Η Ελισάβετ Κυρτσόγλου, καθηγήτρια πολιτικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη Μεγάλη Βρετανία, αναλύει πώς παράγοντες όπως το Brexit, η κρίση του NHS, η άνοδος του Reform UK και αδυναμία της κυβέρνησης Στάρμερ να υλοποιήσει τις υποσχέσεις της αναδεικνύουν τις ρωγμές στη σχέση πολίτη-κράτους και την κατάρρευση των παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων, στα συντρίμμια των οποίων ο λαϊκισμός βρίσκει νέο έδαφος.
Συνέντευξη στη Μαρία Κέντη Κρανιδιώτη
Πώς θα περιγράφατε το σημερινό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα στη Μεγάλη Βρετανία;
Θα το περιέγραφα ως ένα κλίμα παρατεταμένης κόπωσης και βαθιάς δυσπιστίας, όπου η κοινωνία αισθάνεται ότι οι πολιτικές υποσχέσεις δεν μεταφράζονται σε πραγματικές βελτιώσεις. Η κυβέρνηση Στάρμερ εκλέχθηκε με ένα πρόγραμμα κοινωνικής ενίσχυσης, ισχυρότερου NHS και πιο δίκαιης ανάπτυξης. Ωστόσο, το κόστος ζωής παραμένει υψηλό, το NHS πιέζεται ασφυκτικά και το μεταναστευτικό έχει επιστρέψει ως κεντρικός παράγοντας κοινωνικής ανησυχίας. Η αίσθηση ότι «η χώρα δεν κινείται» και ότι «το σύστημα δεν δουλεύει» ούτε για τα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, ούτε για τη μεσαία, τάξη τροφοδοτεί την άνοδο αντισυστημικών και λαϊκιστικών φωνών. Σε αυτό το πλαίσιο το Reform UK προηγείται πλέον με διψήφιες διαφορές σε πολλές δημοσκοπήσεις.
Η Βρετανική κοινωνία αναζητά σταθερότητα, αποτελέσματα και σοβαρή διακυβέρνηση. Όσο αυτά δεν έρχονται, ο λαϊκισμός βρίσκει έδαφος και το πολιτικό θερμόμετρο παραμένει υψηλό.
Τι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές παρατηρείτε στη χώρα τα τελευταία χρόνια; Το Brexit είναι σύμπτωμα ή αιτία;
Θα έλεγα ότι το Brexit υπήρξε ταυτόχρονα σύμπτωμα υπαρκτών κοινωνικών ανισοτήτων και αιτία σημαντικών μεταβολών. Πριν από το 2016, η Βρετανία είχε ήδη ισχυρές περιφερειακές ανισότητες, αποβιομηχάνιση και βαθιά δυσπιστία προς το πολιτικό κατεστημένο. Υπό αυτή την έννοια, το Brexit εξέφρασε μια ψήφο διαμαρτυρίας από περιοχές που ένιωθαν ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Ωστόσο, οι συνέπειες του Brexit έχουν πλέον μετρήσιμο οικονομικό κόστος. Οι περισσότερες αναλύσεις συγκλίνουν ότι το ΑΕΠ είναι σήμερα χαμηλότερο απ’ όσο θα ήταν χωρίς την έξοδο από την ΕΕ, λόγω χαμηλότερων επενδύσεων, δυσχέρειας στις οικονομικές συναλλαγές και μειωμένης παραγωγικότητας. Οι καθημερινές επιπτώσεις φαίνονται στην πίεση των νοικοκυριών και στην αίσθηση ότι η χώρα κινείται πιο αργά από όσο επιτρέπει το διεθνές περιβάλλον.
