Η απόφαση των ΕΛΤΑ να κλείσουν δεκάδες καταστήματα σε όλη τη χώρα προκάλεσε εύλογες αντιδράσεις. Δήμαρχοι, βουλευτές, κάτοικοι μικρών πόλεων διαμαρτύρονται για «εγκατάλειψη της περιφέρειας». Όμως πίσω από αυτή την αυθόρμητη οργή κρύβεται κάτι βαθύτερο: Το διαχρονικό ταμπού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην αγορά. Εδώ και δεκαετίες, οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο το κράτος από τον ανταγωνισμό - και όσο το ρυθμιστικό πλαίσιο, η Δικαιοσύνη και οι αρχές λειτουργούν με διακριτική ευχέρεια και επιλεκτική εφαρμογή των νόμων, αυτή η δυσπιστία δεν πρόκειται να αλλάξει.
Η αντίδραση των πολιτών δεν είναι αδικαιολόγητη. Στην επαρχία, το ταχυδρομείο είναι κάτι πολύ περισσότερο από υπηρεσία. Είναι σημείο αναφοράς, χώρος επικοινωνίας, και συχνά η μόνη επαφή με το κράτος. Τα χρόνια των μνημονίων άφησαν πίσω τους έναν βεβιασμένο «εξορθολογισμό» που έκλεισε σχολεία, εφορίες, και δημόσιες υπηρεσίες στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Οικονομίες κλίμακας ναι, αλλά και πληγές που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Όταν λοιπόν ανακοινώνεται το κλείσιμο των τοπικών ΕΛΤΑ, η αντίδραση είναι περισσότερο συναισθηματική παρά ορθολογική - και απολύτως ανθρώπινη.
Όμως η ουσία βρίσκεται αλλού. Ο τρόπος με τον οποίο τα ΕΛΤΑ διαχειρίστηκαν την υπόθεση ήταν τραγικός. Το ύφος του «αποφασίζομεν και διατάζομεν» δεν περνάει πια σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι σαν αυθεντία όταν διαχειρίζεσαι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Η διοίκηση των ΕΛΤΑ αγνόησε τους τοπικούς φορείς, δεν εξήγησε το σχέδιο, δεν προετοίμασε την κοινωνία. Ακόμη και αν η λογική των αποφάσεων για κλείσιμο καταστημάτων ήταν ορθή, η επικοινωνιακή διαχείριση υπήρξε καταστροφική. Οι πολίτες δεν αντέδρασαν μόνο στην απόφαση, αλλά κυρίως στην αλαζονεία με την οποία τους ανακοινώθηκε.
Κι όμως, τα προβλήματα των ΕΛΤΑ δεν είναι νέα. Ο κάκιστος τρόπος που λειτουργούν εδώ και δεκαετίες είναι εκείνος που άνοιξε τον δρόμο σε δεκάδες ιδιωτικές εταιρείες ταχυμεταφορών. Όταν μια κρατική επιχείρηση καθυστερεί, χάνει δέματα, και αντιμετωπίζει τον πελάτη σαν ενόχληση, τότε η αγορά απαντά. Οι ζημιές των ΕΛΤΑ δεν είναι μόνο συνέπεια της τεχνολογίας και της αλλαγής του τρόπου με τον οποίο οι πολίτες επικοινωνούν, καταναλώνουν και μεταφέρουν αγαθά. Είναι εξίσου αποτέλεσμα της αδυναμίας της επιχείρησης να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, να επενδύσει, να εκσυγχρονιστεί, να προσαρμοστεί.
Σε άλλες χώρες, τα δημόσια ταχυδρομεία είτε ιδιωτικοποιήθηκαν είτε μετεξελίχθηκαν σε σύγχρονες επιχειρήσεις logistics. Στην Ελλάδα, παραμένουν βαρίδι του κρατισμού μας. Το επιχείρημα ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να προσφέρουν «καθολική υπηρεσία» ακούγεται όλο και πιο αδύναμο όταν οι courier εξυπηρετούν και το πιο απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου. Η τεχνολογία έχει ήδη λύσει το πρόβλημα που το κράτος επικαλείται για να διατηρεί τον έλεγχό του.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν πρέπει να υπάρχουν ΕΛΤΑ, αλλά τι ρόλο μπορούν να έχουν σε μια σύγχρονη οικονομία. Αν είναι να συνεχίσουν ως πεδίο συντεχνιακών πιέσεων και πολιτικών ρουσφετιών, τότε απλώς θα συρρικνωθούν αργά και βασανιστικά. Αν όμως λειτουργήσουν με όρους αγοράς - με διαφάνεια, λογοδοσία και επαγγελματική διοίκηση - μπορούν να επιβιώσουν και να προσφέρουν πραγματικά.
Τα ΕΛΤΑ είναι καθρέφτης της χώρας. Φοβόμαστε τον ανταγωνισμό, υπερασπιζόμαστε το αναποτελεσματικό, και στο τέλος πληρώνουμε το τίμημα. Μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται κάθε μεταρρύθμιση ως απειλή δεν μπορεί να περιμένει ανάπτυξη. Οι πολίτες έχουν δίκιο να απαιτούν υπηρεσίες. Αλλά αυτές οι υπηρεσίες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς σεβασμό στους κανόνες της αγοράς. Η ελευθερία, όπως και η αποδοτικότητα, δεν γεννιούνται από υπουργικές αποφάσεις αλλά από εμπιστοσύνη. Και αυτή η εμπιστοσύνη κερδίζεται μόνο εκεί όπου το κράτος επιτέλους κάνει πίσω.
