Πριν από χιλιάδες χρόνια, άκμαζε στην Ελλάδα ο Μυκηναϊκός πολιτισμός. Ένας πολιτισμός ακούραστων πολεμιστών, οι οποίοι δημιούργησαν τα πρώτα μεγάλα ανακτορικά κέντρα και τις πρώτες σπουδαίες αρχαίες πόλεις της ηπειρωτικής χώρας. Βασιλιάδες εκείνης της εποχής, αναφέρονται στα έπη του Ομήρου και ακροβατούν ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα.
Με κέντρα διασκορπισμένα σε διάφορες γωνιές της χώρας, μέχρι σήμερα ανακαλύπτονται θέσεις που προσφέρουν νέα ευρήματα και πληροφορίες για αυτούς τους ανθρώπους της Προϊστορίας.
Σε ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά νησιά του Σαρωνικού κόλπου, την Σαλαμίνα, ένας εξερευνητικός περίπατος, οδήγησε σε μια νέα ανακάλυψη. Ξεχασμένα εδώ και αιώνες, κρυμμένα μέσα στην βλάστηση, κείτονταν τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης. Μιας άγνωστης αρχαίας Ακρόπολης…
Η ανασκαφή σε εκείνο το σημείο της νοτιοδυτικής Σαλαμίνας, στην περιοχή Κανάκια, διεξάγεται μέχρι σήμερα και συνεχίζει να φέρνει στο φως όλο και περισσότερα στοιχεία για την κοινότητα του μυκηναϊκού αυτού κέντρου.
Περισσότερα για την έρευνα μαθαίνουμε από τον Γιάννο Λώλο, καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας και υπεύθυνο της ανασκαφής, ο οποίος μίλησε στο Liberal και την Ίλια Πορίκη.
Συνέντευξη στην Ίλια Πορίκη
Τι ήταν αυτό που οδήγησε στην έναρξη έρευνας στο συγκεκριμένο σημείο; Υπήρχαν στοιχεία που μαρτυρούσαν την ύπαρξη ακρόπολης;
Ανακαλύψαμε την συγκεκριμένη θέση τον Ιούνιο του 1999 στην διάρκεια μία απλής αρχαιολογικής οδοιπορίας σε δασώδη έκταση, αδόμητη ευτυχώς, στην περιοχή των Κανακίων, στην νοτιοδυτική πλευρά της Σαλαμίνος.
Σε όλη την έκταση του παραθαλάσσιου αυτού υψώματος, ανάμεσα σε πεύκα, αγιριελιές, σχίνα, ασπαλάθους και άλλα φυτά, ήσαν ορατά διάφορα στοιχεία, λιθοσωροί, ίχνη θεμελιώσεων τοίχων, ενώ στην επιφάνεια του εδάφους υπήρχαν, σε διασπορά, θραύσματα αγγείων (όστρακα), όλα ανεξαιρέτως της Μυκηναϊκής εποχής. Εκτιμήσαμε ότι επρόκειτο για άγνωστο, εκτεταμένο και ‘άθικτο’ μέχρι τότε σημαντικό Μυκηναϊκό ερειπιώνα. Η συστηματική ανασκαφή του από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, υπό την διεύθυνσή μου, άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2000 και συνεχίζεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα, 25 χρόνια τώρα, με Υποδιευθύντρια από το 2010 την Δρα Χριστίνα Μαραμπέα.
Με βάση τα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας, σε τι συμπεράσματα έχετε καταλήξει για την οικονομική και εμπορική κατάσταση του μυκηναϊκού αυτού κέντρου;
Από την συνεκτίμηση των ευρημάτων της 25ετούς ανασκαφής και των πληροφοριών που αντλούνται από τα κείμενα της Μυκηναϊκής (Γραμμικής Β) Γραφής από τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα και τα Έπη του Ομήρου και του Ησιόδου προκύπτει ότι η οικονομία αυτού του νησιωτικού Μυκηναϊκού κέντρου βασιζόταν στην: γεωργία, κτηνοτροφία και συναφή δραστηριότητα, υλοτομία, ρητινοσυλλογή, μελισσοκομία και εν γένει θαλάσσια δραστηριότητα (αλιευτική, ανταλλακτική-εμπορική και πειρατική).

Σαλαμίς, Κανάκια. Άποψη της πύλης του Ανατολικού Συγκροτήματος, από τα βορειοδυτικά (φωτ. Ν. Γαβριήλ)
Πόση δύναμη πιστεύετε ότι είχε σε σχέση με τα άλλα γνωστότερα μυκηναϊκά κέντρα εκείνης της εποχής (σε σύγκριση π.χ. με την Πύλο και την Θήβα);
Πρόκειται για ένα από τα ελάσσονα ανακτορικά κέντρα στον πολιτικό χάρτη της Μυκηναϊκής Ελλάδος του 13ου αι. π.Χ., όσον αφορά στην ισχύ και εμβέλειά του, σε σύγκριση με τα μείζονα κέντρα των Μυκηνών/Τίρυνθος, Λακεδαίμονος, Πύλου, Αθηνών και Θηβών, τα οποία ελέγχουν απείρως μεγαλύτερες και ευφορότερες περιοχές, με δυνατότητες σώρευσης πλεονάσματος και πλούτου.
Είναι το κέντρο ενός μικρού ναυτικού βασιλείου (της Σαλαμίνος), με λιγότερο σύνθετες παραγωγικές δομές και μορφές κοινωνικο-οικονομικής και αρχειακής οργάνωσης. Αντίστοιχη περίπτωση, μπορεί να θεωρηθεί το ναυτικό βασίλειο του κεντρικού Ιονίου, με έδρα (του Οδυσσέως), όπως εκτιμούμε, την βορειοδυτική Ιθάκη.

Σαλαμίς, Κανάκια. Άποψη του κορυφαίου τμήματος της ακρόπολης από τα νότια (φωτ. Ε. Κρουστάλης)
Με ποιες περιοχές του Αιγαίου, αλλά και της Μεσογείου γενικότερα, είχε αναπτύξει το νησί εμπορικές σχέσεις όσο βρισκόταν στην ακμή του;
Τεκμηριώνονται πληρέστατα σχέσεις και ανταλλαγές του Μυκηναϊκού κέντρου των Κανακίων, κατά την ακμαιότερη φάση του, με όμορες περιοχές (Αττική, Αίγινα, Κόρινθο-βορειοανατολική Πελοπόννησο), Κρήτη, άλλα, πιθανότατα, ακόμη και με μακρινότερες στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρο, Αίγυπτο) .
Προκύπτουν από την ενδελεχή μελέτη και δημοσίευση, από την Δρα Χρ. Μαραμπέα, μεγάλου όγκου κεραμεικής από τα κτηριακά συγκροτήματα της ακρόπολης, αλλά και από την θεώρηση μεμονωμένων ευρημάτων εξαιρετικής σημασίας, σε συνδυασμό με αρχαιομετρικές αναλύσεις.
Η Ακρόπολη έχει χτιστεί στην περιοχή των Κανακίων, δηλαδή στα νοτιοδυτικά του νησιού και «κοιτάει», θα μπορούσαμε να πούμε, προς την Πελοπόννησο και τις Μυκήνες. Αυτή πιστεύετε ότι ήταν μια τυχαία γεωγραφική επιλογή;
Το οικιστικό κέντρο των Κανακίων είναι παλαιότατο, ήδη από την Τελική Νεολιθική περίοδο (4η χιλιετία π.Χ.) και στην συνέχεια στην Εποχή του Χαλκού (από το 3200/3000 π.Χ. και μετά) και αναδείχθηκε σε ακμαίο τοπικό κέντρο κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, συγκεκριμένα κατά το διάστημα από τα τέλη του 14ου/αρχές του 13ου αι. π.Χ. μέχρι τα τέλη του 13ου/αρχές του 12ου αι. π.Χ., δηλαδή μέχρι περίπου το 1200 π.Χ.
Είναι ιδρυμένο σε σημείο με τοπογραφικά-στρατηγικά πλεονεκτήματα, στην περιοχή του Όρμου των Κανακίων στην νοτιοδυτική ακτή του νησιού, με δυνατότητα εποπτείας και ελέγχου των θαλάσσιων οδών του δυτικού Σαρωνικού και άμεσης πρόσβασης (ή προσβολής) στις απέναντι Αττικές και Πελοποννησιακές ακτές, και σε απόσταση από τις θαλάσσιες και έναντι χερσαίες περιοχές στα βορειοανατολικά και ανατολικά της Σαλαμίνος, όπου φαίνεται ότι είχε κύριο ρόλο το Μυκηναϊκό ανάκτορο-κράτος των Αθηνών (υπό τον Μενεσθέα, σύμφωνα με την Επική παράδοση)
Εντυπωσιάζει, τέλος, το στοιχείο ότι σε σωζόμενο απόσπασμα του, μεταγενεστέρου βέβαια, Ησιόδειου έργου Γυναικών Κατάλογος, ο ζωτικός ‘πειρατικός’ χώρος του Τελαμώνιου Αίαντος προσδιορίζεται ακριβώς στον ευρύτερο δυτικό Σαρωνικό.
Πώς ερμηνεύετε την εύρεση του χάλκινου ελάσματος από φολιδωτή πανοπλία ανατολικού τύπου, σφραγισμένο με το όνομα του Φαραώ Ραμσή Β’, το οποίο έχει χαρακτηριστεί μοναδικό; Γιατί να βρεθεί εκεί; Τι σημαίνει αυτό για την κοινότητα της Ακρόπολης;
Αυτό το εξαιρετικό εύρημα, από τα σημαντικότερα της ανασκαφής, ανήκει σε ένα μικρό ‘ταπεινό’ σύνολο, μία απόκρυψη χάλκινων εργαλείων και ελασμάτων, που διατηρήθηκε σε σημείο στο δάπεδο ενός χώρου κτηρίου του Ανατολικού Συγκροτήματος της ακρόπολης.
Η χάλκινη φολίδα, προερχόμενη από πανοπλία Ανατολικού τύπου (μία, να σκεφθείτε, από τις 300-400 τέτοιες της εξωτερικής επένδυσης ενός θώρακα!) είναι η τρίτη του είδους που έχει βρεθεί στην Ελλάδα, οι άλλες δύο είναι από τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Είναι η μόνη σφραγισμένη με δέλτο (cartouche) Αιγυπτίου Φαραώ (του μεγάλου Ραμσή Β΄, με διάστημα βασιλείας του 1279-1213 π.Χ.) μέσα στο σύνολο τέτοιων φολίδων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού από διάφορες θέσεις στην Κύπρο, Αίγυπτο και Εγγύς Ανατολή.
Ακριβώς λόγω της μοναδικότητάς του, η ερμηνεία του αντικειμένου είναι πολύ δύσκολη. Μπορεί να ήταν λάφυρο, αναμνηστικό ή παράσημο. Πιστεύουμε ότι είναι πιθανόν να έφθασε στην παραλιακή ακρόπολη του Σαρωνικού από κάποιον Μυκηναίο (Σαλαμίνιο) μισθοφόρο που μπορεί να είχε συμμετάσχει σε κάποια στρατιωτική επιχείρηση σε μακρινό τόπο στην Ανατολική Μεσόγειο, ενδεχομένως σε κάποια από τις συγκρούσεις μεταξύ Αιγυπτίων και Χετταίων.