Η πιο ενδιαφέρουσα επίπτωση όμως, αφορά το μεταναστευτικό. Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα του Brexit ήταν ότι η χώρα θα «ανακτήσει τον έλεγχο των συνόρων της». Στην πράξη συνέβη το αντίθετο: το Ηνωμένο Βασίλειο έχασε το δικαίωμα επιστροφών και την πρόσβαση στα Ευρωπαϊκά συστήματα ασφαλείας, η μετανάστευση αυξήθηκε, άλλαξε προέλευση και έγινε πιο δύσκολο να ελεγχθεί θεσμικά. Η Βρετανία δέχεται σήμερα λιγότερους μετανάστες από την ΕΕ και περισσότερους από τρίτες χώρες. Ενώ όμως Ευρωπαίοι μετανάστες κάλυπταν άμεσα κενά στην αγορά εργασίας με νόμιμο τρόπο, οι αιτούντες άσυλο από τρίτες χώρες είναι πιο δύσκολο να ενταχθούν πολιτισμικά, χρειάζονται περισσότερη κατάρτιση, περισσότερους δημόσιους πόρους και συμβάλλουν περισσότερο στην παραοικονομία.
Πώς έχουν επηρεάσει οι πολιτικές γύρω από το NHS και άλλες δημόσιες υπηρεσίες τη σχέση πολίτη–κράτους;
Το NHS είναι ο καθρέφτης της βρετανικού κοινωνικού συμβολαίου και ο καθρέφτης αυτός έχει υποστεί ρωγμές. Για δεκαετίες το NHS ενσάρκωνε την ιδέα ότι, παρά τις δυσκολίες, το κράτος βρισκόταν στο πλευρό του πολίτη. Σήμερα όμως το σύστημα λειτουργεί υπό ασφυκτική πίεση: τεράστιες λίστες αναμονής, ελλείψεις προσωπικού, κλειστά τμήματα και υγειονομικές δομές που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Η εικόνα αυτή έχει αρχίσει να διαβρώνει όχι μόνο την εμπιστοσύνη προς τις κυβερνήσεις, αλλά και την ίδια τη σχέση πολίτη-κράτη.
Νοσηλευτές συμμετέχουν σε διαμαρτυρία έξω από το νοσοκομείο St. Thomas’ στο Λονδίνο, στις 15 Δεκεμβρίου 2022. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία του Royal College of Nursing, με έως και 100.000 μέλη να αποχωρούν από 65 οργανισμούς του NHS. (AP Photo/Kin Cheung)
Η κυβέρνηση Στάρμερ υποσχέθηκε τη σωτηρία του NHS. Ωστόσο, η πραγματικότητα που βιώνει ο μέσος πολίτης είναι ένα σύστημα σε μόνιμη κρίση. Τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι ελάχιστα και οι ανάγκες τεράστιες. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα αντίφασης: οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν υψηλότερους φόρους ή εισφορές, αλλά δεν βλέπουν την παραμικρή αισθητή βελτίωση στις υπηρεσίες που χρησιμοποιούν.
Κάπως έτσι, η σχέση πολίτη-κράτους γίνεται πιο κυνική και εργαλειακή. Το NHS πάντα λειτουργούσε ως ο συνεκτικός ιστός της κοινωνίας. Όταν όμως αυτός ο ιστός αρχίζει να φθείρεται, η πολιτική φθορά δεν περιορίζεται στην εκάστοτε κυβέρνηση. Επεκτείνεται στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Και αυτή είναι η βαθύτερη κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η Βρετανία.
Με αφορμή τις αντιδράσεις για τον προϋπολογισμό, ποια είναι στην πράξη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κυβέρνηση Στάρμερ και τις προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις;
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κυβέρνηση Στάρμερ και τις προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις είναι πολύ λιγότερο ιδεολογική και πολύ περισσότερο λειτουργική. Παρά τη ρητορική περί «δικαιότερης ανάπτυξης» και ενίσχυσης των δημοσίων υπηρεσιών, ο προϋπολογισμός κινείται μέσα σε σφιχτά δημοσιονομικά πλαίσια, χωρίς περιθώριο για τις παρεμβάσεις που οι Εργατικοί είχαν υποσχεθεί. Οι επικείμενες αυξήσεις φόρων στα μεσαία στρώματα την ώρα που δεν διαφαίνεται άμεση βελτίωση στην καθημερινότητα, ενισχύουν το κύμα δυσαρέσκειας.
