«Εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν. Έχει μεγαλώσει στον ίδιο τόπο με τα ήπια βουναλάκια και το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά αντί για χιτώνα και χλαμύδα φορά γραβάτα και φαρδιά παντελόνια και τρέχει ελεύθερος όχι με το άλογό του αλλά με το ποδήλατο ή τη μηχανή του. Όσο για το χρώμα, υπήρχε ανέκαθεν. Οι πόλεις, οι ναοί, τα δωμάτια οι άνθρωποι, είχαν χρώματα. Τα κτίρια, τα ενδύματά τους. Απλά στη ζωγραφική μου μπορεί να δείτε μπλε καρπούζια ή κόκκινους ανθρώπους. Το κάνω, γιατί αισθάνομαι με χρώματα. Δείχνω τα αισθήματά μου, όταν επιλέγω χρώμα».
Για τον Αλέκο Φασιανό, τον σπουδαίο ζωγράφο, που εμπνεόταν από την ελληνικότητα και το «Μουσείο Αλέκος Φασιανός» μιλάει στο Liberal και την Δ. Κουτσομητροπούλου, η Μαρίζα Καλογεροπούλου-Φασιανού, σύντροφος ζωής του αείμνηστου, εμβληματικού καλλιτέχνη που γνώρισε τεράστια ανταπόκριση εντός και εκτός συνόρων. Δίχως τα παιδιά τους, τη Βικτώρια και τον Νίκο, η κυρία Φασιανού δεν θα μπορούσε να προχωρήσει μόνη της στη δημιουργία αλλά και στη λειτουργία του Μουσείου, που εγκαινιάστηκε, προ διετίας, στη γειτονιά του Αγίου Παύλου, όπου μεγάλωσε ο πολυτάλαντος κολορίστας.
Ένα Μουσείο ολοζώντανο, πολύβουο, δραστήριο. Και μια άγνωστη πινελιά μιας και πλησιάζουν Χριστούγεννα. Ο Φασιανός, «εξαιρετικός χειρώνακτας», έφτιαχνε φοβερά χριστουγεννιάτικα δέντρα και έκοβε στολίδια από μπρούντζο, κεφαλάκια, αγγέλους, αστέρια. Τα δέντρα-αριστούργημα εκτίθενται κάθε χρόνο στο Μουσείο. Αρχή του, να κάνεις πράγματα μόνος σου, να μην περιμένεις να τα κάνει άλλος για σένα. Αυτό δεν είναι έρωτας…
Ο Αλέκος Φασιάνος. Πηγή: Instagram, alekosfasianos
Συνέντευξη στην Δέσποινα Κουτσομητροπούλου
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το Μουσείο Αλέκου Φασιανού; Πώς προέκυψε αυτό το ξεχωριστό κτίριο;
Μαρίζα Φασιανού: Είναι ένα κτίριο που χτίστηκε πάνω στο πατρικό του σπίτι. Ο Αλέκος ήθελε να μη χαθούν τα παιδικά βιώματα, δηλαδή το σημείο εκείνο, από το οποίο ξεκινούν οι πρώτες εμπνεύσεις. Ήταν καθοριστικής σημασίας ότι γεννήθηκε στο κέντρο των Αθηνών. Γεννήθηκε στην Πλάκα - λίγο μετά πήγαν στο σπίτι όπου είναι σήμερα το Μουσείο. Έλεγε ότι αν δεν γεννιόταν στην πόλη, με όλα τα ερεθίσματα που έχει η πόλη, τα μουσεία, τα θέατρα τους κινηματογράφους, τα περίπτερα με τις εφημερίδες που κρέμονται και γινόμαστε λαθραναγνώστες, τα καφενεία με τον κόσμο, τα ερεθίσματα αυτά της πόλης, δεν θα γινόταν ποτέ αυτό που είναι. Η μητέρα του κάποια στιγμή - ο Αλέκος ζει στη Γαλλία, τα χρόνια εκείνα- αποφασίζει και δίνει το σπίτι αντιπαροχή, όπως έκαναν εκείνη την εποχή πάρα πολλοί άνθρωποι.
