Στην Ελλάδα, η λέξη «βία» έχει αποκτήσει επιλεκτική σημασία. Για κάποιους, βία είναι μόνο η κρατική καταστολή, η αστυνομική παρουσία, οι νόμοι και οι θεσμοί. Όταν όμως η βία ασκείται από κουκουλοφόρους, όταν καταστρέφει περιουσίες, όταν τρομοκρατεί επαγγελματίες και γείτονες, τότε βαφτίζεται «αντίσταση». Όταν δηλαδή η βία προέρχεται από την πλευρά των αυτοπροσδιοριζόμενων ως «καταπιεσμένων», παύει να είναι βία. Γίνεται «πολιτική έκφραση».
Όμως, η αλήθεια είναι απλή και σκληρή: η ανομία είναι ταξική βία. Και πλήττει, πάντα, τους πιο αδύναμους.
Δεν είναι η «αστική τάξη» που βλέπει τα μαγαζιά της να λεηλατούνται. Δεν είναι οι πλούσιοι που μένουν σε γειτονιές με σπασμένες βιτρίνες, καταλήψεις, μολότοφ και κλειστούς δρόμους. Δεν είναι οι προνομιούχοι που στερούνται του δικαιώματος στην ασφάλεια, την τάξη και την εμπορική δραστηριότητα. Είναι ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας, ο χαμηλοσυνταξιούχος, ο φοιτητής από την επαρχία που έτυχε να ζει στην κακή πλευρά των Εξαρχείων. Είναι ο ντελιβεράς, η μονογονεϊκή οικογένεια, ο μετανάστης που προσπαθεί να χτίσει μια ζωή με αξιοπρέπεια.
Στις γειτονιές όπου οι «χώροι» κυριαρχούν, η αστυνομία απουσιάζει, οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν και το κράτος παραιτείται. Το απόλυτο παράδοξο: στο όνομα της «κοινωνικής δικαιοσύνης», επιβάλλεται μια μικρο-τυραννία που κάνει τη ζωή αβίωτη για τους φτωχούς.
Αν πραγματικά σε νοιάζουν οι αδύναμοι, δεν τους αφήνεις έρμαια σε εμπρησμούς, βανδαλισμούς και αντικοινωνικούς τραμπουκισμούς. Δεν τους επιβάλλεις σιωπή και φόβο. Δεν τους τιμωρείς επειδή θέλουν να δουλέψουν, να εμπορευτούν, να στείλουν το παιδί τους στο σχολείο χωρίς να περάσει από μια κατειλημμένη πλατεία.
Η δήθεν επαναστατική ανομία δεν είναι απελευθερωτική. Είναι βαθύτατα αντικοινωνική, ελιτίστικη και τελικά ταξική. Οι κουκουλοφόροι που επιβάλλουν τον «αντικαπιταλισμό» τους με μολότοφ δεν διακινδυνεύουν τίποτα. Πολλοί εξ αυτών έχουν πλάτες, προστασία, πρόσβαση, ασυλία. Δεν είναι οι περιθωριοποιημένοι, αλλά οι αποκομμένοι από τις συνέπειες των πράξεών τους. Είναι η πιο προνομιούχα μειοψηφία που παρουσιάζεται ως «φωνή των αόρατων», ενώ τους καταδικάζει σε σιωπή.
Το χειρότερο είναι ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής. Για δεκαετίες, μεγάλο τμήμα της ελληνικής αριστεράς χάιδευε την ανομία, άλλοτε με την πρόφαση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, άλλοτε με την επίκληση της «αντίστασης» στην εξουσία. Κανένας δεν ήθελε να ομολογήσει ότι οι πρώτοι που υποφέρουν από την απουσία του κράτους είναι οι πιο ευάλωτοι.
Η συντηρητική παράταξη, από την άλλη, φοβόταν πάντα να θέσει το πρόβλημα σε ταξικούς όρους. Μιλούσε για «νόμο και τάξη» αλλά ποτέ για τα δικαιώματα των φτωχών που ζουν υπό το καθεστώς της ανομίας. Κι έτσι, η συζήτηση παρέμεινε ρηχή, ιδεολογική, ατελέσφορη.
Ήρθε η ώρα να ανατρέψουμε το αφήγημα. Να πούμε ξεκάθαρα ότι η επιβολή του νόμου δεν είναι αυταρχισμός αλλά κοινωνική δικαιοσύνη. Ότι οι κάτοικοι της Κυψέλης, των Πατησίων, των Σεπολίων έχουν το ίδιο δικαίωμα στην ασφάλεια με τους κατοίκους της Εκάλης. Ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει σε καμία «συλλογικότητα» αλλά σε όλους τους πολίτες.
Η ανομία δεν είναι ουδέτερη. Δεν είναι ρομαντική. Δεν είναι επανάσταση. Είναι ταξική βία απέναντι στους αδύναμους. Και κάθε κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να την αντιμετωπίσει με το ίδιο πάθος που δηλώνει ότι νοιάζεται για την ισότητα και την αξιοπρέπεια. Διότι χωρίς ασφάλεια, καμία ελευθερία δεν μπορεί να ανθίσει.