσφέρει στις δύο πλευρές ένα σημείο ισορροπίας, μια κοινή βάση για την επίλυση της βασικής διαφοράς - δηλαδή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Η διαφορά αυτή, καλώς ή κακώς, συμπαρασύρει και μια σειρά άλλων ζητημάτων που η Τουρκία θέτει με επιτακτικό τρόπο στο τραπέζι των συνομιλιών.
Κατά τη γνώμη μου, Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές. Από τη μία, να παραμένουν ανοιχτές σε κάθε πολιτική και διπλωματική πρωτοβουλία που μπορεί να συμβάλει στην αποκλιμάκωση και στην εξεύρεση λύσης. Από την άλλη, η Ελλάδα οφείλει να διατηρεί υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε να μπορεί να στηρίξει τις επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης.
Διότι η Τουρκία δεν διστάζει - και αυτό το έχουμε δει επανειλημμένα - όταν η διπλωματία και η πολιτική φτάνουν στα όριά τους, να επιστρατεύει τη στρατιωτική της ισχύ. Και δεν το κάνει μόνο έναντι της Ελλάδας. Το βλέπουμε να συμβαίνει και σε άλλα μέτωπα, όπως στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη και σε άλλες περιοχές όπου επιδιώκει να προωθήσει τα συμφέροντά της.
Τι ρόλο μπορεί να έχει η Ελλάδα, διπλωματικά ή με άλλον τρόπο, στο Ουκρανικό και στη Μέση Ανατολή;
Κοιτάξτε, ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα είναι να υποστηρίξει μια διευθέτηση με πολιτικά και διπλωματικά μέσα, δίνοντας τη δυνατότητα και στις δύο πλευρές – ειδικά στη Μέση Ανατολή, όπου διατηρούμε επαφές και με τις δύο – να βρουν μια γέφυρα επικοινωνίας που θα οδηγήσει σε συμβιβασμό και επίλυση του προβλήματος. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό ξεπερνά τις δυνατότητες και το μέγεθος της Ελλάδας· και ακόμη περισσότερο, υπερβαίνει τις δυνάμεις μας το θέμα της Ουκρανίας.
Στη Μέση Ανατολή πρέπει να κατανοήσουμε ότι η σύγκρουση δεν περιορίζεται στο Ισραήλ και τους Παλαιστινίους. Πρόκειται για μια πολύ ευρύτερη αντιπαράθεση, που εμπλέκει το Ιράν, την Τουρκία, και άλλες δυνάμεις της περιοχής. Κατά την άποψή μου, πρόκειται ουσιαστικά για μια σύγκρουση πολιτισμών. Ο βασικός στόχος πολλών αραβικών χωρών – είτε το παραδέχονται ανοιχτά είτε όχι – είναι, σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις ίδιες τους τις κοινωνίες, η εξάλειψη του Ισραήλ από τον χάρτη.
Άρα μιλάμε για τεράστιο ζήτημα, γιατί εάν το Ισραήλ πάψει να υπάρχει στην περιοχή, τότε η Δύση και ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως ηγέτιδα δύναμη αυτής, θα χάσουν την παρουσία και την επιρροή τους σε έναν χώρο υψίστης γεωστρατηγικής σημασίας. Η Μέση Ανατολή δεν είναι μια απλή περιοχή: είναι ο κόμβος που συνδέει την Αφρική με την Ευρώπη και την Ασία, ενώνει τον Ινδικό Ωκεανό με τη Μεσόγειο, και αποτελεί κρίσιμο τμήμα του σύγχρονου δρόμου του Μεταξιού, που ενώνει την Άπω Ανατολή με την Ευρώπη και την Αφρική.
Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμπράξει εποικοδομητικά με τις δύο πλευρές, συμβάλλοντας στην αναζήτηση μιας λύσης. Όμως, το «παιχνίδι» είναι πολύ μεγαλύτερο από τις δυνατότητές μας.
