Antoine de Saint-Exupéry, Γη των ανθρώπων, μτφρ. Βάιος Λιαπής | Επίμετρο Λίζυ Τσιριμώκου | Εκδόσεις Κίχλη,σελ.312

Πρόκειται για το χρονικό ενός αεροπόρου που καταγράφει τις πτήσεις και τους κινδύνους τους. Ταυτόχρονα η Γη των ανθρώπων είναι μια από τις πιο συγκινητικές απόπειρες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας να αποτυπώσει το πρόσωπο του ανθρώπου μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, πιλότος, μηχανικός, ποιητής και στοχαστής, γράφει από το ύψος του ουρανού έχοντας το βλέμμα του στραμμένο πάντα προς τη γη. Κι αυτό ακριβώς κάνει το μυθιστόρημά του ένα βιβλίο βαθιά γήινο, ανθρώπινο, απλό και γεμάτο φως.
Ο Σαιντ-Εξυπερύ, πρωτοπόρος της αεροπορίας και της λογοτεχνίας, καταγράφει τις εμπειρίες του από τις πτήσεις του στη Σαχάρα και τη Νότια Αμερική, αλλά πίσω από τα γεγονότα διακρίνει κανείς έναν άνθρωπο που παλεύει με τα όρια της ύπαρξης. Η πτήση γίνεται αλληγορία της ζωής, το αεροπλάνο εργαλείο στοχασμού, και η έρημος τόπος αποκάλυψης. Ο ουρανός και το χώμα δεν είναι αντίθετα, αλλά δύο όψεις του ίδιου αγώνα: της αναζήτησης νοήματος.
Το έργο έχει μεταφραστεί και εκδοθεί πολλές φορές στα ελληνικά, ωστόσο, η νέα έκδοση της Κίχλης έρχεται να το ξανασυστήσει ουσιαστικά στο ελληνικό κοινό. Και αυτό συμβαίνει για δυο λόγους: αφενός η μετάφραση του Βάιου Λιαπή, που διατηρεί τον ρυθμό και τη μουσικότητα του γαλλικού πρωτοτύπου, αποφεύγοντας τον γλωσσικό εξωραϊσμό και αφετέρου η φιλολογική φροντίδα και το επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου, που εντάσσουν το έργο στη σωστή του διάσταση, όχι ως απλό προοίμιο του Μικρού Πρίγκιπα, αλλά ως κορύφωση της ώριμης σκέψης του Εξυπερύ.
Η Γη των ανθρώπων εκδόθηκε το 1939, λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του συγγραφέα, και διαβάζεται σήμερα σαν ένα προφητικό βιβλίο για τον 20ό αιώνα. Η πτήση και η έρημος, οι δύο μεγάλοι τόποι του Εξυπερύ, λειτουργούν ως καθρέφτες του ανθρώπου που αναζητά τη θέση του ανάμεσα στην τεχνολογία και στη φύση.
Ο συγγραφέας, αν και λάτρης των πτήσεων, δεν υμνεί την πρόοδο. Την αντιμετωπίζει με σεβασμό, αλλά και με αγωνία. Ξέρει ότι κάθε νέο επίτευγμα μπορεί να αποξενώσει τον άνθρωπο από το νόημά του. Γι’ αυτό, η πτήση μετατρέπεται από τεχνικό κατόρθωμα σε ηθική δοκιμασία.
Στο κέντρο όλων αυτών βρίσκεται ο άνθρωπος: ο πιλότος, ο μηχανικός, ο φίλος, ο ταξιδιώτης, ο ονειροπόλος. Ο Εξυπερύ δεν εξιδανικεύει την ανθρωπότητα.
Τη βλέπει όπως είναι, με τις αδυναμίες και τη σκληρότητά της, αλλά επιμένει να τη λυτρώνει μέσα από την πράξη. Για εκείνον, το μεγαλείο του ανθρώπου δεν βρίσκεται στη γνώση ούτε στην πίστη, αλλά στην ικανότητά του να προσφέρει, να δημιουργεί δεσμούς. «Ο άνθρωπος αξίζει όσο οι δεσμοί του», γράφει και η φράση του αυτή γίνεται πυρήνας μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας.
Η προσθήκη του κεφαλαίου Βαρκελώνη και Μαδρίτη, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, φωτίζει μιαν άλλη πλευρά του συγγραφέα. Εδώ ο Εξυπερύ δεν είναι ο ποιητής του ουρανού, αλλά ο μάρτυρας της ιστορίας. Παρακολουθεί τον ισπανικό εμφύλιο από την ανθρωπιστική οπτική, όχι την ιδεολογική.
Μιλά για τους ανθρώπους που σκοτώνονται χωρίς να ξέρουν το γιατί, για τη βία που γεννιέται όταν η πολιτική χάνει τον προσανατολισμό της. Είναι ένα κεφάλαιο που, αν και μικρό, μετακινεί το έργο από το υπαρξιακό στο ιστορικό πεδίο, κάνοντάς το ακόμα πιο επίκαιρο.
Στην εποχή της επιτάχυνσης, της τεχνητής νοημοσύνης και της ηθικής κόπωσης, η φωνή του συνεχίζει να λέει το ίδιο απλό πράγμα: πως η ανθρώπινη ζωή αποκτά νόημα μόνο όταν συνδέεται με την αγάπη, την ευθύνη και τη δημιουργία.
Αυτή η ανθρωπιστική οπτική καθιστά τη Γη των ανθρώπων διαχρονική. Σε μιαν εποχή που η πρόοδος μετριέται με ταχύτητες, ο Εξυπερύ υπενθυμίζει πως η πραγματική ταχύτητα βρίσκεται αλλού: στο βάθος του βλέμματος, στην προσοχή προς τον άλλον.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας