«Ζητώντας τον Θεό, ζητούσα εσένα»
Μίκης - Ρίτσος

«Ζητώντας τον Θεό, ζητούσα εσένα»

Οι δικτάτορες προσπάθησαν να βάλουν ανάμεσά τους τα τανκς τους, αλλά τίποτα δεν κατάφεραν. Μεσούσης της χούντας, τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου έφτασαν στον Μίκη Θεοδωράκη, μελοποιήθηκαν και έγιναν τραγούδια αντίστασης. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συναντήθηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες η τέχνη του ποιητή και του συνθέτη. Η φιλία τους, από τις δυνατότερες σχέσεις ζωής και για τους δυο τους, δενόταν ακόμα πιο σφιχτά κάθε φορά που η πατρίδα περνούσε δοκιμασίες. 

Πού στηρίζεται μια τέτοια αμοιβαία αγάπη; Σε πολλά, οπωσδήποτε, και βεβαίως και στην ιδεολογική ταυτότητα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης από τον Γιάννη Ρίτσο είναι η φράση του πως είχε δίκιο σε όλα. Ήταν υπουργός όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, λίγο πριν ο ποιητής μάς αποχαιρετήσει για πάντα. «Μίλησαν» κατά βάση με τα μάτια, όπως μου είχαν πει παρόντες στη συνάντηση. Δεν είχαν ανάγκη άλλης συνεννόησης. Ηταν και οι καιροί πικροί, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαλυόταν. «Για ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία. Η κατάρρευση ενός κόσμου ολόκληρου», θυμάται σήμερα (σ.σ. Απρίλιο του 2009) ο Μίκης Θεοδωράκης. 



Η ποίησή του Ρίτσου πυλώνας στη γέφυρα του Θεοδωράκη
 

- Τι ήταν για τον Μίκη Θεοδωράκη ο Γιάννης Ρίτσος; 

Ήταν μεγάλος ποιητής, ήταν αγνός άνθρωπος, ήταν ειλικρινής αγωνιστής. Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη», «Οι γειτονιές του κόσμου», Η «Εβδομη συμφωνία (Εαρινή)» είναι ακριβώς οι πυλώνες στη γέφυρα της δημιουργίας μου. Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις να κάνεις με έναν μεγάλο ποιητή. Ο οποίος να είναι και ομοϊδεάτης 100%. Που θαυμάζεις από κάθε άποψη. Και την ανθρώπινη, και την κομματική, και την ιδεολογική. 

Η γνωριμία τους... δεν ήταν γνωριμία. Πρώτος ο Μίκης, έφηβος στην Τρίπολη, ανακάλυψε την ποίηση του Ρίτσου. Στην Κατοχή, μια παρέα μαθητών και σπουδαστών συνομιλούσε με τον Ευάγγελο Παπανούτσο, δεχόταν τις διδαχές του, τις συμβουλές του. «Ηταν μια σχολή σαν την Ακαδημία Πλάτωνος». Ταυτοχρόνως τα νεαρά παιδιά έψαχναν τα καινούργια ρεύματα, τις νέες δημιουργίες. 

«Οπότε λοιπόν ένα μεσημέρι του 1942 με παίρνει ένας από αυτούς τους φίλους και μου λέει ότι ανακάλυψα έναν ποιητή, τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι καταπληκτικός. Λέω διάβασε να ακούσω. Και μου διαβάζει απνευστί όλη την ''Εαρινή Συμφωνία'' από το τηλέφωνο. Του λέω, έλα εδώ. Το λέμε και στην άλλη παρέα, πέντ' - έξι ήμαστε, έρχονται σπίτι μου και ξανά ανάγνωση. Το μάθαμε απέξω και ψάχναμε και για άλλα του Ρίτσου. Βρήκαμε ''Το Τραγούδι της αδερφής μου'', για το οποίο ο Παλαμάς είχε πει να παραμερίσουμε για να περάσεις, και τρελαθήκαμε. Μετά, το ''Εμβατήριο του Ωκεανού''. 

Τότε είχαμε τη συνήθεια να απαγγέλλονται τα ποιήματα. Ο ''Δωδεκάλογος του Γύφτου'' ήτανε το μεγάλο σουξέ μας. Είχα γράψει κι εγώ ορισμένα τραγούδια και μουσική δωματίου. Ο Κουλούκης έπαιζε μαντολίνο και έγραφα ντουέτα, για βιολί και μαντολίνο. 

Βγαίναμε από την Τρίπολη το πρωί, αγόρια και κορίτσια -φέρνανε αυτοί τις αδελφές τους- και πηγαίναμε στα αμπέλια, στον πύργο του Καρλή - όλα τα σπίτια εκεί λέγονται πύργοι. Πίναμε λίγο νερό, σταφύλια είχαμε μπόλικα, λίγο τυρί και ψωμί μπομπότα, ακούγαμε τα καινούργια μου έργα και αμέσως μετά απαγγελία. Είχε έναν μεγάλο βράχο που ήταν ένα πλατό, σαν σκηνή. Και ανέβαινε κάποιος στον βράχο και απήγγελλε. Σιγά σιγά ο βράχος ονομάστηκε ο Βράχος του Ρίτσου. Φυσικά διαβάζαμε και Παλαμά, Μαβίλη, Εφταλιώτη, Πορφύρα, Χατζόπουλο. Ετσι αρχίσαμε ένα είδος λατρείας προς τον Ρίτσο, χωρίς να τον ξέρουμε. Ξέραμε μονάχα αυτά τα τρία έργα. Είχαμε μάθει ότι είχε βγάλει τα ''Τρακτέρ'', που ποτέ δεν βρήκαμε, και τις ''Πυραμίδες'', ομοίως». 

Ο χρόνος περνά και ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται από την Τρίπολη στην Αθήνα, ώστε να σπουδάσει στο Ωδείο. Ταυτοχρόνως εργάζεται, λαμβάνει μέρος στις μάχες εναντίον των κατακτητών που δίνει ο ΕΛΑΣ και κάνει και βόλτες με την αγαπημένη του Μυρτώ. Δεν έχει καιρό, πια, να ψάχνει για καινούργια έργα. Έρχεται όμως η Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, η Συμφωνία της Βράκιζας και το μικρό διάλειμμα μέχρι τον Εμφύλιο - 1945 και '46. Η ΕΠΟΝ, αντιστασιακή οργάνωση της νεολαίας, αγαπά τον πολιτισμό. Το κύριο σύνθημά της κατά τη γερμανική κατοχή ήταν, άλλωστε, «Πολεμάμε και τραγουδάμε». Εκεί οι φτασμένοι καλλιτέχνες διδάσκουν νεότερους, τους μυούν στα μυστικά της τέχνης. Εκεί ο Μίκης συναντά επιτέλους τον Ρίτσο. 

«Δεν το περίμενα»

«Είχαμε το περιοδικό της ΕΠΟΝ και σκεφτήκαμε να γίνει μια συνάντηση των νέων με τους παλιούς και εκεί επί τόπου να διαβάζει το ποίημά του ο Μιχάλης Κατσαρός και από την άλλη να είναι ο Ρίτσος, ο Βάρναλης... Ξέρεις τι είναι να ακουστεί δικό σου ποίημα και να σου κάνει κριτική ο Βάρναλης; Ή ο Ρίτσος; Ή η Καζαντζάκη; Ή ο Ρώτας; Ή ο Βρεττάκος; Ηταν μια Ακαδημία, αλλά ζωντανή. 
Αρχισαν να έρχονται τα παιδιά, ήρθε ο Λειβαδίτης, ήρθε ο Κοτζιάς, ήρθε ο Μιχάλης ο Κατσαρός, ήρθε ο Αργυρίου, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, κι εκεί γνώρισα επιτέλους τον Ρίτσο. Του είπα αμέσως για την παρέα της Τρίπολης και τον Βράχο. Του λέω για μας είστε ένας θεός. Του έκανε μεγάλη ευχαρίστηση. Μου λέει ''δεν το περίμενα''». 

Είναι 1958, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο Παρίσι. Ο Ρίτσος «χωρίς να έχουμε άλλη σχέση εκτός από αυτή της ΕΠΟΝ, μου στέλνει όλα του τα βιβλία. Και στον ''Επιτάφιο'' είχε αυτό: το βιβλίο τούτο το έκαψαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός».
«Μου λέει η Μυρτώ πάμε να ψωνίσουμε για το βράδυ. Πάμε στις Αλ, στην αγορά. Πήρα και τον ''Επιτάφιο'' μαζί. Τι το θέλεις το βιβλίο, μου λέει η Μυρτώ, λέω δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, πρέπει κάποιος να μείνει στο αυτοκίνητο. Κάθομαι λοιπόν στο τιμόνι και περιμένω. Μια βροχή... Βγάζω το βιβλίο και χωρίς να το πολυσκεφτώ, λες και έπρεπε να γίνει αυτό, χαράζω πεντάγραμμο και αρχίζω να γράφω μουσική. Μελοποιώ και τα είκοσι...». 

- Αυτό το βιβλίο έχει χαθεί... 