Σε σχέση με τους Τόρις, η διαφορά θυμίζει περισσότερο μετατόπιση τόνων παρά ουσιαστική πολιτική ρήξη. Οι Εργατικοί εμφανίζονται πιο «κοινωνικοί» και τεχνοκρατικοί, αλλά καταλήγουν να εφαρμόζουν πολιτικές που σε μεγάλο βαθμό μοιάζουν με των προκατόχων τους. Ακόμη κι αν δεν το επιθυμούν πολιτικά, δεσμεύονται στην ουσία από τους ίδιους περιορισμούς. Και εδώ βρίσκεται το σημείο στο οποίο ο Στάρμερ δέχεται την πιο ισχυρή κριτική: ο κόσμος δεν περίμενε έναν αριστερό επαναστάτη. Περίμενε έναν κεντρώο μεταρρυθμιστή, ικανό να δώσει ρυθμό, συνοχή και καθαρές προτεραιότητες.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα λοιπόν είναι η ποιότητα του κυβερνητικού μηχανισμού. Το τελευταίο διάστημα έχει φανεί μια σοβαρή έλλειψη συντονισμού: διπλά μηνύματα, εσωτερικές τριβές, συνεχείς διαρροές από συνεργάτες του Πρωθυπουργού, δημόσιες διαφωνίες μεταξύ υπουργών και ανοιχτές συγκρούσεις ανάμεσα σε πρόσωπα-κλειδιά στο επιτελείο της Downing Street.
Αυτά δεν πλήττουν απλώς την εικόνα της κυβέρνησης. Υπονομεύουν την ίδια την ικανότητά της να προωθήσει μεταρρυθμίσεις σε ένα περιβάλλον που απαιτεί σαφή κατεύθυνση και σταθερό χέρι.
Γιατί οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Εργατικούς γύρω ή κάτω από το 20% και τον Στάρμερ τόσο αντιδημοφιλή;
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι ο κορμός της κριτικής προς τον Στάρμερ προέρχεται από τους κεντρώους που περίμεναν περισσότερη αποτελεσματικότητα. Η πτώση των Εργατικών οφείλεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: προσδοκίες, ρυθμό και συντονισμό.
Οι πολίτες περίμεναν ότι μια νέα κυβέρνηση θα έφερνε σύντομα ορατές αλλαγές στην καθημερινότητά. Αντ’ αυτού βλέπουν οικονομική πίεση, στασιμότητα στην ποιότητα των υπηρεσιών και περιορισμένες παρεμβάσεις που δεν δικαιολογούν το βάρος της φορολογίας. Ακόμη και όπου υπάρχουν μεταρρυθμιστικές προθέσεις, η εφαρμογή τους προχωρά αργά και αποσπασματικά. Στη σημερινή συγκυρία, ο αργός ρυθμός ισοδυναμεί με πολιτικό κόστος.
Το πρόβλημα ηγεσίας και συντονισμού που ανέφερα νωρίτερα είναι ίσως το πιο καθοριστικό. Αυτή η εικόνα αποδιοργάνωσης πλήττει άμεσα το κύρος του Στάρμερ που παρουσιάζεται αδύναμος να επιβάλει ενιαία γραμμή και σαφή κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι ότι το Reform UΚ κεφαλαιοποιεί την κοινωνική απογοήτευση. Η κρίση δεν είναι τόσο ιδεολογική. Είναι κυρίως κρίση αποτελεσματικότητας και συνοχής που δίνει τροφή στον λαϊκισμό.
Ποιοι κοινωνικοί παράγοντες τροφοδοτούν τον λαϊκισμό και τον λόγο του Φάρατζ; Τι «πουλάει»;
Ο λόγος του Φάρατζ βρίσκει ακροατήριο εκμεταλλευόμενος πραγματικές, υλικές ανασφάλειες, τις οποίες παρουσιάζει με μια εξαιρετικά απλουστευμένη, διχαστική αφήγηση. Πρώτον, η οικονομική ανασφάλεια σε περιοχές που έχασαν βιομηχανικές θέσεις εργασίας, με πληθυσμούς χαμηλόμισθους που έχουν ελάχιστες προοπτικές κοινωνικής ανέλιξης, νιώθουν ότι το πολιτικό σύστημα τις έχει εγκαταλείψει. Οι πολίτες αυτοί δεν βλέπουν βελτίωση εδώ και χρόνια, ανεξαρτήτως κυβέρνησης.
Ο Νάιτζελ Φάρατζ μιλά κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Λονδίνο, τη Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025. (AP Photo/Kin Cheung)
Δεύτερον, η πολιτισμική αβεβαιότητα. Οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές έφεραν ταχύτατες αλλαγές στη σύνθεση των τοπικών κοινωνιών, δημιουργώντας ένα υπόβαθρο βαθιάς ανησυχίας για την πολιτισμική ταυτότητα της κοινωνίας. Ο Φάρατζ εκμεταλλεύεται το αφήγημα της πολιτισμικής απειλής, υπεκφεύγοντας όμως των δικών του ευθυνών για το Brexit, που όχι μόνο δεν βελτίωσε αλλά συνέτεινε στην αύξηση των μεταναστευτικών ροών.
Τρίτον, η κρίση εμπιστοσύνης προς τα παραδοσιακά κόμματα: Συντηρητικοί και Εργατικοί κατηγορούνται ότι υποσχέθηκαν πολλά και παρέδωσαν λίγα. Από αυτό το κενό προκύπτει ο χώρος για όσους υπόσχονται γρήγορες λύσεις. Ο Φάρατζ προσφέρει ψυχολογική ανακούφιση στους πολίτες μεταθέτοντας τις ευθύνες στις ‘ελίτ’ και υπεραπλουστεύοντας την πραγματικότητα στα ζητήματα οικονομίας και κοινωνικής συνοχής.
Αυτό δεν είναι αποκλειστικά βρετανικό φαινόμενο. Το βλέπουμε πλέον σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: όταν τα κεντρώα, μετριοπαθή κόμματα δεν προσφέρουν πειστικές, ρεαλιστικές λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας, αφήνουν χώρο στις λεγόμενες αντισυστημικές δυνάμεις να μονοπωλήσουν τη γλώσσα της «λαϊκής οργής». Η περίπτωση του Φάρατζ είναι χαρακτηριστική αυτής της δυναμικής. Ο λαϊκισμός απειλεί να ρίξει τη Βρετανία σε μια πολιτική δίνη από την οποία θα δυσκολευτεί πολύ να βγει.
Πώς έχει αλλάξει το νόημα «Δεξιάς» και «Αριστεράς» στη Βρετανία;
Στη σημερινή Βρετανία, οι παραδοσιακές κατηγορίες «Δεξιά-Αριστερά» έχουν σε μεγάλο βαθμό αποδιαρθρωθεί, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτισμικό επίπεδο.
Στο οικονομικό πεδίο, οι Εργατικοί του Στάρμερ εφαρμόζουν μια πολιτική περισσότερο προσανατολισμένη στην ευρωπαϊκή δημοσιονομική σύνεση. Αποφεύγουν τις μεγάλες δαπάνες, κινούνται με ιδιαίτερη προσοχή απέναντι στις αγορές και διστάζουν να προχωρήσουν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις χωρίς πλήρη κοστολόγηση. Από την άλλη πλευρά, το Reform UK υιοθετεί ρητορική «υπεράσπισης των απλών ανθρώπων», αλλά χωρίς καμία κοστολόγηση. Το Reform UK προσφέρει λαϊκιστική παρηγοριά, αλλά όπως είδαμε και στην περίπτωση του Brexit, οι προτάσεις του αφ’ ενός δεν είναι υλοποιήσιμες και αφ’ ετέρου αν υλοποιούνταν δεν θα έφερναν τα υπεσχημένα αποτελέσματα.
