Gregory Jusdanis και Peter Jeffreys, Κωνσταντίνος Καβάφης: Ο άνθρωπος και ο ποιητής, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο, σελ, 542
Η βιογραφία αυτή αποτελεί ένα από τα πληρέστερα και πιο καλοδουλεμένα εγχειρήματα των τελευταίων ετών γύρω από τη ζωή και το έργο του Αλεξανδρινού. Το βιβλίο επιχειρεί να ανασυνθέσει με εντυπωσιακή λεπτομέρεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε, τις πνευματικές και κοινωνικές του αναφορές, και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος τη διαρκή του παρουσία.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν πως ο Καβάφης «ενορχήστρωσε» το έργο του με τρόπο σχεδόν θεατρικό, σαν να ήξερε πως κάθε εποχή θα το διαβάζει διαφορετικά. Η ποίησή του δεν υπήρξε ποτέ ένα τετελεσμένο σώμα, αλλά ένα έργο εν εξελίξει, που άλλαζε ανάλογα με τον χρόνο, τους αναγνώστες και τις ανάγκες της ερμηνείας. Η ίδια του η φράση στα Κρυμμένα («Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα… από εκεί μονάχα θα με νιώσουν») μοιάζει να συνοψίζει αυτήν ακριβώς την πρόθεση: να παραμείνει αινιγματικός, μεταμορφωτικός, απρόσιτος στην απλοποίηση.
Το βιβλίο του Jusdanis και του Jeffreys, επομένως, δεν στρέφει την προσοχή του τόσο στη θεωρητική αποτίμηση, όσο εστιάζει στον άνθρωπο Καβάφη, τον ιδιόρρυθμο Αλεξανδρινό που έζησε ανάμεσα σε εποχές και γλώσσες. Οι συγγραφείς σκιαγραφούν τον Καβάφη ως τέκνο της ελληνικής διασποράς, άνθρωπο των κάθε λογής συνόρων: γεωγραφικών, γλωσσικών, ερωτικών. Η αφήγηση κινείται από την Κωνσταντινούπολη και το Λίβερπουλ έως την Αλεξάνδρεια, ενώ ανασυνθέτει τη διαδρομή του ποιητή μέσα από τα ταξίδια, τα αναγνώσματα, τις φιλίες, τις μικρές ιδιοτροπίες της καθημερινότητας.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το πώς το βιβλίο εντάσσει τον Καβάφη στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και αποικιακό του ορίζοντα: στην Αλεξάνδρεια των εμπόρων και των μειονοτήτων, στη βρετανική επικυριαρχία, στα ελληνικά σχολεία της διασποράς, στην ηθική των κλειστών κοινοτήτων που ταλαντεύονταν ανάμεσα στη σεμνότητα και τη σιωπηλή πρόκληση.
Από τις πιο γοητευτικές σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που φωτίζουν την ικανότητα του Καβάφη να μετατρέψει τη ζωή του σε τελετουργία της σιωπής και του φωτός. Οι συγγραφείς περιγράφουν με λεπτομέρεια το δωμάτιό του στην οδό Λέψιους, με τα κεριά, τις φωτογραφίες, τα βιβλία, τις μικρές ιεροτελεστίες που συνόδευαν κάθε συνάντηση. Η αφήγηση του Αλέξη Μινωτή, ο οποίος τον γνώρισε το 1926 στην Αλεξάνδρεια, αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά αποσπάσματα της βιογραφίας. Ο νεαρός ηθοποιός, μαγεμένος από τη «γοητεία του πνεύματός του», θυμάται τον Καβάφη να τον ενθαρρύνει να «εκδηλωθεί ως ποιητής», παρότι δεν είχε δει καμία ένδειξη ποιητικού ταλέντου. Αυτή η σκηνοθετημένη γενναιοδωρία, η ανάγκη του ποιητή να μετατρέπει κάθε συνάντηση σε τελετουργία, αποτελεί «κλειδί» για την κατανόηση του χαρακτήρα του.
Στην ίδια γραμμή κινούνται και τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, όπου η τραγική ειρωνεία της ασθένειάς του συναντά το μεγαλείο της αυτοσυνείδησης. Οι συγγραφείς παρακολουθούν τη νοσηλεία του στην Αθήνα, μετά την τραχειοτομή, μέσα από τις μαρτυρίες του Μινωτή και της Παξινού: τον Καβάφη να επικοινωνεί με σημειώματα, να περιφέρεται σιωπηλός στους διαδρόμους του νοσοκομείου, «σκυφτός, ερειπωμένος, άπελπις», αλλά με μια σχεδόν ιερή επιμονή να παραμείνει δημιουργός ως το τέλος. Δεν είναι τυχαίο ότι πέθανε ανήμερα των γενεθλίων του, το 1933, αφήνοντας πίσω του έναν κύκλο ζωής κλειστό σαν ποίημα.
Το έργο των Jusdanis και Jeffreys ξεχωρίζει για τη συνθετική του ματιά καθώς μετατρέπει μια φιλολογική βιογραφία, σε πολιτισμική τοιχογραφία. Οι συγγραφείς δείχνουν πώς ο Καβάφης υπήρξε ταυτόχρονα Έλληνας και Ευρωπαίος, Αλεξανδρινός και παγκόσμιος, ένας άνθρωπος που κατέλυσε τα όρια ανάμεσα στο ιστορικό και το προσωπικό. Χωρίς να υποκύπτουν σε ψυχαναλυτικούς ακροβατισμούς ή ηδονοθηρικές ερμηνείες, παρακολουθούν τη σταδιακή διαμόρφωση μιας ποιητικής συνείδησης που προηγήθηκε της εποχής της. Ο Καβάφης αναδύεται ως ένας πρόδρομος της μοντερνικότητας, ένας ποιητής που αντιλήφθηκε την Ιστορία όχι ως αφήγηση αλλά ως ειρωνεία, ως κύκλο επαναλήψεων και ματαιώσεων.
Ενώ συνήθως οι βιογραφίες υποκαθιστούν το ίδιο το έργο, η παρούσα αποκαθιστά την ισορροπία τοποθετώντας τον Καβάφη μέσα στον κόσμο του χωρίς να τον εξαντλεί, αφήνοντας να επιβιώσει το αίνιγμά του. Ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο με την αίσθηση πως γνώρισε έναν άνθρωπο, όχι επειδή του αποκαλύφθηκαν τα μυστικά του, αλλά επειδή περπάτησε πλάι του στους ίδιους διαδρόμους φωτός και σιωπής.
Πρόκειται για μια εξαιρετική βιογραφία που συνδυάζει την επιστημονική ακρίβεια με τη λογοτεχνική ευαισθησία. Ένα βιβλίο που ανασυνθέτει τον Καβάφη και τον «προτείνει» ξανά, μέσα από τα κρυμμένα του σημεία, υπενθυμίζοντας μας πως κάθε νέα ανάγνωση του έργου του είναι μια νέα μορφή ζωής.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