Όλη η Αθήνα έτσι διαμορφώθηκε τότε. Το έκανε χωρίς να ρωτήσει τον Αλέκο, ο οποίος γυρνώντας από το Παρίσι παθαίνει ένα «μικρό εγκεφαλικό», λέγοντας μητέρα «γιατί το έκανες αυτό…». Αποζημιώνει τους πάντες , το κτίριο περνάει στην κατοχή του και αρχίζει, με τον σπουδαίο αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο, να χτίζει το κτίριο που βλέπουμε σήμερα. Έξι χρόνια χτιζόταν, είναι όλο χειροποίητο. Είναι μια συνεργασία απίστευτη μεταξύ Φασιανού και Κρόκου, αλλά ο Αλέκος το έκανε σαν ένα χώρο να πηγαίνει με τους φίλους του, όταν είναι στο κέντρο, να περνάει από εκεί. Του άρεσαν πολύ οι μικρές στενές παρέες, του άρεσε να περιδιαβαίνει την πόλη. Το κτίριο έχει βραβευτεί τρεις φορές. Από Ζυρίχη, από Ντάλας, από Νέα Υόρκη, από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά κέντρα του κόσμου. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο κτίριο, έχει εκτεθεί και ως εικόνα στο Μουσείο Μπενάκη, έχουν γίνει και πολλά βιβλία αφιερωμένα σε αυτό, αλλά ο Αλέκος, ο οποίος ήταν πολύ ταπεινός, δεν ήθελε να έχει ένα μουσείο εν ζωή. Δημιουργεί λοιπόν ένα χώρο σαν άμβωνα, αρχιτεκτονικό άμβωνα, όχι εκκλησιαστικό, και λέει εκεί θα ανεβαίνω θα κάνω αστεία με τους φίλους μου, θα βλέπουμε και τα έργα -είχε κρεμάσει πέντε-έξι έργα μέσα και διατηρούσε το κτίριο σε άριστη κατάσταση.
Το Μουσείο ήταν ένα δικό σας «χρέος» στη μνήμη του ;
Μ.Φ: Με τον θάνατο του Αλέκου, η κόρη μου κι εγώ συζητούσαμε ότι είναι καθήκον μας και χρέος μας να μην ξεχαστεί από μόνο του, αυτό το οίκημα που τόσο αγάπησε ο Αλέκος. Ποτέ δεν είχε σκοπό την εμπορική εκμετάλλευση. Ήταν ένα εξαώροφο κτίριο, με διαμερίσματα επάνω, για τους αδελφούς του. Σήμερα έχουν διαμορφωθεί εκθεσιακοί χώροι και χώροι στους οποίους φιλοξενούνται ατελείωτα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στον πρώτο όροφο είναι τα προγράμματα για παιδιά. Ο δεύτερος όροφος , είναι ο μουσικός χώρος, έχει ένα τεράστιο πιάνο, ο πατέρας του ήταν μουσικός και ο Αλέκος είχε μεγάλη έφεση στη μουσική και ο ίδιος. Έπαιζε βιολί καταπληκτικά, αλλά και πιάνο.
Ο τρίτος όροφος είναι το ατελιέ του. Έχουμε μεταφέρει όλο το ατελιέ του, τα πράγματα του, τα πινέλα του, τα καβαλέτα του, τα έπιπλα-έκανε και δικά του έπιπλα ο Αλέκος-τα έχουμε μεταφέρει όλα εκεί, και μπορεί ο κόσμος να επισκέπτεται τον «φασιανικό κόσμο» και είναι πολύ συγκινητικό, εκτίθενται το κρεβάτι του, οι παντόφλες του, τα ρούχα του. Και τώρα διαμορφώνουμε τους δύο τελευταίους ορόφους με τη βιβλιοθήκη και ένα αναγνωστήριο και θα φτιάξουμε κι ένα πολύ μικρό καφέ. Μην ξεχνάτε ότι ο Αλέκος έχει εικονογραφήσει περισσότερα από 3000 βιβλία ποιητών και συγγραφέων από τους σημαντικότερους του κόσμου, όπως των Ελύτη, Ταχτσή, Καβάφη, Αραγκόν, Απολινέρ.
Άρα, αυτή η ιδέα ξεκίνησε από το χρέος που είχαμε απέναντι στη μνήμη του Αλέκου, να μείνει ένας χώρος στο διηνεκές. Του άρεσε «να μην ξεχνιέσαι». Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος; Όταν δεν μιλάει πια κανείς για αυτόν. Τον ξεχνούν ακόμα και οι συγγενείς του. Αυτό συνήθιζε να λέει. Με τα παιδιά μας, τη Βικτώρια, σήμερα Πρόεδρο του Μουσείου και τον Νίκο, που είναι αρχιτέκτονας με γραφείο στην Αθήνα, συμφωνήσαμε ότι οφείλουμε να συντηρήσουμε τη μνήμη του Αλέκου μέσα από τον χώρο αυτό.