Το Politico ανέφερε σε πρόσφατο δημοσίευμά του ότι μέχρι το 2030 η Ευρώπη θα είναι έτοιμη για πόλεμο με τη Ρωσία. Συμφωνείτε;
Η Ευρώπη δεν διαθέτει σήμερα τις απαραίτητες δυνατότητες, ούτε πρόκειται μέχρι το 2030 να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Η άμυνά της, ιδίως απέναντι σε συγκρούσεις υψηλής έντασης – δηλαδή σε έναν πόλεμο ευρείας κλίμακας – βασίζεται στη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, κάτι που διασφαλίζεται μέσω του NATO.
Μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε προσανατολιστεί στις λεγόμενες αποστολές του Petersburg, δηλαδή σε επιχειρήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα: παρεμβάσεις μεταξύ αντιμαχόμενων πλευρών, εκκένωση αμάχων, ή στην πιο απαιτητική μορφή τους, παρεμβολή για τον διαχωρισμό δύο εμπόλεμων μερών. Όλα τα υπόλοιπα, όμως, γίνονται με μέσα και δυνατότητες του NATO. Δεν είναι τυχαίο ότι στο σημαντικό στρατηγείο της Μονς στο Βέλγιο υπάρχει Ευρωπαίος υπαρχηγός, ώστε η ΕΕ να συμμετέχει και να υποστηρίζεται στο πλαίσιο αυτό.
Ωστόσο, πέρα από τις στρατηγικές προθέσεις, η ουσία είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει τις στρατιωτικές ικανότητες για να αντιμετωπίσει μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία με τα μέσα που έχει σήμερα – και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην Ουκρανία.
Για παράδειγμα, δεν έχει αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα τέτοιας κλίμακας ώστε να αποτρέψει πλήγματα στο ευρωπαϊκό έδαφος με υπερηχητικούς πυραύλους, βαλλιστικά όπλα ή drones μεγάλης εμβέλειας, όπως αυτά που διαθέτει η Ρωσία.
Χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ευρώπη δεν μπορεί να καλύψει αυτά τα κενά. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της πρόκλησης: Η αντιπυραυλική άμυνα απαιτεί δορυφορικούς αισθητήρες που εντοπίζουν εκτοξεύσεις πυραύλων – είτε βαλλιστικών, είτε πυραύλων πλεύσης (cruise) είτε drones – ώστε να κατευθύνουν τα κατάλληλα μέσα αναχαίτισης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει τέτοιες δυνατότητες - τις έχουν μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Απαιτούνται ιπτάμενα ραντάρ, διαστημικά ραντάρ και ένα πλήθος τεχνολογιών που η ΕΕ δεν προλαβαίνει να αναπτύξει έως το 2030.
Γι’ αυτό τίθεται το ερώτημα: Αξίζει να επενδύσει η Ευρώπη τεράστια ποσά για να αποκτήσει δυνατότητες που ήδη διαθέτουν οι ΗΠΑ; Ίσως χρειάζεται μια σοβαρή και ανοιχτή συζήτηση με την Ουάσινγκτον: αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προτίθενται να υποστηρίξουν άμεσα την ευρωπαϊκή άμυνα, θα μπορούσαν, έστω «επ’ ενοικίω», να παραχωρήσουν κάποιες δυνατότητες για την αντιμετώπιση ρωσικών ή άλλων απειλών.
Αυτά είναι μεγάλα ζητήματα που πρέπει να τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δυστυχώς, η εικόνα που είδαμε μετά τη σύνοδο της Αλάσκας, όπου πέντε-έξι Ευρωπαίοι ηγέτες πήγαν στον Λευκό Οίκο και απλώς παρακολουθούσαν τον πρόεδρο Τραμπ, δείχνει ότι η Ευρώπη ούτε σχέδιο έχει, ούτε τη βούληση να χαράξει μια αυτόνομη πορεία. Δεν φαίνεται να λέει: «Κύριοι, αυτό είναι το όραμά μας για την ήπειρό μας».
Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση στερείται ηγεσίας. Σε αντίθεση με το NATO, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν ηγετικό ρόλο, στην Ευρώπη δεν υπάρχει η δύναμη με την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική βαρύτητα να καθοδηγήσει τους υπόλοιπους προς μια κοινή κατεύθυνση. Έτσι, όλα παραμένουν σε εθνικό επίπεδο, ειδικά στα ζητήματα υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει συνοχή και ενιαία αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.