«...το είχε ο Φίλιππος ο Ηλιού και κάποτε το γύρεψα και μου είπε ότι το κρατάει για τ’ αρχείο του. Εκεί πρέπει να είναι». 
 

Δεν είναι της αξίας σου...

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι φίλος ήδη από την ΕΠΟΝ. Ο Μίκης τον συναντά στην Αθήνα. «Τον ρωτάω δειλά, σου έστειλα κάτι τραγούδια από τον ''Επιτάφιο'', τα κοίταξες; Και μου λέει επί λέξει, καλύτερα να τα ξεχάσουμε αυτά. Δεν είναι της αξίας σου. Εσύ πρέπει να γράφεις συμφωνική μουσική. Δεν είναι αντάξιά σου. Λέω κι εγώ, δεν αξίζουν, τελείωσε». 

Ο Βύρων Σάμιος και ο Δ. Νικολαΐδης έχουν, όμως, άλλη γνώμη και από μια μαγνητοταινία βάζουν κόσμο να το ακούσει σε ιδιωτικές ακροάσεις. Ο ενθουσιασμός είναι τεράστιος. Υστερα από ένα περιστατικό με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίμη Δεσποτίδη, ο Μίκης αποφασίζει να φανερώσει στον δεύτερο πως έχει γράψει τραγούδια. Εκείνος τα ακούει, στέκεται ιδιαίτερα στο «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες» και στη συνέχεια όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Οι δύο εκτελέσεις, μία με τη Νάνα Μούσχουρη και μία με τον Μπιθικώτση, ο θρίαμβος, το πέρασμα του έργου στα χείλη του λαού. Επαληθεύεται πλήρως ο Δεσποτίδης: «Ο Ρίτσος είναι κομμουνιστής. Εσύ κομμουνιστής», είχε πει στον Θεοδωράκη. «Θα περάσουν από τη λογοκρισία; Θα τα πας, πάντως. Και αν κάνουν το λάθος και επιτρέψουν να βγουν αυτά τα τραγούδια, τότε θα ανάψουμε την Ελλάδα σαν ένα ξερόχορτο». 
 

Η πρόσκληση... των πνευμάτων
 

Οκτώ χρόνια περνούν και το 1966 θα έρθει η «Ρωμιοσύνη», ύστερα από ακόμη ένα «δύσκολο» περιστατικό: ανήμερα των Φώτων, η χωροφυλακή και το παρακράτος δέρνουν ανηλεώς τους αριστερούς κατά την τελετή αγιασμού των υδάτων, στον Πειραιά. Ο Μίκης κλείνεται αιμόφυρτος στο γραφείο του, για να μη τον δουν τα παιδιά του, και προσπαθεί να συνέλθει. Μπροστά του είναι η «Ρωμιοσύνη». Του την έχουν στείλει σύζυγοι πολιτικών κρατουμένων, για να τη μελοποιήσει. Οπως και στον «Επιτάφιο», η μελοποίηση γίνεται απνευστί. 

Μέσα στο 1966, η «Ρωμιοσύνη» παρουσιάζεται στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια - είναι η πρώτη λαϊκή συναυλία σε γήπεδο. Ο ποιητής και ο συνθέτης, με τις συζύγους τους, βρίσκονται σε έναν άδειο χώρο. Το «κράτος» έχει σταματήσει τους συρμούς του τρένου εγκλωβίζοντας τον κόσμο μέσα στις σήραγγες. 

«Βλέπαμε απ' έξω γυναίκες με μαύρα, αγωνιστών, που περίμεναν στα καφενεία για να μπούνε μέσα. Μπαίνουμε, πάνω κάτω στ’ αποδυτήρια, βγαίνουμε να δούμε, στο στάδιο 100-200 άνθρωποι. Περνάει η ώρα, ακούμε φασαρία, ξαναβγαίνω, είχαν γίνει 500. Ξαναβγαίνουμε, 800. Περιμέναμε 20.000. Λέω, ''Γιάννη, να βγούμε έξω και να καλέσουμε τα πνεύματα''. Μου λέει ''τρελάθηκες;''. Λέω, άκου που σου λέω. Αφήνουμε τις γυναίκες μας μέσα, βγαίνουμε κι αρχίζω: ''λαέ, μεγάλε λαέ, ελληνικέ λαέ''. Λέω ''πέσ' το κι εσύ''. Το λέει κι ο Γιάννης. Κι, ω του θαύματος, άρχισε να γεμίζει το στάδιο. Είκοσι χιλιάδες ήρθανε. Λες και έγινε θαύμα».

(Συνέντευξη στην Αγγελική Κώττη για το «Έθνος της Κυριακής», τον Απρίλιο του 2009).