Το τελευταίο σόου του Αρμάνι
(AP Photo/Luca Bruno)
(AP Photo/Luca Bruno)

Το τελευταίο σόου του Αρμάνι

Στον περίβολο της Πινακοθήκης της Μπρέρα, το φως των πεντακοσίων πενήντα φαναριών έτρεμε, κάτω από το βραδινό φως του Μιλάνου, αποχαιρετώντας τον Τζιόρτζιο Αρμάνι. Η τελευταία επίδειξη μόδας, την οποία οραματίστηκε, οργάνωσε και σκηνοθέτησε ο μεγάλος δημιουργός, ήταν ένας φόρος τιμής στον αρχιτέκτονα της σιωπηλής κομψότητας, που άλλαξε, αν όχι τον κόσμο, σίγουρα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ρούχο και το σώμα. 

Το επιβλητικό μουσείο τέχνης του 18ου αιώνα φιλοξένησε στις 24 Σεπτεμβρίου μια βραδιά μοναδικά εκλεπτυσμένη, καταληκτικό στιγμιότυπο της Εβδομάδας Μόδας του Μιλάνου. Είκοσι μέρες πριν, στις 4 Σεπτεμβρίου, ο Τζιόρζιο Αρμάνι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. Στην Πινακοθήκη της Μπρέρα ήταν σαν να υποκλίθηκε νοερά για τελευταία φορά.

Το φινάλε των πενήντα χρόνων της καριέρας του συνοδευόταν από τα εγκαίνια μιας αναδρομικής έκθεσης με δημιουργίες από το αρχείο του ιδρύματος του. Αν και τα περίπου 125 σύνολα για άνδρες και γυναίκες της συλλογής ήταν καινούρια, και τα 133 εκθέματα που παρουσιάστηκαν στις αίθουσες του ορόφου, υπό τον τίτλο «Milano, Per Amore», κάλυπταν πέντε δεκαετίες, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η ενότητα του ύφους, παρατήρησε η έμπειρη Βανέσα Φρίντμαν των ΝΥΤ. «Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς ένα κοστούμι του 1993 από ένα του 2011 ή από κάποιο που βλέπαμε τώρα στην κιονοστοιχία του μουσείου. Τα σακάκια ήταν είτε μακριά και με ρίγες είτε κομψά τετραγωνισμένα στη μέση, τα παντελόνια είχαν μια ρευστή πληρότητα, τα πουλόβερ ήταν ανοιχτής ύφανσης, και οι αποχρώσεις απλώνονταν σε μια γήινη παλέτα από άμμο, ναυτικό μπλε και το χαρακτηριστικό «γκρεζ» του οίκου- αυτό το ιδίωμα ανάμεσα στο γκρι και το μπεζ που έγινε συνώνυμο της φιλοσοφίας του».

Τα μαλακά σακάκια ήταν αυτά που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο ντύνονταν οι άνθρωποι, που επανεφηύραν τη γραμμή του σώματος, που ελευθέρωσαν το βλέμμα από τον φορμαλισμό και τη σκληρότητα. Τα σακάκια που ακόμη και σήμερα επηρεάζουν γενιές σχεδιαστών, όχι μόνο ως ένδυμα αλλά ως στάση ζωής: το ήθος της απλότητας, της πειθαρχίας και της σιωπηλής δύναμης. 

Η γραμμή των διασημοτήτων έλαμπε από τα φλας. Στην πρώτη σειρά, ο Ρίτσαρντ Γκιρ, που εκτόξευσε και εκτοξεύτηκε με τον «American Gigolo» φορώντας Αρμάνι από την κορυφή έως τα καλογυαλισμένα παπούτσια του. Δίπλα του, η συμπρωταγωνίστριά του Λορίν Χάτον. Υποδυόταν τη σύζυγο ενός διακεκριμένου πολιτικού με την οποία εμπλέκεται ερωτικά ο καλοντυμένος ζιγκολό. Δεν έλειψε και η φανατική του μεγάλου σχεδιαστή: η Γκλεν Κλόουζ, η οποία αγόρασε το πρώτο της σακάκι Αρμάνι το 1983. Η πρέσβειρα του Οίκου Αρμάνι, Κέιτ Μπλάνσετ, ο Σπάικ Λι, ο Ντρις Βαν Νότεν, ο Σάμιουελ Τζάκσον κ.α.

Τόσο το τελευταίο σόου όσο και η αναδρομική έκθεση «Milano, per amore» (θα διαρκέσει έως τις 11 Ιανουαρίου 2026) ήταν ένα ερωτικό γράμμα στην Μπρέρα, στην συνοικία του Μιλάνου, στην οποία έζησε και εργάστηκε από το 1982. Όταν μετακόμισε στη Μπρέρα, στην οδό Μποργκονουόβο, ήταν 48 ετών και η επαγγελματική του πορεία βρισκόταν στο απόγειο της.

Στο «Milano, per amore» δημιουργίες του Αρμάνι συνομιλούν με τα έργα των Τιντορέτο, Ραφαήλ, Καραβάτζιο, Μπελίνι και Μαντένια. Το διάσημο σακάκι με τους μαλακούς ώμους που φόρεσε ο Ρίτσαρντ Γκιρ στο «American Gigolo»,αφήνοντας εποχή, τοποθετείται μπροστά από την τοιχογραφία του Ντονάτο Μπραμάντε. Η μπλε ασύμμετρη τουαλέτα που φόρεσε η Ζιλιέτ Μπινός, στις Κάννες το 2016, προσκυνά τον πίνακα η «Μαντόνα και το βρέφος»  του Μπελίνι.

Ο Αρμάνι δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος μαέστρος της μόδας ήταν και βαθιά φιλοσοφημένος. Συχνά τον ρωτούσαν για την Υψηλή Ραπτική ,τις πολυτελείς δημιουργίες του και τον ρόλο της μόδας σε καιρούς ταραγμένους. Σε μια τέτοια ερώτηση απάντησε οκτώ μήνες πριν τον θάνατο του (Guardian, 2024).

 «Είναι ένα ερώτημα που μου τίθεται συχνά και που κι εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι: ποιος είναι ο ρόλος της μόδας σε τόσο δύσκολες εποχές; Για μένα, αυτό που μπορεί να κάνει η μόδα είναι να δώσει μια αίσθηση ανανέωσης, αλλά και χαράς. Δεν αλλάζουμε τον κόσμο, ούτε μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά του, όμως μπορούμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους μια στιγμή ελαφρότητας, την αίσθηση ότι είναι διαφορετικοί, καινούριοι, ακόμη και πιο όμορφοι. Είναι μικρές απολαύσεις- μα καμιά φορά τα μικρά πράγματα κάνουν τη μεγάλη διαφορά».

Μεγάλη θαυμάστρια του και η Μισέλ Φάιφερ και μάλιστα από τη δεκαετία του 1980, όταν μαζί με άλλες σταρ πέταξαν τα πομπώδη βραδινά της «Δυναστείας» και της Αλέξις Κάρινγκτον. Ο Αρμάνι είχε χαρακτηρίσει την Φάιφερ ως τον ορισμό της κομψότητας και εκείνη έμεινε πιστή στη μίνιμαλ αισθητική του φορώντας δημιουργίες Armani Privé σε αμέτρητες πρεμιέρες και βραδιές απονομής των βραβείων Όσκαρ. Συνδέθηκαν με φιλία και για την διάσημη ηθοποιό «ήταν ο μόνος σχεδιαστής που την καταλάβαινε πραγματικά». Τον αποχαιρέτησε αναρτώντας φωτογραφίες του με δύο συμπυκνωμένες προτάσεις «Forever elegance. Thank you, Giorgio».

Το φινάλε της βραδιάς -και ίσως μιας ολόκληρης εποχής- ήρθε χωρίς θόρυβο, χωρίς υπερβολή. Καθώς τα φώτα χαμήλωναν στην Πινακοθήκη της Μπρέρα και οι τελευταίες σκιές των μοντέλων, ανάμεσά τους και γυναίκες που είχαν περπατήσει για τον οίκο σε διαφορετικές δεκαετίες, χάνονταν κάτω από τις αψίδες, η αίσθηση που έμενε στον αέρα δεν ήταν η θλίψη, αλλά μια ήρεμη πληρότητα.

Ο Αρμάνι πίστευε ότι το ρούχο πρέπει να υπηρετεί το σώμα και όχι να το επιδεικνύει. Κατέκτησε τη διαχρονικότητα με μια αισθητική που εξοβέλιζε το περιττό, αναζητώντας την αρμονία ανάμεσα στη μορφή και την ουσία. Μεταμόρφωσε τη μόδα σε μια πράξη αυτογνωσίας. Απέδειξε ότι η αληθινή πολυτέλεια είναι η ηρεμία μέσα στην τελειότητα και έκανε το λιτό να μοιάζει επαναστατικά όμορφο.