Χθες αποκαλύφθηκε στο Πεδίον του Άρεως το άγαλμα ενός τύπου, που αποτελείται από μια μυστήρια ελληνική ύλη, η οποία επινοεί λύσεις την ώρα που καίγεται, που φορολογείται τη Δευτέρα, κάνει ρύθμιση την Τετάρτη και ετοιμάζει Black Friday την Παρασκευή. Το άγαλμα του Έλληνα μικρομεσαίου επιχειρηματία.
Μαρμάρινο, λευκό, αγέρωχο, Προμηθέας με τα όλα του, φυσικά, ακίνητος. Μόνο που αν υπάρχει ένα πλάσμα που δεν έμεινε ποτέ ακίνητο σ’ αυτή τη χώρα, είναι ακριβώς αυτός. Ο μικρομεσαίος. Δεν είναι φτιαγμένος από μάρμαρο, αλλά από νεύρο, άγχος, αισιοδοξία και πείσμα. Από την ύλη της ελληνικής καθημερινότητας. Καφές στο χέρι, υποχρεώσεις στο μυαλό, εφορία στο κατόπι.
Ας δεχτούμε, λοιπόν, ότι ο μικρομεσαίος είναι ένας Προμηθέας της αγοράς που κλέβει τη φωτιά της επιβίωσης από το κράτος και τις τράπεζες για να ζεστάνει το μαγαζί του. Ή ένας Φοίνικας που καίγεται σε κάθε κρίση, σε κάθε αύξηση του ρεύματος ή του ΦΠΑ, αλλά ξαναγεννιέται μέσα από τα αποκαΐδια, κρατώντας ένα POS στο ένα χέρι και το κινητό του στο άλλο. Και βεβαίως, λίγο μικροκλέφτης, γιατί το σύστημα τον έμαθε να παλεύει όχι με τους κανόνες αλλά γύρω από αυτούς, με αποδείξεις που «θα κοπούν αύριο» και τιμολόγια που «τα γράφει ο λογιστής».
Είναι βέβαια και πολιτικό πελατάκι, μόνιμος θαμώνας των προεκλογικών εξαγγελιών. Κάθε κυβέρνηση τον ανακηρύσσει ραχοκοκαλιά της οικονομίας, κάθε υπουργός υπόσχεται «μέτρα στήριξης», κι εκείνος, με ένα κουρασμένο χαμόγελο, διαρκώς τους πιστεύει και παράλληλα τους κοροϊδεύει. Έχει μάθει να ζει με τους πολιτικούς όπως με τους προμηθευτές του: πάντα κάτι χρωστάει, πάντα κάτι περιμένει.
Και ενδιάμεσα, προσαρμόζεται. Όταν πέφτει ο τζίρος, μικραίνει το μαγαζί. Όταν πέφτει η αγορά, φταίει το κράτος. Όταν θεσπιστούν ρυθμίσεις, πληρώνει την πρώτη δόση, βγάζει ενημερότητα κι ύστερα ξαναζητά καινούρια ρύθμιση. Όταν ανεβαίνουν οι τιμές, στρογγυλεύει κι εκείνος λίγο τα δικά του προς τα πάνω. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, γίνεται κι αυτός ένας μικρός τροφοδότης του πληθωρισμού.
Κι όμως, πίσω από όλα αυτά, υπάρχει κάτι σχεδόν συγκινητικό. Ο μικρομεσαίος είναι ο τελευταίος που εξακολουθεί να πιστεύει στην προσωπική ευθύνη, στη δουλειά, στο «να τα καταφέρω μόνος μου». Είναι ο άνθρωπος που δεν έμαθε να ζητάει μισθό, αλλά να τον φτιάχνει μόνος του. Που ξυπνάει με τη σκέψη «να βγει
η μέρα» και κοιμάται με το άγχος του ΦΠΑ. Που γκρινιάζει για το κράτος, αλλά χωρίς αυτόν το κράτος δεν θα υπήρχε.
Γι’ αυτό και το άγαλμα του μικρομεσαίου είναι ταυτόχρονα τιμή και ειρωνεία. Τιμή, γιατί επιτέλους αναγνωρίζεται ο πιο υπομονετικός ήρωας της ελληνικής οικονομίας. Ειρωνεία, γιατί ο ίδιος δεν έχει χρόνο να πάει να το δει. Είναι απασχολημένος με το να πληρώνει, να παλεύει και να ψάχνει τιμές προμηθευτών. Κι αν κάποτε περάσει από το Πεδίον του Άρεως, θα ρίξει μια ματιά και θα πει το κλασικό: «Καλά, λεφτά για άγαλμα βρήκαν, για μας τίποτα;»
Ο μικρομεσαίος δεν είναι άγαλμα. Είναι διαρκής κίνηση, ευρηματικότητα, γκρίνια και επιμονή μαζί. Ίσως, λοιπόν, αυτό το μαρμάρινο δημιούργημα να μην έγινε για να τον απεικονίσει, αλλά για να τον σταματήσει για λίγο και να του πει «κοίτα, ρε φίλε, τι κουβαλάς στην πλάτη σου».