Αν δεν ήταν τα παιδιά μου αυτό το Μουσείο δεν θα μπορούσα να το κάνω μόνη μου, ούτε και να το λειτουργήσω. Εγώ είμαι εξωτερική συνεργάτιδα. Το Μουσείο λειτουργεί με προσωπικό επτά ατόμων, όλοι τους καταπληκτικοί, είμαστε πάρα πολύ τυχεροί. Δεν είναι ένα μουσείο με ραντεβού. Είναι σε δράσεις, απόλυτη δραστηριότητα και φουλ ενεργητικότητα καθημερινά. Γίνονται άπειρες δράσεις και για μεγάλους από γιόγκα μέχρι περιπάτους στις γειτονιές που σύχναζε ο Φασιανός. Επίσης, το επισκέπτονται σχολεία , η «Μουσειοβαλίτσα» πηγαίνει παντού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και διευθύντρια του Μουσείου Αλέκου Φασιανού, είναι μια καταπληκτική ιστορικός τέχνης από τη Σορβόννη, η κυρία Ιωάννα Πιπερίγκου.
Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος στο Μουσείο;
Μ.Φ: Εγώ κάνω τις βιωματικές ξεναγήσεις, οι οποίες σημειώνουν τεράστια επιτυχία, είναι πάντα sold out. Τέσσερις -πέντε φορές το χρόνο μου ορίζουν μια ημερομηνία. Και μιλάω για τη ζωή μου με τον Αλέκο, γιατί πιστεύουμε ότι με αυτό τον τρόπο ο κόσμος καταλαβαίνει καλύτερα το έργο. Καταλαβαίνει πώς ήταν ως άνθρωπος, τι πίστευε στην καθημερινότητα του. Ο Φασιανός ήταν μια ιδιαίτερη και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Η διάρκεια των ξεναγήσεων είναι 45 λεπτά, αλλά αυτό παραβιάζεται και φτάνουμε τη μιάμιση ώρα, διότι αρχίζει ο κόσμος και κάνει ερωτήσεις, ή θέλουν να ακούσουν κι άλλα.
Δημιουργούμε ομάδες τριάντα το πολύ τριανταπέντε ατόμων, δεν μπορώ να μιλήσω σε μεγαλύτερο αριθμός ανθρώπων-χάνεται το νόημα- και στο τέλος μου λένε πόσο καλύτερα αντιλαμβάνονται το έργο του Φασιανού. Σίγουρα μιλάει η εικόνα. Αλλά πότε είναι επιτυχημένο ένα έργο; Όταν ταυτίζεται ο θεατής με αυτό, όταν θυμάται μια στιγμή της ζωής του. Οι επισκέπτες μπαίνουν καλύτερα στο πνεύμα, όταν μιλώ για το πως ζούσε καθημερινά, τη ζωή που είχε, όλα αυτά που έκανε και έλεγε νυχθημερόν. Είχαμε να κάνουμε με μια πολύ ιδιάζουσα και ιδιαίτερη προσωπικότητα, πολύ δυνατή.
Πώς ήταν η ζωή μαζί του;
Μ.Φ: Κάθε μέρα ήταν σαν ένα καινούριο έργο. Μεταμφιεζόταν, του άρεσαν τρομερά οι μεταμφιέσεις είχε μεγάλο ταλέντο σε αυτό. Ακόμα, του άρεσε να βγαίνουμε με μικρές παρέες το βράδυ, να τρώμε και να λέμε τα φιλοσοφικά μας. Αλλά όχι σοβαροφανώς, με αστείο τρόπο. Ήταν ένα τέρας μορφώσεως, δίχως να χρησιμοποιεί ακαδημαϊκά τη μόρφωση, τη ζούσε, τη χρησιμοποιούσε στην καθημερινότητα του. Μιλούσε για τον Περικλή και τον Σωκράτη και νόμιζες θα χτυπήσουν το κουδούνι για να μπουν. Διαμόρφωνε συνέχεια τον χώρο του, τον άλλαζε, έφτιαχνε και έπιπλα και αντικείμενα και μικρογλυπτά και διακοσμητικά, έραβε τα ρούχα του, μαγείρευε.
