Η δολοφονία του Charlie Kirk δεν είναι απλώς έγκλημα. Είναι καμπανάκι για μια Δύση που εθίζεται στην πολιτική απανθρωποποίηση. Στις ώρες και τις μέρες που ακολούθησαν, η αμερικανική Αριστερά δοκιμάστηκε. Και απέτυχε. Αντί για μια καθαρή, χωρίς αστερίσκους καταδίκη, είδαμε τρεις εκδοχές του ίδιου προβλήματος: πανηγυρισμό για τον θάνατο, «ευπρεπή» δαιμονοποίηση του θύματος, και δειλή σιωπή απέναντι στους δικούς της υπερβάλλοντες ζήλου. Όλα αυτά, ενώ ο φερόμενος ως δράστης οδηγείται στη Δικαιοσύνη με βαρύτατες κατηγορίες και οι εισαγγελείς προαναγγέλλουν διεκδίκηση θανατικής ποινής. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Μόνο ευθύνη.
Πρώτα, η πιο ωμή εικόνα: άνθρωποι που γιόρτασαν δημόσια έναν πολιτικό φόνο. Το timeline γέμισε με ειρωνείες, emoji πανηγυρισμού, και τραμπούκικες ατάκες του τύπου «πήρε αυτό που του άξιζε». Η χαιρεκακία απέναντι στον θάνατο δεν είναι πολιτικό επιχείρημα· είναι ηθική χρεοκοπία. Και είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να νομιμοποιηθεί η βία ως αποδεκτό εργαλείο. Όποιος πανηγυρίζει σήμερα για τον θάνατο του αντιπάλου του, αύριο θα δικαιολογήσει τον επόμενο πυροβολισμό. Αυτός είναι ο ολισθηρός κατήφορος που στο παρελθόν γέννησε Ιακωβίνους, Κόκκινες Φρουρές και κάθε είδους αυτόκλητους τιμωρούς.
Έπειτα, η «καθωσπρέπει» εκδοχή της ίδιας κυνικότητας. Δεν είδαμε μόνο πανηγυρισμούς· είδαμε και τη γνωστή ρητορική ετικετών: «ακροδεξιός», «εξτρεμιστής», «νεοναζί». Όχι για να συζητηθούν ιδέες, αλλά για να φυτευτεί η υποψία ότι ο νεκρός «το προκαλούσε». Η δαιμονοποίηση δεν είναι απλώς ανήθικη. Είναι επικίνδυνη. Όταν αφαιρείς από τον αντίπαλό σου την ανθρώπινη υπόσταση, η φυσική του εξόντωση παύει να μοιάζει αδιανόητη και αρχίζει να εμφανίζεται ως «λογική συνέπεια». Το είδαμε ξανά και ξανά στην ιστορία. Το βλέπουμε και σήμερα, όταν mainstream πρόσωπα σπεύδουν να ράψουν ένα αφήγημα που μετατρέπει έναν φόνο σε πολιτική υποσημείωση. Η θυματοποίηση της κοινωνίας έρχεται μετά: περισσότερες απειλές, περισσότερες υστερίες, περισσότερες διασπορές ψεύδους και μίσους.
Τρίτο και χειρότερο, η σιωπή όσων ξέρουν καλύτερα. Οι «μετριοπαθείς» που έγραψαν τυπικά «η βία είναι καταδικαστέα» και έβαλαν τελεία. Χωρίς να πουν ούτε λέξη για τους δικούς τους που πανηγύριζαν. Χωρίς να μαζέψουν την ακρότητα στο στρατόπεδό τους. Αυτή η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα. Είναι συνενοχή. Η ηγεσία κρίνεται από το αν ελέγχει πρώτα τους δικούς της. Ο Σόλων δεν δίστασε να τα βάλει με τους ομοϊδεάτες του όταν χρειαζόταν· αλλιώς δεν θα είχε υπάρξει καν Πολιτεία. Όταν, αντιθέτως, πολιτικοί και διαμορφωτές γνώμης καταπίνουν τη γλώσσα τους, στέλνουν μήνυμα ότι ο κανόνας είναι διαπραγματεύσιμος. Ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ότι το μίσος «επιτρέπεται» όταν στοχεύει τον «σωστό» εχθρό.
Η Αριστερά είχε μια μοναδική ευκαιρία να αντιστρέψει την πορεία. Να πει: «Κανένα αίμα για πολιτική. Καμία χαρά για θάνατο. Καμία ετικέτα πάνω από την αξία της ανθρώπινης ζωής». Να καλέσει σε ψυχραιμία, να αποδομήσει τις θεωρίες συνωμοσίας που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια, να καταγγείλει δημόσια τους χειρότερους δικούς της. Θα ήταν αληθινή υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Θα ήταν κίνηση συμφιλίωσης, όχι υποχώρηση. Αντί γι’ αυτό, προτίμησε το γνώριμο μοτίβο: λίγη ηθικολογία για τα μάτια του κόσμου, πολλή δαιμονοποίηση για τη βάση, και βολική σιωπή απέναντι στους διαδικτυακούς παλικαράδες. Το αποτέλεσμα; Ακόμη περισσότερη ένταση, «σκοτώστε τον αγγελιοφόρο», και κύμα απειλών που δηλητηριάζει σχολεία, θεσμούς και κοινότητες.
Ας το πούμε καθαρά: όποιος δικαιολογεί ή αποσιωπά πολιτική βία σήμερα, θα τη βρει απέναντί του αύριο. Οι σφαίρες δεν έχουν ιδεολογία. Όταν ο εισαγγελέας ζητά θανατική ποινή και τα δικαστήρια κινούνται, η μόνη πολιτικά και ηθικά σωστή στάση είναι μία: απόλυτη, ανυπόκριτη καταδίκη του φόνου και υπεράσπιση του κράτους δικαίου, χωρίς «ναι μεν αλλά». Όσο οι επαγγελματίες της αγανάκτησης μετατρέπουν κάθε τραγωδία σε επικοινωνιακό όπλο, τόσο η Δημοκρατία σαπίζει. Και όταν σαπίζει, πάντα βρίσκονται πρόθυμοι να τη διαλύσουν, και από τα δεξιά και από τ' αριστερά.
Η χαμένη ευκαιρία της Αριστεράς δεν είναι επικοινωνιακή στην προκειμένη περίπτωση, είναι υπαρξιακή. Θα μπορούσε να πει στην Αμερική και στη Δύση: «Σταματάμε εδώ. Κανένας νεκρός για τις ιδέες του». Δεν το έκανε. Και έτσι ενίσχυσε τον κυνισμό, βάθυνε τις χαράδρες, άφησε το δηλητήριο να κυλήσει. Αν θέλουμε να υπάρξει αύριο στο οποίο μπορούμε να διαφωνούμε, πρέπει να επαναφέρουμε το παλιό, απλό όριο: αντίπαλοι, όχι εχθροί. Πολίτες, όχι στόχοι. Χωρίς αυτό, κάθε επόμενη δολοφονία θα είναι απλώς το επόμενο επεισόδιο σε μια άρρωστη, ατελείωτη σειρά.