Ο Άνταμ Σμιθ, πριν από 250 χρόνια, μπήκε σε ένα ταπεινό εργαστήριο καρφιτσών και δεν είδε τίποτα εντυπωσιακό: δέκα εργάτες να δουλεύουν ο ένας δίπλα στον άλλον, καθένας να κάνει μόνο ένα μικρό κομμάτι της δουλειάς. Ο ένας τέντωνε το σύρμα, ο άλλος το έκοβε, ο τρίτος του έδινε μύτη, ο τέταρτος έβαζε το κεφάλι, κανείς σε εκείνο το εργοστάσιο δεν έφτιαχνε ολόκληρη καρφίτσα. Κι όμως, αυτοί οι δέκα παρήγαγαν σχεδόν 48.000 καρφίτσες την ημέρα, περίπου 4.800 ανά άτομο, ενώ ο καθένας μόνος του δεν θα έφτιαχνε ούτε 20.
Η κατανομή της εργασίας, η εξειδίκευση και οι οικονομίες κλίμακας πολλαπλασιάζουν τον πλούτο. Αυτό δεν είναι ρομαντισμός του 18ου αιώνα αλλά το μάθημα που επιμένουμε να αγνοούμε στον 21ο. Πριν από λίγες μέρες η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι το 2023 λειτουργούσαν 932.549 επιχειρήσεις σε βιομηχανία, κατασκευές, εμπόριο και υπηρεσίες.
Οι 697.484 ήταν ατομικές (τρεις στις τέσσερις), οι 574.264 δεν απασχολούσαν κανέναν υπάλληλο (έξι στις δέκα), η μεταποίηση αποτελούσε μόλις το 6% του συνόλου και η νεοφυής επιχειρηματικότητα επικεντρώνεται σε τουρισμό και εστίαση. Με άλλα λόγια, αντί για οργανωμένες αλυσίδες αξίας, έχουμε μυριάδες μοναχικές μονάδες, μία οικονομία του one-man show.
Αυτό το υπόδειγμα είναι κακό για την οικονομία διότι ακυρώνει τα οφέλη της κλίμακας. Η παραγωγικότητα γεννιέται από εξειδίκευση, από κεφαλαιοβόρες επενδύσεις και από διαδικασίες που βελτιώνονται μέσα από τη συνεργασία. Η ατομική μονάδα σπάνια μπορεί να διαπραγματευθεί ευνοϊκούς όρους με προμηθευτές, να χρηματοδοτήσει πιστοποιήσεις, να κάνει συστηματικό branding, να ανοίξει αγορές στο εξωτερικό ή να αντέξει ένα σοκ εποχικότητας. Ο κατακερματισμός διαλύει τις αλυσίδες αξίας και κρατά τη μεταποίηση ισχνή.
Περίπου το 70% των μικρομεσσαίων επιχειρήσεων κινείται σε κλάδους χαμηλής έντασης γνώσης ή τεχνολογίας. Έτσι οι μισθοί μένουν χαμηλοί, η παραγωγικότητα σέρνεται, οι επενδύσεις υστερούν και το ΑΕΠ στηρίζεται δυσανάλογα στην ιδιωτική κατανάλωση. Το κράτος, φορτωμένο να επιβλέπει εκατοντάδες χιλιάδες μικρές μονάδες, διογκώνει διαδικασίες και κόστη συμμόρφωσης που πλήττουν πρώτα τους συνεπείς.
Πίσω από τη μικροκλίμακα κρύβεται μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης. Θέλουμε όλοι να είμαστε «αφεντικά» όχι από δημιουργική φιλοδοξία, αλλά επειδή δεν εμπιστευόμαστε ιεραρχίες που για δεκαετίες λειτούργησαν χωρίς αξιοκρατία. Αν η προαγωγή περνά από ρουσφέτι και όχι από επίδοση, προτιμάς να δουλέψεις μόνος, να κρατήσεις μικρό αποτύπωμα, να μη δίνεις λογαριασμό. Η Πολιτεία δεν εμπιστεύεται τον πολίτη και προεισπράττει φόρους, επιβάλλει τεκμήρια, αλλάζει κανόνες στη μέση της χρονιάς. Η αγορά δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη επειδή οι διαφορές χρονίζουν και η εκτέλεση αποφάσεων παραμένει αβέβαιη. Οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται τους μικρούς και τιμολογούν τον κίνδυνο ακριβά. Σε αυτό το περιβάλλον η «ορθολογική» επιλογή είναι να μείνεις μικρός όχι από στρατηγική, αλλά από άμυνα.