Είχε μια τρομακτική παιδική ειλικρίνεια και στην κοινωνική μας ζωή. Μιλούσε με μια απίστευτη ειλικρίνεια, αφοπλιστική ειλικρίνεια, που κάποιες φορές έτρεμα μήπως παρεξηγηθούμε. Παρ’ όλα αυτά, επειδή τα έλεγε έτσι όπως τα έλεγε και επειδή πίστευε ότι δεν πρέπει να είσαι υποκριτικά ευγενής δεν παρεξηγούνταν κανείς, αντίθετα προβληματιζόταν. Αυτός ήταν και ο σκοπός του Αλέκου, να δώσει μια άλλη οπτική.
Ο έρωτας, τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας;
Μ.Φ: Καθοριστικό. Πίστευε ότι τα πάντα είναι έρωτας. Πίστευε ότι οι απρόσωπες παραγγελίες στο σούπερ μάρκετ για δύο κιλά μήλα και τρία κιλά πορτοκάλια είναι έγκλημα και ότι σκοτώνουν τον έρωτα. «Μα για ποιον έρωτα μιλάς;» τον ρωτούσα. Και μου απαντούσε, όταν πας και διαλέγεις το συγκεκριμένο μήλο, το συγκεκριμένο πορτοκάλι, εκείνη τη στιγμή είναι μια σχέση έρωτος μεταξύ εσού και του πορτοκαλιού. Βλέπεις το σχήμα, σου αρέσει το πιο ώριμο, ή το πιο κόκκινο μήλο που είναι λείο και καλοσχηματισμένο.
Πίστευε ότι όλα στη ζωή είναι έρωτας, και έλεγε ότι ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη και έμπνευση. Όχι μόνο ο έρωτας ανθρώπου προς άνθρωπο, αλλά και ο έρωτας προς τη ζωή. Μια μέρα της οποίας το φως σου αρέσει τρομερά, κάθε μέρα δεν είναι ίδια, το πως θα χτίσεις στο οικόπεδο το σπίτι σου, τι προσανατολισμό θα έχει, έρωτας είναι κι αυτό. Ποιο λουλούδι θα μαζέψεις.
Εκνευριζόταν, διότι έβλεπε ότι όλοι αγοράζουν όμορφες, έτοιμες ανθοδέσμες, που έχει συνθέσει ένας επαγγελματίας. Δεν πάει κανείς να κάνει τον κόπο νια διαλέξει να δημιουργήσει τη δική του ανθοδέσμη, να προσφέρει στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη του, να κόψει τα λουλούδια, να στήσει το μπουκέτο. Κι έλεγε ότι δεν είναι έρωτας αυτό. Και το φαγητό που θα μαγειρέψεις, το πως θα στρώσεις το τραπέζι σου, όλα τα θεωρούσε έρωτα. Το τι θα δεις. Ακόμα κι εκεί που θα είσαι, ο Αλέκος ταξίδευε πολύ, ταξιδεύαμε σε όλο τον κόσμο για τις εκθέσεις του.
Δεν πίστευε στο τουριστικό ταξίδι. Αγαπούσε αυτό που έκανε και μου τόνιζε ότι δεν είχε την ανάγκη να ταξιδέψει για να ξεφύγει από αυτό που κάνει. Ακόμα και σε ένα μπουντρούμι να με βάλεις, μου έλεγε, και σε μια φυλακή, εγώ θα δημιουργήσω το χώρο μου. Να τος πάλι ο έρωτας! Με τα πινέλα μου, με τα χαρτιά μου, με τη συγγραφή. Ο άλλος έχει ανάγκη να φύγει και πέφτει πάλι στα ίδια. Μου έλεγε, πηγαίνουν, λείπουν δέκα μέρες, νομίζουν ότι κάτι έκαναν και ξαναγυρίζουν πάλι στα ίδια. Μπορεί να έχουν αποκομίσει εικόνες, αλλά αυτές παρέρχονται, περνάει ο καιρός, μπαίνεις πάλι στη ρουτίνα σου και δεν έχουν την ίδια σημασία με τη στιγμή που τις βιώνεις.
