Με θετική ατζέντα έως το 2030 απαντά η κυβέρνηση στον «αλαζόνα» Αλ. Τσίπρα
(ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)
(ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)

Με θετική ατζέντα έως το 2030 απαντά η κυβέρνηση στον «αλαζόνα» Αλ. Τσίπρα

Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας βρισκόταν χθες στη σκηνή του «Παλλάς» σηματοδοτώντας, ουσιαστικά, την επιστροφή του στην κεντρική πολιτική σκηνή και διατυπώνοντας το πρώτο περιεχόμενο αυτής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε σε συζήτηση με τον πρόεδρο του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου. Τα όσα είπε εκεί  τόσο για την ελληνική οικονομία, όσο και για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, είναι προφανές ότι θα αποτελέσουν τον «καμβά» της απάντησης του Μεγάρου Μαξίμου, που θα διατυπώνεται απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό.

Το πρώτο στίγμα έδωσε με την ανακοίνωσή του, αμέσως μετά την ομιλία Τσίπρα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο οποίος εστίασε στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Τον επέκρινε για τις πολλαπλές διασπάσεις του κόμματός του, τον χαρακτήρισε αμετροεπή, αμετανόητο και αλαζόνα, βάζοντας και την ηθική ως παράμετρο αντιπαράθεσης, σημειώνοντας ότι «αυτοπροσδιορίζεται ως η επιτομή της εντιμότητας ο πρωθυπουργός των ''παρα- υπουργείων Δικαιοσύνης'', των αμετάκλητα καταδικασμένων υπουργών, του φωτογραφικού Ποινικού Κώδικα και της στοχοποίησης των πολιτικών αντιπάλων του στο όνομα μιας σκευωρίας», επέμεινε στην παρουσία των παλαιών στελεχών στην εκδήλωση και κατέληξε αναδεικνύοντας το επίδικο για την κυβέρνηση, την επιστροφή της χώρας στο παρελθόν.

«Όσο και να προσπαθεί να γυρίσει τη χώρα στο 2015, εμείς θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε μπροστά», τόνισε ο κ. Μαρινάκης και ακριβώς αυτό το διακύβευμα, θα αποτελέσει τον κεντρικό πυλώνα της κριτικής του Μεγάρου Μαξίμου στον πρώην πρωθυπουργό. Η αποδόμηση της χθεσινής παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα, αποτελεί επίσης μέρος της κυβερνητικής αντίδρασης. «Δεν είδα κανένα rebranding ούτε κατά τους μήνες που προηγήθηκαν της παρουσίασης ούτε κατά την παρουσίαση. Περισσότερο έμοιαζε με ένα αποτυχημένο reunion παλιών συντρόφων», σχολίασε ο κ. Μαρινάκης, δίνοντας τον τόνο, χαρακτηρίζοντας παρωχημένη τη συζήτηση, «με ίδια συνθήματα, ίδιες διαχωριστικές γραμμές», όπως είπε.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έθεσε πιο παραστατικά, διατυπώνοντας το ερώτημα -που θα θέτει μετ’ επιτάσεως και στους πολίτες- «εάν εσείς θα εμπιστευόσασταν και θα ξαναμπαίνατε σε ένα καράβι το οποίο ο καπετάνιος το έριξε ήδη μια φορά στα βράχια», συμπληρώνοντας ότι «ο καπετάνιος δεν το έριξε απλά στα βράχια, έσπευσε και βγήκε πρώτος από το πλοίο, πήρε τις σωσίβιες λέμβους και τα σωσίβια και έριξε όλη την ευθύνη στο πλήρωμα».

Απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Μητσοτάκης θα επιμείνει να προβάλει τα πεπραγμένα των δικών του δύο τετραετιών και τις προοπτικές, που δημιουργούνται, σε αντίστιξη με την περίοδο 2015-2019. Ήδη, από χθες, ο πρωθυπουργός, αφού χαρακτήρισε ως «κορωνίδες» της πολιτικής της ΝΔ την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική συνέπεια, επεσήμανε ότι «η Ελλάδα έχει σήμερα από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη [...] ούσα, ταυτόχρονα, δημοσιονομικά υπεύθυνη και επιτυγχάνοντας σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία επιτρέπουν την απομείωση του χρέους», όπως είπε, μιλώντας για έναν «ενάρετο κύκλο» στον οποίο η χώρα έχει μπει και σημειώνοντας χαρακτηριστικά, «να μην ξεχνάμε ότι από το 2015 έως και το 2018, την προηγούμενη περίοδο, η ελληνική οικονομία είχε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη, με μεγάλη διαφορά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δηλαδή ουσιαστικά αποκλίναμε από την Ευρώπη και μετά το καταστροφικό 2015», συμπληρώνοντας «τα λέω αυτά διότι αξίζει να θυμίζουμε μερικές φορές από πού προερχόμαστε, πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε».

Προτάσσοντας την ενίσχυση των επενδύσεων -που ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασαν από το 11% στο 17% σήμερα, με στόχο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι το 21%- τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα στοχεύουν στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, τους υψηλότερους μισθούς και τη δίκαιη κατανομή του μερίσματος της ανάπτυξης, παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις, την ψηφιοποίηση του κράτους, τη χρήση των εργαλείων της Τεχνητής Νοημοσύνης και τη «μάχη με το βαθύ κράτος», όπως την αποκαλεί, ο κ. Μητσοτάκης δημιουργεί το πλαίσιο της ατζέντας του για την επόμενη μέρα, μιλώντας για την «Ελλάδα του 2030».

Τα διλήμματα των επόμενων εκλογών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα έχει ήδη θέσει, όπως το έκανε και χθες, χαρακτηρίζοντάς τα, μάλιστα, «πολύ καθαρά». Πρώτον, το αν η χώρα θα συνεχίσει μια πορεία στο μέλλον, ώστε να μπορεί να μιλά για την Ελλάδα του 2030 και δεύτερον, αν τελικά υπάρχει εναλλακτική πολιτική πρόταση, «εναλλακτικό πρόγραμμα σταθερότητας και ευημερίας της χώρας», όπως το διατύπωσε. Πάνω σε αυτά τα διλήμματα, το Μέγαρο Μαξίμου «χτίζει» και το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας, την οποία θέτει ως προϋπόθεση οικονομικής ευημερίας.

«Η οικονομική σταθερότητα την οποία έχουμε εξασφαλίσει, την οποία έχουμε υπερασπιστεί και την οποία έχω θεσμικά υπηρετήσει, εξαντλώντας τα συνταγματικά όρια των τετραετιών και τιμώντας με αυτόν τον τρόπο, πιστεύω, την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού, νομίζω ότι αυτά έχουν μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη σημασία», επεσήμανε ο κ. Μητσοτάκης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο και την τήρηση των δεσμεύσεων, που ανέλαβε το 2023. «Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με τις πολιτικές μας, και αυτό είναι απολύτως θεμιτό σε μια δημοκρατία, αλλά κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει ότι κάναμε άλλα από αυτά τα οποία είπαμε. Αυτά για τα οποία εκλεγήκαμε είναι αυτά τα οποία υλοποιούμε και με την ίδια ακριβώς στρατηγική θα προσέλθουμε και στις εκλογές του 2027», τόνισε. 

Ο πρωθυπουργός σπεύδει να διευκρινίσει ότι δεν θα υπάρξει μακρά προεκλογική περίοδος και ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να λειτουργεί μέχρι την τελευταία στιγμή, αναδεικνύοντας τον στόχο της αυτοδυναμίας ως κομβικό. Ο κ. Μητσοτάκης επιμένει ότι οι «αυτοδύναμες κυβερνήσεις πολύ πιο αποτελεσματικές, πολύ πιο γρήγορες από τις κυβερνήσεις συνεργασίας» και εξακολουθεί να δηλώνει ότι ο στόχος αυτός είναι εφικτός. «Τα ίδια ακριβώς ερωτήματα μού είχαν τεθεί και το 2022 ενόψει των εκλογών του 2023, όταν πολλοί προέβλεπαν ότι δεν θα είχαμε αυτοδυναμία και τελικά οι πολίτες τους διέψευσαν σε δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις», είπε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας το κλίμα, που επικρατεί στο κυβερνητικό επιτελείο.