Marshall B. Rosenberg , Μη Βίαιη Επικοινωνία: Η γλώσσα της ζωής Μετάφραση: Γιώργος Τσιτσιρίγκος, Εκδόσεις, Key Books, σελ.: 352
Σε μιαν εποχή όπου η δημόσια συζήτηση μοιάζει περισσότερο με διαρκή ανταλλαγή κατηγοριών παρά με διάλογο, το βιβλίο του Marshall Rosenberg Μη Βίαιη Επικοινωνία – Η γλώσσα της ζωής θέλει να υπενθυμίσει πως η γλώσσα, μακριά από το να είναι ουδέτερη, έχει βάρος, ιστορία, προθέσεις, αλλά κυρίως συνέπειες. Η μετάφραση του Γιώργου Τσιτσιρίγκου αποδίδει με καθαρότητα τη σκέψη του Rosenberg και μεταφέρει στο ελληνικό κοινό ένα από τα πιο επιδραστικά έργα των τελευταίων δεκαετιών στον τομέα της επικοινωνίας και της διαμεσολάβησης σε συγκρούσεις.
Ο Rosenberg, ψυχολόγος και ειρηνοποιός με πολυετή δράση σε διεθνείς κρίσεις, δεν προσεγγίζει τη γλώσσα ως τεχνική και δεν ενδιαφέρεται για «ευγένειες» ή για τυπικές συμβάσεις. Το ενδιαφέρον του είναι βαθύτερο: πώς μιλάμε όταν θέλουμε πραγματικά να συναντήσουμε τον άλλον; Πώς αναγνωρίζουμε τις ανάγκες μας χωρίς να γινόμαστε επιθετικοί; Και, τελικά, πώς σπάμε το διαρκές μοτίβο κατηγορίας που κυβερνά τόσο τις ιδιωτικές μας σχέσεις όσο και τις δημόσιες αντιπαραθέσεις;
Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται ένα απλό, αλλά απαιτητικό σχήμα: παρατήρηση χωρίς κρίση, αναγνώριση συναισθημάτων, ανίχνευση αναγκών, διατύπωση ξεκάθαρων αιτημάτων. Όσο προχωρά ο αναγνώστης όμως, διαπιστώνει ότι τίποτα από αυτά δεν είναι πραγματικά αυτονόητο. Η ελληνική καθημερινότητα, στο σπίτι, στη δουλειά, στα social media, στην πολιτική, είναι διαποτισμένη από έναν λόγο που μεταμφιέζει την ανάγκη σε επίθεση και το συναίσθημα σε κατηγορία. Ο Rosenberg ζητάει την ακριβώς αντίθετη άσκηση: να μιλάμε όχι για να πείσουμε, αλλά για να καταλάβουμε και να γίνουμε κατανοητοί.
Τα παραδείγματα που παραθέτει, από σχολικές τάξεις γεμάτες εντάσεις μέχρι φυλακές και εμπόλεμες περιοχές, αποδεικνύουν πως η μέθοδός του είναι απολύτως πρακτική παράλληλα με την θεωρητική του προσέγγιση. Στην πραγματικότητα, ξεκινά εκεί όπου η γλώσσα έχει πάψει να λειτουργεί: σε κοινότητες που δεν εμπιστεύονται πια ούτε τον δημόσιο ούτε τον ιδιωτικό λόγο. Αυτό δίνει στο βιβλίο έναν τόνο επείγοντος. Μια βαθιά πολιτική στάση είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώνεται μια «ήπια» πρόταση επικοινωνίας. Σε έναν κόσμο όπου η πόλωση γίνεται καθημερινή στρατηγική, ο Rosenberg αντιπροτείνει μια γλώσσα που αποσκοπεί στην αναγνώριση, όχι στην επικράτηση.
Η ελληνική έκδοση ενισχύεται και από το προλογικό κείμενο, το οποίο φωτίζει την ιστορία του συγγραφέα και της μεθόδου του. Ειδικά στο σημείο όπου επισημαίνεται ότι κάθε πρόσωπο κουβαλά τη δική του ιστορία την οποία προστατεύει, και ενίοτε υπερασπίζεται επιθετικά, αποτυπώνεται μια σημαντική διάσταση της δικής μας κοινωνικής πραγματικότητας. Η ελληνική δημόσια σφαίρα είναι μια αδιάκοπη σύγκρουση αφηγήσεων. Κάθε πολιτική άποψη, κάθε ιδεολογική στάση, συχνά κάθε ανάρτηση, γίνεται πεδίο ταύτισης ή αποδοκιμασίας. Το βιβλίο του Rosenberg λειτουργεί ως αντίδοτο σε αυτό το μοτίβο.
Ιδιαίτερη αξία έχει η εμμονή του στην αναγνώριση των αναγκών. Στον λόγο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας δεν υπάρχει το «εσύ φταις» αλλά το «εγώ χρειάζομαι». Αν το δει κανείς επιφανειακά, μοιάζει με μετατόπιση από την ευθύνη στην ευαισθησία. Στην ουσία, όμως, είναι η πιο δύσκολη μορφή υπευθυνότητας: η παραδοχή του τι πραγματικά ζητάμε. Ο Rosenberg το διατυπώνει ως μια ηθική της διαφάνειας, η οποία προϋποθέτει θάρρος μεγαλύτερο από αυτό της σύγκρουσης.
Το Μη Βίαιη Επικοινωνία αρνείται τις «εύκολες λύσεις» και απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας, μια αναθεώρηση της ίδιας της έννοιας της προσωπικής, επαγγελματικής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Σε όσους το προσεγγίσουν σοβαρά, είναι -εκτός από ένα εργαλείο επικοινωνίας- και ένας τρόπος να ανταπεξέλθουν στην εποχή της υπερβολής και της εύκολης οργής.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα ωφελήσει τον αναγνώστη, αλλά ίσως περισσότερο τον δημόσιο διάλογο. Και σήμερα, αυτό είναι πολύτιμο.
Η έκδοση της Key Books είναι καλαίσθητη και λειτουργική, προσφέροντας ένα βιβλίο που διαβάζεται τόσο συνεχόμενα όσο και αποσπασματικά, ως πρακτικός οδηγός.
Βασιλική Νίκα, Μιλώντας στους μεγάλους για τα βιβλία των μικρών, Εκδόσεις Πατάκη, 112 σελ.
Σε έναν κόσμο όπου το βιβλίο ανταγωνίζεται πλέον οθόνες, ειδοποιήσεις και αδιάκοπα ψηφιακά ερεθίσματα, το ζήτημα της φιλαναγνωσίας στα παιδιά δεν είναι καθόλου απλό. Η αναγνωστική συνήθεια δεν γεννιέται αυθόρμητα, χρειάζεται παρουσία, καθοδήγηση και ένα περιβάλλον που να καλλιεργεί τη χαρά της ανάγνωσης. Αυτό το κενό επιχειρεί να καλύψει η Βασιλική Νίκα με το βιβλίο της Μιλώντας στους μεγάλους για τα βιβλία των μικρών, ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο για γονείς, εκπαιδευτικούς και όσους βρίσκονται κοντά σε παιδιά.
Η Νίκα προσεγγίζει τη φιλαναγνωσία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό. Θέτει το βασικό ερώτημα: πώς ενισχύεις την αγάπη για το βιβλίο σε μιαν εποχή όπου η ανάγνωση δεν είναι αυτονόητη; Η απάντησή της είναι πρακτική. Το βιβλίο οργανώνεται γύρω από συγκεκριμένα κεφάλαια: πώς επιλέγουμε βιβλία ανά ηλικία, πώς διαβάζουμε μαζί με ένα παιδί, πώς μετατρέπουμε την ανάγνωση σε εμπειρία και όχι σε καθήκον.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι η αναγνώριση της νέας πραγματικότητας. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον πολυμέσων, όπου η ανάγνωση δεν είναι μόνο έντυπο βιβλίο αλλά και ψηφιακό, ακουστικό, διαδραστικό. Η συγγραφέας δεν δαιμονοποιεί αυτή τη μετάβαση, αντίθετα, προσπαθεί να δείξει πώς οι ενήλικες μπορούν να λειτουργήσουν γεφυρωτικά, μεταφέροντας το παιδί από την οθόνη στη σελίδα με φυσικό τρόπο, χωρίς ενοχές και πιέσεις.
Η συμβολή της Νίκα βρίσκεται κυρίως στην προσγειωμένη ματιά της, που χωρίς να υπόσχεται «μυστικά» φιλαναγνωσίας ή ιδανικές συνταγές, δείχνει πώς κάθε ενήλικος μπορεί να γίνει ο κρίκος που θα ενώσει το παιδί με την πρώτη του βιβλιοθήκη. Η έμφαση στη «σχέση» που δημιουργείται από τη συνάντηση ενηλίκου–παιδιού πάνω από μια σελίδα, είναι το δυνατότερο σημείο του βιβλίου. Για να υιοθετήσουν τα παιδιά την ανάγνωση σαν μια καθημερινή απασχόληση για την μόρφωση ή και την ψυχαγωγία τους, χρειάζεται να έχουν γύρω τους ανθρώπους που διαβάζουν, συνομιλούν, αφήνουν χώρο στο βιβλίο να ανθίσει.
Σε μιαν εποχή όπου η ανάγνωση στα παιδιά δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, το βιβλίο της Βασιλικής Νίκα έρχεται να υπενθυμίσει πως η φιλαναγνωσία είναι η βάση για να μπορεί ένα παιδί να σκεφτεί, να συγκροτήσει ταυτότητα, να φανταστεί τον κόσμο και να ενταχθεί δυναμικά σ’ αυτόν. Και αυτό, τελικά, είναι το βαθύτερο νόημα του βιβλίου.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