Το πρόβλημα βαθαίνει επειδή το θεσμικό μας πλαίσιο είναι διαμορφωμένο από μια επίμονη κρατιστική καχυποψία απέναντι στην ιδιωτική επιτυχία. Όποιος μεγαλώνει πατάει φορολογικά και ρυθμιστικά κατώφλια που μετατρέπουν το επόμενο ευρώ τζίρου σε παγίδα: προκαταβολές φόρου, εισφορές που εκτινάσσονται, άδειες και πιστοποιήσεις που λειτουργούν ως τεχνητοί φραγμοί εισόδου, εργασιακή νομοθεσία που δίνει αντικίνητρα στις προσλήψεις. Το μήνυμα που εκπέμπεται είναι σταθερό: «μείνε μικρός και ήσυχος».
Κι όμως, ο πλούτος χτίζεται εκεί όπου υπάρχει μέγεθος. Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις πληρώνουν καλύτερα, εκπαιδεύουν συστηματικά, επενδύουν σε μηχανήματα και λογισμικό, ενσωματώνουν διαδικασίες συμμόρφωσης με το θεσμικό πλαίσιο αντί να παίζουν με τη «γκρίζα ζώνη», ανοίγουν εξαγωγικούς δρόμους και διασπείρουν κινδύνους ώστε να αντέχουν στα σοκ. Δημιουργούν σταθερή φορολογική βάση που επιτρέπει χαμηλότερους συντελεστές για όλους και, κυρίως, καλλιεργούν εμπιστοσύνη: τηρούν προθεσμίες, εκτελούν συμβάσεις, οικοδομούν μακροχρόνιες σχέσεις με προμηθευτές και τράπεζες. Μια κοινωνία συμβολαίων απαιτεί παίκτες που μπορούν να συνάπτουν και να τηρούν συμβόλαια οι απειράριθμες μικρομονάδες δεν επαρκούν.
Η κατεύθυνση είναι σαφής. Πρέπει να κάνουμε το μεγάλωμα λογική επιλογή αντί για ηρωική πράξη. Η πρώτη και η δεύτερη πρόσληψη οφείλουν να γίνουν οικονομικά εφικτές με ουσιαστική μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Τα φορολογικά κατώφλια πρέπει να εξομαλυνθούν ώστε κάθε επιπλέον ευρώ τζίρου να αξίζει τον κόπο και να μην τιμωρείται με άλματα επιβαρύνσεων. Οι συγχωνεύσεις μικρών να είναι απλές και φορολογικά ουδέτερες, με καθαρούς κανόνες μεταφοράς ζημιών και γρήγορη εταιρική δικαιοσύνη.
Η απελευθέρωση επαγγελμάτων και αδειών να μειώσει τους τεχνητούς φραγμούς που λειτουργούν ως «φόρος μεγέθους». Η κεφαλαιαγορά να αποκτήσει ρόλο στη χρηματοδότηση scale-ups με λειτουργικά stock options και ευέλικτες ιδιωτικές τοποθετήσεις. Και οι εμπορικές διαφορές να εκδικάζονται γρήγορα, σε μήνες, γιατί η εμπιστοσύνη γεννιέται πρώτα από την έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης.
Ο Σμιθ το είδε σε ένα δωμάτιο με δέκα εργάτες και λίγο σύρμα. Εμείς το ζούμε σε μια ολόκληρη οικονομία που φοβάται την κλίμακα. Αν συνεχίσουμε να λατρεύουμε το μικρό από καχυποψία και να τιμωρούμε το μεγάλο από προκατάληψη, θα μετράμε αφίξεις αεροδρομίων αντί για παραγωγικότητα και επιδόματα αντί για εξαγωγές. Ώρα να ακολουθήσουμε το αυτονόητο μονοπάτι: κλίμακα, εξειδίκευση, κανόνες, εμπιστοσύνη. Έτσι βγαίνουμε από τη μικρο-επιβίωση και μπαίνουμε στη δημιουργία ενός καλύτερου αύριο.
