Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας. Πηγή: YouTube/ Cinobo
Η ελληνική συμμετοχή στα Όσκαρ
Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας. Πηγή: YouTube/ Cinobo

Η ελληνική συμμετοχή στα Όσκαρ

Ο Αντώνης και η Έλενα συστήνονται αφότου καθίσουν σε ένα τραπέζι, κρατώντας ο ένας στον άλλο συντροφιά, ενώ ταυτόχρονα συντρώγουν, συνπίνουν και συνομιλούν. Αυτή θα μπορούσε να είναι μία από τις πιο ουσιαστικές σκηνές της ταινίας μυθοπλασίας «Μαγνητικά πεδία» (2021) του Γιώργου Γούση, ένα road movie όπου μέσα από την περιπλάνηση με ένα αυτοκίνητο, στην Κεφαλλονιά, υπογραμμίζεται η δύναμη της συντροφιάς, η αδήριτη ανάγκη για επικοινωνία, κατανόηση και αποδοχή του άλλου –αναζητούνται σε κάθε εποχή, δεν απέχει και πολύ εκείνη της κοινωνικής απομόνωσης λόγω της πανδημίας.

Τα «Μαγνητικά πεδία» είναι μια ταινία λιτή, δημιουργημένη με λιτά μέσα (και χαμηλό προϋπολογισμό), θίγει υπαρξιακά ζητήματα που είναι πανανθρώπινα. Λόγω ακριβώς της οικουμενικότητας αυτών των ζητημάτων, η ταινία –συμπαραγωγής Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου - επιλέχθηκε από ειδική επιτροπή για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 95η διοργάνωση βραβείων Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ως υποψήφια για τη διεκδίκηση του Βραβείου Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους (πρώην Βραβείο Ξενόγλωσσης Ταινίας).

Εν αναμονή της τελικής, μικρής λίστας των υποψήφιων ταινιών από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, θυμόμαστε ότι στα πρώτα λεπτά της ταινίας η Έλενα κοιτά τον εαυτό της στον καθρέπτη και συνειδητοποιεί πως η πραγματική εικόνα του εαυτού της δεν είναι η δική της, πως χάνει τον εαυτό της, και έτσι αυθόρμητα ξεκινά ένα ταξίδι δίχως προορισμό. Αυτό το ταξίδι έχει ως ουσιώδη αφετηρία την αποβίβασή της από ένα πλοίο που προσάραξε στην Κεφαλλονιά· κατά την αποβίβασή της με το «γέρικο ρενώ» της, έχει συνοδηγό τον, μέχρι πρότινος, άγνωστο σε αυτή, Αντώνη.

(Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας. Πηγή: YouTube/ Cinobo)

Η περιπλάνηση στους δρόμους της Κεφαλλονιάς προκειμένου να βρεθεί ένα μέρος να ταφεί η οστεοθήκη με τα οστά της θείας του –επιθυμία της εκλιπούσας– είναι αντίστοιχη της εσωτερικής περιπλάνησης. Ενώ η συνύπαρξη ενός νεκρού με την όποια μορφή του –οστά– στη ζωή που συνεχίζεται, είναι μία κατάσταση που επηρεάζει το συναισθάνεσθαι και τις σκέψεις. Κάπως έτσι, θα λέγαμε, η ανάγκη για συντροφιά, για μια ανθρώπινη αγκαλιά, πηγάζει αβίαστα, γίνεται επιθυμία. Οι πρωταγωνιστές μοιράζονται τους φόβους, τις επιθυμίες, τα αδιέξοδά τους -κατ' αυτόν τον τρόπο γίνονται τρωτοί, δένονται, ισχυροποιείται ο δεσμός.

Αντώνης (Τσιοτσιόπουλος) και Έλενα (Τοπαλίδου) «έλκονται με έναν αδιόρατο τρόπο που δεν είναι κατανοητός, όπως έλκονται δύο άνθρωποι, μαγνητίζονται. Κουβαλούν και οι δυο ένα φορτίο. Στη μία περίπτωση είναι ορατό –ένα κουτί– στην άλλη είναι αόρατο –ένα εσωτερικό φορτίο», σημείωσε ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης σε παλαιότερη συνέντευξή του. Θα έλεγε κανείς ότι η διαφορετικότητα του φορτίου τους προδίδεται και από το χρώμα των ρούχων που φορούν: μαυροντυμένη η Έλενα ως μία υπόνοια της θλίψης και του αδιεξόδου που έχει κυριεύσει την ψυχή της, φορώντας γυαλιά ηλίου ακόμη και με συννεφιασμένο καιρό, αποχρώσεις του κίτρινου και του μπλε φορά ο Αντώνης.

Απλά τα χρώματα που επιλέγουν να ενδυθούν, απλά και ουσιαστικά όσα επικοινωνεί η ταινία, απλά τα «υλικά» της. Μία ταινία που αποτελεί παράδειγμα ότι για τον καλό και πραγματικό κινηματογράφο αρκεί μία ιστορία που θα αγγίξει τους θεατές, απουσία εφέ και άλλων τεχνικών προθέσεων. 

*Τα «Μαγνητικά πεδία» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γούση. Έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 62o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2021), αποσπώντας -ανάμεσα σε έξι βραβεία– το βραβείο «Χρυσός Αλέξανδρος Film Forward».