Στο πολιτισμικo-αξιακό επίπεδο, το βασικό δίπολο δεν είναι πλέον «Δεξιά-Αριστερά», αλλά «ανοιχτό-κλειστό», «κοσμοπολίτικο-εθνοκεντρικό», «φιλελεύθερο–συντηρητικό». Έτσι συναντά κανείς ψηφοφόρους με «αριστερή» οικονομική σκέψη αλλά «δεξιές» θέσεις ταυτότητας και ασφάλειας και το αντίστροφο. Το Brexit επιτάχυνε αυτή τη μετατόπιση, μετατρέποντας την πολιτική σε αντιπαράθεση ταυτοτήτων περισσότερο, παρά οικονομικών προγραμμάτων.
Διαδηλωτές συγκεντρώνονται έξω από το Bell Hotel στο Epping, κοντά στο Λονδίνο, την Κυριακή 31 Αυγούστου 2025, μετά την ανατροπή προσωρινής διαταγής που θα εμπόδιζε τη φιλοξενία αιτούντων άσυλο στο ξενοδοχείο. (AP Photo/Alberto Pezzali)
Υπάρχει όμως και ένα ιδιαίτερο παράδοξο: παρότι μεγάλο μέρος της βρετανικής κοινωνίας είδε στην πράξη ότι ο λαϊκισμός του Brexit δεν έλυσε τα προβλήματα που υποσχέθηκε, η χώρα δεν έχει ακόμη ξεφύγει από την έλξη τέτοιων αφηγήσεων. Και αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι τα παραδοσιακά κόμματα συχνά υιοθετούν πτυχές λαϊκιστικής ατζέντας, υποσχόμενα πράγματα τα οποία γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο ή αδύνατο να υλοποιηθούν.
Όταν η πολιτική μετατρέπεται σε ανταγωνισμό ανεφάρμοστων υποσχέσεων, ο αυθεντικός λαϊκισμός κερδίζει πάντα, γιατί είναι, έστω και προσωρινά, ψυχολογικά ελκυστικότερος. Για τα ευρωπαϊκά κεντροδεξιά κόμματα που παραμένουν φιλοευρωπαϊκά και μεταρρυθμιστικά, το βρετανικό παράδειγμα λειτουργεί ως προειδοποίηση: όταν η πολιτική διολισθαίνει σε πόλεμο συμβόλων και ταυτοτήτων και όταν οι υπεύθυνες δυνάμεις υιοθετούν στοιχεία λαϊκισμού, χάνεται εύκολα η ισορροπία που στηρίζει τη μετριοπάθεια και τον θεσμικό προσανατολισμό.
Ποια γνώμη σας για τα «σενάρια ανατροπής» του Κιρ Στάρμερ; Τι περιμένετε από εδώ και πέρα;
Τα σενάρια για ανατροπή του Στάρμερ αντικατοπτρίζουν την έντονη νευρικότητα που υπάρχει στο κόμμα του. Η κυβέρνηση λιγότερο από δύο χρόνια μετά την εκλογική της νίκη βλέπει δημοσκοπήσεις που τη βάζουν σε δύσκολη θέση, την άνοδο του ReformUK να απειλεί τα παραδοσιακά της προπύργια και, το πιο κρίσιμο, εσωτερικές διαρροές που πλήττουν τη συνεκτικότητα του επιτελείου.
Η κρίση δεν είναι απλώς δημοσκοπική. Είναι κρίση συντονισμού και συνοχής. Η Downing Street έχει μεταβληθεί από κυβερνητικό επιτελείο σε αρένα πολιτικών διαξιφισμών και ο Στάρμερ πληρώνει το τίμημα της αδυναμίας να επιβάλλει κυβερνητικό ρυθμό. Όμως η Βρετανική πολιτική είναι σχετικώς συντηρητική. Από αυτή την άποψη, τηρουμένων των αναλογιών, αναμένω ότι βραχυπρόθεσμα η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να διορθώσει την πορεία χωρίς να οδηγηθεί αμέσως σε αλλαγή ηγεσίας.
Συγκεκριμένα, πιθανώς να δούμε σε πρώτη φάση έναν ανασχηματισμό, με στόχο μια «νέα αρχή», κυρίως γύρω από οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα με έμφαση σε μεταρρυθμίσεις στο μεταναστευτικό ή στις δημόσιες υπηρεσίες.