Σαλαμίς, Κανάκια. Χάλκινη φολίδα πανοπλίας ανατολικού τύπου σφραγισμένη με τη δέλτο του Φαραώ Ραμσή Β΄ (φωτ. Χρ. Μαραμπέα)
Η εγκατάλειψή του κέντρου οφείλεται και συνδέεται άμεσα με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων;
Όπως συμβαίνει με άλλα μεγάλα και μικρότερα οικιστικά κέντρα, η εγκατάλειψη και επακόλουθη ερήμωση της ακρόπολης (και πόλης) των Κανακίων εντάσσεται απόλυτα στον ορίζοντα της πτώσης των Μυκηναϊκών ανακτόρων, γύρω στο 1200 π.Χ., με την κατάρρευση της συγκεντρωτικής ανακτορικής εξουσίας και οικονομίας και του υπερπόντιου θαλάσσιου εμπορίου, που έχει αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες (φυσικές καταστροφές, εξωτερικές επιδρομές, αναταραχές). Εδώ δεν διαπιστώνεται καταστροφή από σεισμό ή εκτεταμένη πυρκαϊά, αλλά μαζική, ολοκληρωτική φυγή του πληθυσμού προς ασφαλέστερα μέρη στα ενδότερα του νησιού (στο οροπέδιο του Γκίνανι και αλλού). Επρόκειτο κυριολεκτικά για έξοδο, εν όψει μέγιστου κινδύνου, οφειλόμενου πιθανότατα στην δράση των διαβόητων πειρατικών ‘Λαών της Θάλασσας’, που αναφέρονται σε Αιγυπτιακές γραπτές πηγές της εποχής. Ο τόπος ερημώθηκε. Δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Στα χρόνια του Στράβωνος (1ο αι. π.Χ.-1ο αι. μ.Χ.) κάποια ερείπια της πόλης του Αίαντος θα ήταν ακόμη ορατά στο τοπίο και σίγουρα ‘ζωντανά’ μέσα από την προφορική παράδοση.
Αναφέρεται, ότι η θέση ταυτίζεται με την αρχαιότερη πρωτεύουσα του ναυτικού βασιλείου της Σαλαμίνας και ως εκ τούτου με τα ανάκτορα του Ομηρικού ήρωα και βασιλιά του νησιού Αίαντα. Ποια είναι η δική σας άποψη πάνω σε αυτό;
Αυτή, ακριβώς, είναι η άποψη που έχουμε διατυπώσει από το 2006. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την θέση, την έκταση και την ιεραρχική οργάνωση της ακρόπολης με τα κορυφαία κτηριακά συγκροτήματα, σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες για τις θαλάσσιες επικοινωνίες και τις εξωτερικές σχέσεις της, η μεγάλη Μυκηναϊκή οικιστική εγκατάσταση των Κανακίων μπορεί με ασφάλεια να ταυτισθεί με την αρχαίαν πόλιν, δηλαδή την παλαιότερη πρωτεύουσα της νήσου, που αναφέρεται από την γεωγράφο Στράβωνα (ΙΧ 1.9) ως έρημος στην εποχή του, αλλά και σε Αθηναϊκό ψήφισμα των χρόνων του Αυγούστου (του ύστερου 1ου αι. π.Χ.) από την Ακρόπολη των Αθηνών (IG II 2, 1035). Πρόκειται για την πρωτεύουσα του ναυτικού βασιλείου της Σαλαμίνος, γνωστού από την Επική παράδοση, την έδρα της δυναστείας των Αιακιδών και του διασημότερου εκπροσώπου της, του Τελαμώνιου Αίαντος, και επίσης μητρόπολη της Σαλαμίνος της Κύπρου, με πρώτο οικιστή, σύμφωνα με τον θρύλο, τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Τεύκρο.
Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής στο σημείο, έχουν αποκαλύψει στοιχεία που αναιρούν ή ανανεώνουν τα μέχρι τώρα συμπεράσματα για τον μυκηναϊκό κόσμο;
Με την έρευνα της Μυκηναϊκής ακρόπολης των Κανακίων και του Μυκηναϊκού λατρευτικού συστήματος στα νοτιοανατολικά της (στην θέση Πυργιακόνι) τεκμηριώνεται αρχαιολογικά, για πρώτη φορά, ένα από τα μικρότερα (‘δευτερεύοντα’) ανακτορικά κέντρα, ενώ προσφέρονται πολύτιμα στοιχεία για την κατανόηση της δομής της ανακτορικής εξουσίας στην Ελλάδα του 13ου αι. π.Χ.
Η ανακτορική εξουσία (και οικονομία) αποδεικνύεται ασύμμετρη, ιεραρχημένη σε μεγάλα και μικρότερα ανάκτορα-κράτη, με ενιαία συμβολική έκφραση, αλλά με διαφοροποιημένο αποτύπωμα στον υλικό πολιτισμό που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές. Η εικόνα αυτή βρίσκει αντανάκλαση και στον περίφημο Κατάλογο των Πλοίων των Ελλήνων αρχηγών στην Β Ραψωδία της Ιλιάδος.