Πότε αξίζει το ταξίδι;
Μ.Φ: Είχαμε την πολυτέλεια να ταξιδεύουμε για τις εκθέσεις. Ταξιδεύαμε με σκοπό. Ο κόσμος δεν έχει την πολυτέλεια αυτή, να πάει στην Ιαπωνία, ή να πάει στην Αμερική, στο Λονδίνο, στη Στοκχόλμη , στο Παρίσι, στη Βιέννη και να έχει επαφή με τους ντόπιους. Σημασία έχει να γνωρίσεις του ντόπιους, να μπεις στον πολιτισμό των ντόπιων όχι μόνο να πηγαίνεις και να έχεις έναν οδηγό μπροστά και να ακολουθείς το σημαιάκι μαζί με άλλα πενήντα άτομα. Το ταξίδι κατά τον Αλέκο αξίζει μόνο αν μπεις στην κουλτούρα των ανθρώπων, διότι μπαίνεις στην ψυχή και στην νοοτροπία τους. Μου έλεγε ότι στο Παρίσι πηγαίνουν Έλληνες για να σπουδάσουν, να δουλέψουν. Και όπως είναι ο παρεάκι το ελληνικό ή το αθηναϊκό, το ίδιο παρεάκι συνεχίζει να υφίσταται στο Παρίσι.
Αυτό έλεγε ότι είναι λάθος, διότι δεν καταλαβαίνεις τίποτα, καλύτερα να καθίσεις στην Αθήνα, το ίδιο είναι. Αν δεν γνωρίσεις τους Γάλλους, την κουλτούρα τους, το τρόπο που ζουν που σκέφτονται, τα βιώματα τους, τι λέει το DNA. Ο Αλέκος μου έλεγε, στο πολυπολιτισμικό Παρίσι θα κάνω παρέα μόνο με Γάλλους ή με ξένους.
Το ταξίδι αξίζει μόνο όταν μπεις στο πνεύμα των ανθρώπων που κατοικούν τη χώρα που πας.
Πώς γνωριστήκατε με τον Αλέκο Φασιανό;
Μ.Φ: Γνωρίζομαι με τον Αλέκο από πάρα πολύ μικρή, από πέντε χρονών, διότι ο πατέρας μου ήταν συλλέκτης έργων τέχνης, αγαπούσε πολύ την τέχνη, και όλη του η οικογένεια-Αθηναίοι κι αυτοί- λάτρευαν την τέχνη. Και ο πατέρας μου αγαπούσε τρεις καλλιτέχνες με τους οποίους έκανε και παρέα, μεταξύ αυτών και ο Αλέκος. Οπότε τον ξέρω από πολύ μικρή. Θυμάμαι ερχόταν στο σπίτι και οι γονείς μας έλεγαν «έρχονται οι καλλιτέχνες, γρήγορα στα δωμάτιά σας». Τα χρόνια πέρασαν, σπούδασα, έκανα τον πρώτο μου γάμο.
Σιγά -σιγά διαμορφώθηκε μια γνωριμία. Τα παιδιά είναι από τον πρώτο μου γάμο, αλλά με τον Αλέκο παντρευτήκαμε όταν η κόρη μου ήταν ενάμιση έτους. Τα παιδιά τα λάτρεψε κι εκείνα ήταν πολύ τυχερά που τον είχαν δίπλα τους, τους διαμόρφωσε ήθος, αξίες, γνώσεις. Ο Αλέκος μπήκε στη ζωή μου…είναι μια ολόκληρη ιστορία, που την λέω στις βιωματικές συναντήσεις. Τα παιδιά τα πήρε μαζί του στη Τζιά, μου έλεγε ότι δεν τα μεγαλώνω σωστά πηγαίνοντας τα στα ξενοδοχεία. Τότε, ήμουν στον Αστέρα Βουλιαγμένης με τα παιδιά και μου έλεγε ότι ο Νίκος και η Βικτώρια δεν γνωρίζουν τη φύση βλέποντας τις πισίνες, το γκαζόν και τα πλακάκια, η φύση είναι αλλού. Ήθελε να τα πάρει στη Τζιά και τον άφησα να τα πάρει μαζί του. Μόλις το έμαθε η μητέρα μου με μάλωσε. «Δεν είσαι με τα καλά σου, έδωσες τα μωρά να τα πάει ο Αλέκος, έστω με την κοπέλα που τα προσέχει, όσο κι αν τον αγαπάμε κι αν τον σεβόμαστε, δεν δίνουν τα μωρά παιδιά». Κι εκείνο το καλοκαίρι, ακολουθώ κι εγώ. Πηγαίνω στην Κέα και δεν ξαναέφυγα ποτέ.
Για τις δράσεις του Μουσείου Αλέκου Φασιανού εδώ:
https://www.instagram.com/alekosfassianos/
https://www.alekosfassianos.gr
Για τα Χριστούγεννα στο Μουσείο εδώ :
https://www.alekosfassianos.gr/nea/christougenna-sto-mouseio/
Για το ατελιέ στην Κέα εδώ:
https://www.alekosfassianos.gr/to-atelie-stin-kea/