Αν φυσικά οι δημοσκοπήσεις δεν βελτιωθούν, η πίεση θα συνεχίσει να αυξάνεται. Το βασικό ζήτημα είναι η κρίση αποδοτικότητας του κυβερνητικού επιτελείου. Εάν η εικόνα του ελέγχου και της συνοχής δεν αποκατασταθεί, τότε η ανατροπή, αν και όχι άμεση, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως πιθανό σενάριο.
Τι μας διδάσκει η Βρετανία για την υπόλοιπη Ευρώπη; Κρίση παραδοσιακών κομμάτων ή κάτι πιο ιδιαίτερο;
Η Βρετανία δείχνει πόσο ακριβός μπορεί να γίνει ο λαϊκισμός όταν χτυπήσει τον πυρήνα των θεσμών και ο λαϊκισμός ανθίζει όταν λείπει το αποτελεσματικό κέντρο. Η Βρετανία πληρώνει αυτή τη στιγμή τις πολιτικές παλινδρομήσεις του παρελθόντος και το κενό στιβαρής μεταρρυθμιστικής ηγεσίας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μεν κάποιες ιδιομορφίες, μια ισχυρή παράδοση ευρωσκεπτικισμού και μια πολιτική κουλτούρα που επέτρεψε ένα δημοψήφισμα τεράστιας σημασίας, όπως το Brexit, να διενεργηθεί χωρίς ουσιαστικές θεσμικές ασφαλιστικές δικλίδες. Ωστόσο, τα όσα βλέπουμε σήμερα δεν είναι μόνο βρετανική ιδιαιτερότητα. Αποτελούν καθρέφτη μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής τάσης. Ο συνδυασμός της στασιμότητας των μικρομεσαίων εισοδημάτων, των αυξανόμενων μεταναστευτικών ροών και των πιέσεων για κοινωνικές παροχές στην υγεία και την παιδεία προκαλούν μια διάχυτη ανασφάλεια για το μέλλον.
Όταν αυτές οι συνθήκες δεν συναντούν ισχυρά θεσμικά αντανακλαστικά δημιουργείται το ιδανικό έδαφος για τυχοδιωκτισμούς τύπου Brexit και για ηγέτες που επενδύουν στη δυσαρέσκεια αντί στη διακυβέρνηση. Η βρετανική εμπειρία δείχνει πόσο εύκολο είναι να διολισθήσει μια χώρα σε λαϊκιστικές περιπέτειες όταν οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις αποφεύγουν τον δύσκολο δρόμο των συντονισμένων μεταρρυθμίσεων.
Για την υπόλοιπη Ευρώπη και ασφαλώς για την Ελλάδα, το δίδαγμα είναι διπλό: Πρώτον, ότι η σταθερότητα δεν είναι δεδομένη. Απαιτεί θεσμική σοβαρότητα, κυβερνητική συνέπεια και ευρωπαϊκό προσανατολισμό που αφουγκράζεται τις κοινωνικές επιταγές. Δεύτερον, ότι όσο τα κεντρώα κόμματα αφήνουν κενό, είτε στην κοινωνική προστασία είτε στην ασφάλεια, είτε στο μεταναστευτικό, είτε στη διαχείριση των μεγάλων κρίσεων, τόσο το κενό αυτό θα το καλύπτουν λαϊκιστικές δυνάμεις.
Με άλλα λόγια, η Βρετανία λειτουργεί ως προειδοποίηση: όταν η πολιτική μετατρέπεται σε σύγκρουση ταυτοτήτων και όχι σε συνεκτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, ο λαϊκισμός μπορεί να γίνει η νέα κανονικότητα με κόστος που (θα) πληρώνεται για πολλά χρόνια.
*Η Ελισάβετ Κυρτσόγλου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Ανθρωπολογίας και συνεπικεφαλής του Ερευνητικού Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Ασφάλεια του Παν/μιου του Ντάραμ.
