Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Τζον Μπάνβιλ, Μοναδικότητες, μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιωτης, σελ.384

Ο Τζον Μπάνβιλ ανήκει σε εκείνη τη μικρή ευρωπαϊκή αριστοκρατία της γλώσσας που εκφράζει την προέκταση του ίδιου του αισθητικού του σύμπαντος. Οι Μοναδικότητες συνεχίζουν με επιμελή συνέπεια αυτήν την άσκηση κομψότητας, αναρχίας και μνήμης που συναντά κανείς μέσα στο έργο του. 

Ο Μπάνβιλ κάνει εδώ κάτι που μόνο όσοι έχουν κατακτήσει πλήρως την τέχνη μπορούν να τολμήσουν: επαναφέρει παλιούς ήρωες, παλιά εγκλήματα, παλιές εμμονές, δίνοντάς τους όμως μια νέα πνοή. Όλοι οι ήρωες μοιάζουν με φαντάσματα που δεν θέλουν να ησυχάσουν και ο Μπάνβιλ, δεν τους χαλάει το χατίρι. Τους επαναφέρει... για να τους ξαναδικάσει.

Το μυθιστόρημα χτίζεται πάνω στην αρχή ενός διχαστικού δίπολου. Έτσι η ενοχή στέκει απέναντι την επιθυμία, ο χρόνος στην ταυτόχρονη αναίρεσή του, η επιστήμη στον μύθο, η πραγματικότητα στην ψευδαίσθηση. Ο καθηγητής Γκόντλι, με τη θεωρία των πολυσυμπάντων του, καταργεί το «εν τω μεταξύ», αυτό το μικρό ενδιάμεσο που επιτρέπει στη λογοτεχνία να υφαίνει τις ζωές. Ο Μπάνβιλ διασκεδάζει με αυτήν την κατάργηση, σαν γάτα που παίζει με το θήραμά της. Με δυο λόγια, αφαιρεί από τον αφηγητή τα εργαλεία του και παρακολουθεί αυτό που θα απομείνει. Και αυτό που απομένει είναι η ατόφια γραφή.

Η γλώσσα του Μπάνβιλ βρίσκεται εδώ στα καλύτερά της. Παιγνιώδης, δηλητηριώδης, αισθησιακή. Μπορεί να περιγράψει έναν φόνο, μια ερωτική παρόρμηση, μια φιλοσοφική αμφιβολία, με την ίδια μαχαιριά ακριβείας. Και πίσω απ’ όλα, δημιουργείται η αίσθηση πως ο συγγραφέας γελάει υπόγεια με την αφέλεια των ηρώων του, με τις μικρές τους αυταπάτες, με το μάταιο της ανθρώπινης αυτογνωσίας.

Οι Μοναδικότητες είναι, μεταξύ άλλων, και ένα βιβλίο για το θέατρο του εαυτού. Ο καθένας μεταμφιέζεται. Οι ήρωες επιστρέφουν από άλλα βιβλία (Μοντγκόμερι, Έλεν, Άννα Μπέρενς) για να διαψεύσουν τη διαδρομή τους. Και γι’ αυτό τους αγαπά: επειδή παραμένουν ανολοκλήρωτοι. Είναι τα φαντάσματα της ίδιας του της γραφής. Ο αφηγητής είναι ο Ερμής, ο πιο ασταθής και δόλιος των Θεών. Η αφήγηση φοράει το προσωπείο του μύθου για να εκτεθεί: ο συγγραφέας χάνει τον έλεγχο και το βιβλίο κερδίζει την αλήθεια του.

Ο Μοντγκόμερι γίνεται «Φέλιξ Μόρντοντ» για να θάψει το παρελθόν του. Η Άννα Μπέρενς εμφανίζεται σαν αρχαία επιστροφή. Η Έλεν, κάποτε ηθοποιός, ξαναγίνεται ηθοποιός στη ζωή ενός άλλου. 

Αυτό που κάνει τον Μπάνβιλ τόσο αναγνωρίσιμο είναι ότι δεν φοβάται την υπερβολή. Την κυνηγά. Χτίζει ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να καταρρεύσει από το ίδιο του το βάρος, αλλά δεν το κάνει ποτέ. Τον κρατά η μουσικότητα. Ο ρυθμός. Η πρόταση που είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να απαιτεί να ακουστεί φωναχτά. Η αίσθηση ότι η λογοτεχνία, όταν λειτουργεί, είναι ένα είδος αρχιτεκτονικής όπου αν αφαιρέσεις ένα τούβλο, πέφτουν όλα.

Και πίσω από όλα το φάντασμα, ένα μοτίβο που ο Μπάνβιλ δεν αφήνει ποτέ. Οι ήρωες δεν κινούνται σε έναν πραγματικό κόσμο. Κινούνται στην άλω του. Στις ενοχές τους, στις απώλειές τους, στις παραμορφώσεις που έφτιαξε ο ίδιος ο χρόνος. Δεν ξέρουν αν λυτρώνονται ή αν καταδικάζονται. Κι αυτό ακριβώς τους καθιστά τόσο ανθρώπινους.

Στο τέλος μένει η αίσθηση ότι ο Μπάνβιλ, αντί να αποχαιρετά τη γραφή, μας παραδίδει το πιο πλήρες επιχείρημα για το γιατί δεν γίνεται να την εγκαταλείψει. Ένα βιβλίο γραμμένο από κάποιον που ξέρει πως η λογοτεχνία, η αληθινή λογοτεχνία, δεν απαιτεί συγγραφέα νεανικής ορμής, αλλά πνεύμα έμπειρο, ανθεκτικό, και κρυφά, αδιόρατα, ακατάβλητο!

*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας