Ο τελευταίος ερημίτης της λογοτεχνίας
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, Η τελευταία συνέντευξη και άλλες συζητήσεις, εκδ. Key Books, σελ. 224
Από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, η δημόσια εικόνα του Σάλιντζερ έγινε ένα περίγραμμα το οποίο οι αναγνώστες και οι θαυμαστές προσπαθούσαν να συλλάβουν, συχνά περισσότερο μέσα από την απουσία του παρά από το έργο του. Το βιβλίο Η τελευταία συνέντευξη και άλλες συζητήσεις έρχεται να χαρτογραφήσει αυτή την επίμονη, σχεδόν εμμονική, προσπάθεια απομάκρυνσης του συγγραφέα από τα φώτα της δημόσιας ζωής συγκεντρώνοντας το υλικό αυτής της διαρκούς καταδίωξης με άρθρα, συνεντεύξεις, δημοσιογραφικές απόπειρες για να φωτιστεί το άπιαστο πρόσωπο πίσω από τον Φύλακα στη Σίκαλη.
Στην εισαγωγή του, ο Ντέιβιντ Στρέιτφελντ μας παρουσιάζει έναν κόσμο όπου η δημόσια εικόνα του Σάλιντζερ γίνεται καθρέφτης των υπερβολών του αμερικανικού Τύπου: δημοσιογράφοι που διανύουν τεράστιες αποστάσεις για να τον εντοπίσουν, θαυμαστές που φτάνουν στο Νιου Χαμσάιρ με την ελπίδα ότι θα τους θεραπεύσει, ρεπόρτερ που κάθονται ακίνητοι για ώρες έξω από το σπίτι του. Όλοι προσπαθούν να καταγράψουν μια μορφή που τους ξεφεύγει. Το βιβλίο δείχνει πόσο εύκολα η σιωπή μπορεί να γίνει αντικείμενο εξιδανίκευσης.
Ο Σάλιντζερ από άνθρωπος, μετατρέπεται σε σύμβολο, σε μύθο της εποχής, σε αποκούμπι των αναγνωστών που προσπαθούν να ανακαλύψουν πάνω του ό,τι τους λείπει. Ο Σάλιντζερ αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα ως ιερό τέρας και ως άνθρωπος, απελπισμένα προσηλωμένος στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας, δύο στοιχεία που το βιβλίο αναδεικνύει μέσα από τη διακριτική ματιά ενός ιστορικού της λογοτεχνικής κουλτούρας του 20ού αιώνα.
Κι όμως, πίσω από αυτή τη μυθολογική λάμψη, το βιβλίο αποκαλύπτει κάτι βαθιά ανθρώπινο. Στις πρώτες συνεντεύξεις του, πριν αρχίσει τη μεγάλη του σιωπή, διακρίνεται ένας άνθρωπος ευγενής, πνευματώδης, με έναν αυστηρό σεβασμό προς τους ήρωές του. Η σχέση του με τον Χόλντεν Κόλφιλντ μοιάζει σχεδόν πατρική. Δεν είναι ο κυνικός ερημίτης της δημόσιας φαντασίας, αλλά ένας συγγραφέας που δεν θέλει να δει τα πλάσματά του να γίνονται αντικείμενα εμπορίας. Αυτό το υλικό προσφέρει μια σπάνια δυνατότητα, καθώς παρατηρεί τον Σάλιντζερ όχι ως σύμβολο, αλλά ως άνθρωπο που αγωνίζεται να προστατεύσει το έργο του από την αποπροσανατολιστική χρήση.
Η σύγκρουση αυτή μάς οδηγεί σε ένα δεύτερο, βαθύτερο ερώτημα που διατρέχει διακριτικά το βιβλίο. Πόσο ασφαλές είναι τελικά να γνωρίζουμε το έργο μέσα από τον δημιουργό; Η εποχή μας έχει μετατρέψει τη βιογραφία σε κριτήριο αισθητικής. Συχνά δεν μας αρκεί το βιβλίο, απαιτούμε να γνωρίσουμε τον άνθρωπο πίσω από αυτό.
Θέλουμε εξηγήσεις για κάθε πρόθεση, κάθε σιωπή, κάθε κενό. Το έργο αντιμετωπίζεται σαν ημιτελές χωρίς την προσωπική εξομολόγηση του δημιουργού του. Η περίπτωση του Σάλιντζερ αποκαλύπτει πόσο προβληματική μπορεί να γίνει αυτή η ταύτιση. Όταν ο αναγνώστης προσπαθεί να διαβάσει τον συγγραφέα μέσα από τον συγγραφέα, το έργο μικραίνει, περιορίζεται, εγκλωβίζεται στη βιογραφία του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ιδιαίτερα οι συνεντεύξεις που δόθηκαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, πριν ο Σάλιντζερ κλειστεί οριστικά στη σιωπή του. Εκεί διακρίνει κανείς έναν άνθρωπο με χιούμορ, ευγένεια και μιαν αυστηρή, σχεδόν ασκητική αντίληψη για την τέχνη. Απορρίπτει τις ερμηνείες, αμφισβητεί τις προθέσεις των δημοσιογράφων, αλλά υπερασπίζεται με πάθος τους χαρακτήρες του σαν πλάσματα που δεν πρέπει να εκτεθούν σε παραμορφώσεις.
Αυτές οι σπάνιες στιγμές τον δείχνουν ανθρώπινο, τρωτό, λιγότερο απόμακρο απ’ όσο θέλησε ο ίδιος ο μύθος του να τον παρουσιάζει. Στο κέντρο αυτών των αποσπασμάτων βρίσκεται πάντα ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ο έφηβος που σημάδεψε την αμερικανική λογοτεχνία. Ο πατρικός, προστατευτικός, σχεδόν τρυφερός τρόπος που μιλά ο Σάλιντζερ για τον Χόλντεν, λειτουργεί ως υπενθύμιση πως ο συγγραφέας δεν υπήρξε ποτέ μισάνθρωπος, αλλά βαθιά ευαίσθητος απέναντι στη βία της δημοσιότητας.
Ο Σάλιντζερ αρνήθηκε επίμονα να μπει σε αυτό το παιχνίδι. Η σιωπή του, που τότε φάνταζε εκκεντρική, σήμερα μοιάζει σχεδόν προφητική. Ήταν ένας τρόπος να προστατεύσει την ελευθερία του αναγνώστη. Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο παράδοξο: ότι η απόσυρσή του υπήρξε, με έναν τρόπο, μια βαθιά πράξη προσφοράς. Επιτρέποντας στο έργο του να σταθεί μόνο του, χωρίς την κλεψύδρα της βιογραφίας του να το μετρά, ο Σάλιντζερ άφησε στους αναγνώστες την πιο καθαρή μορφή λογοτεχνικής εμπειρίας.
Η τελευταία συνέντευξη και άλλες συζητήσεις είναι ένα βιβλίο που αποφεύγει να υπηρετήσει τον μύθο ενώ ταυτόχρονα δεν έχει καθόλου την πρόθεση να τον αποδομήσει. Μεταθέτει στον αναγνώστη την ευθύνη να εκτιμήσει αυτόν τον μεγάλο απόντα χωρίς τις απλουστεύσεις της δημόσιας εικόνας. Διαβάζεται ως το πορτρέτο ενός ανθρώπου που διεκδίκησε το δικαίωμα στη απομόνωση και ως υπενθύμιση ότι το έργο πρέπει να μένει μόνο του, χωρίς να επισκιάζεται από το πρόσωπο. Σε μιαν εποχή όπου ζητάμε από τους δημιουργούς να εκτεθούν για να κατανοήσουμε τα δημιουργήματά τους, ο Σάλιντζερ επιμένει πως η λογοτεχνία δεν είναι πεδίο δημοσιότητας και προβολής του δημιουργού.
Και αυτό, τελικά, είναι το πραγματικό επίτευγμα της έκδοσης: μας δείχνει ότι η ταύτιση έργου και δημιουργού, όσο δελεαστική κι αν είναι, δεν αποτελεί ποτέ σταθερό κριτήριο. Η λογοτεχνία χρειάζεται πάντα λίγο μυστήριο για να αναπνέει και ο Σάλιντζερ, περισσότερο από κάθε άλλον, το υπερασπίστηκε αυτό ως δικαίωμα και ως μια μορφή βαθιάς ηθικής αυτονομίας.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
