Αν πεθαίνει λέει…

Θέλω να συνεισφέρω στο χθεσινό άρθρο του Θανάση Μαυρίδη «η επαρχία πεθαίνει», διότι διαβάζοντάς το ένιωσα μια καθαρτήρια ανακούφιση. Η διαρκής ενασχόληση μας με το βιβλίο του Τσίπρα, με έχει πια αποκάμει. Δεν αντέχω άλλο να ξαναζώ στο 2015. Γύρω μας γίνονται, αλλά και δεν γίνονται πράγματα, που έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από τα μαλλιοτραβήγματα των πρώην συντρόφων που τώρα είναι εχθροί. Έλεος πια.

Η αλήθεια -λοιπόν- είναι ότι η ελληνική επαρχία πάει κατά διόλου. Πρόσφατα, ο δήμαρχος Ανατολικής Μάνης Πέτρος Ανδρεάκος, άνθρωπος εναργής και σοβαρός, μου έλεγε με απόγνωση ότι στον ιστορικό του δήμο υπάρχουν πια μόνο δύο οικισμοί με πάνω από 500 μόνιμους κατοίκους. Οι υπόλοιποι 180 οικισμοί, χρόνο με τον χρόνο κυριολεκτικά εξαϋλώνονται. Και αυτό συμβαίνει, παρά την τουριστική έκρηξη που υπάρχει στη Μάνη τα τελευταία χρόνια, η οποία λογικά θα έπρεπε να έχει συγκρατήσει κάποιους ανθρώπους στον τόπο τους. Και παλεύει ο δήμαρχος με τα γλίσχρα μέσα που διαθέτει, μπας και συγκρατήσει κανέναν στα χωριά, έστω και γέροντα.

Παράδειγμα δεύτερο. Πριν λίγες βδομάδες συνάντησα ένα παλικάρι κάτω των 25 χρονών, πίσω από τον πάγκο καταστήματος που ασχολείται με ηλεκτρονικές συσκευές, κινητά τηλέφωνα και άλλα τέτοια προϊόντα. Η βαριά κρητική προφορά του έγινε αφορμή να πιάσουμε κουβέντα. Ήταν από το Ηράκλειο, σπουδαγμένο παιδί, που «αναγκάστηκε» να ανέβει στην Αθήνα για να δουλέψει, όπως μου εξήγησε. «Μα δεν υπάρχουν δουλειές στο Ηράκλειο;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Μόνο στον τουρισμό και την εστίαση» μου είπε. «Εκεί σε τσιμπάνε αμέσως. Αλλά άλλες δουλειές, όχι δεν υπάρχουν. Εγώ έψαξα πολύ, αλλά στο τέλος έφυγα.» Ήταν κατηγορηματικός κι εγώ αναρωτήθηκα. Αν δεν έχει δουλειά για έναν νέο άνθρωπο στο Ηράκλειο της Κρήτης, θα ‘χει στα Τζουμέρκα ή στα Γρεβενά;

Παράδειγμα τρίτο. Στην Κω, όπου τυχαίνει να έχω συγγενικές επαφές, μέχρι και τη δεκαετία του ’90 λειτουργούσαν τέσσερα μεγάλα εργοστάσια επεξεργασίας τομάτας. Το νησί παρήγαγε χιλιάδες τόνους τομάτας κάθε χρόνο, την οποία μάλιστα εξήγαγε ως βιομηχανικά επεξεργασμένο προϊόν. Στις μέρες μας, τους καλοκαιρινούς μήνες που υπάρχουν στο νησί χιλιάδες τουρίστες, αποβιβάζονται κάθε μέρα από τα πλοία εκατοντάδες νταλίκες κατάφορτες με ντομάτα, αγγούρι και πιπεριά, για να ταϊστεί το τουρισταριό.

Το νησί δεν παράγει ούτε κιλό τομάτας πλέον. Αν πιάσει τρικυμία, τέρμα η χωριάτικη σαλάτα και για ντόπιους και για ξένους. Τα χωράφια είναι όλα ακαλλιέργητα, κανένας νέος άνθρωπος δεν έχει καν ιδέα πως φυτεύεται μια ντοματιά ή αγγουριά, ενώ το χειμώνα το νησί ζει με το επίδομα ανεργίας του τουριστάνθρωπου.

Παράδειγμα τέταρτο από τα δικά μου χωριά, εύφορες περιοχές της δυτικής Κρήτης, μισή ώρα απόσταση από τα Χανιά. Πολλοί από μας που είχαμε φύγει στην Αθήνα, μέχρι πρότινος είχαμε σκοπό και σχέδιο να επιστρέψουμε στα χωριά μας μετά την συνταξιοδότηση μας. Γι αυτό άλλωστε κρατήσαμε επαφή με την περιοχή και οι περισσότεροι φτιάξαμε ή επισκευάσαμε ικανοποιητικά τα πατρικά μας σπίτια.

Δεν είναι ασφαλώς το ίδιο με το να μείνει κανείς όλη την παραγωγική του ζωή στην περιφέρεια, αλλά και 65άρης να επιστρέψεις κάτι είναι για τον τόπο, ειδικά όταν έχεις και μια ικανοποιητική σύνταξη. Ε λοιπόν, όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουμε αυτό το γεροντικό όνειρο. Η αίσθηση της ερημιάς και έλλειψης ανθρώπων τους μη καλοκαιρινούς μήνες είναι τόσο έντονη, που ακόμα κι εμείς που έχουμε σχέση με τον τόπο, που είμαστε μεγάλοι και κουρασμένοι, προτιμούμε την απάνθρωπη Αθήνα. Αφήστε την ανασφάλεια του επαρχιακού συστήματος υγείας…

Όλα τούτα όμως καταλήγουν σ’ αυτό που γράφει ο Μαυρίδης. Ότι η ύπαιθρος πεθαίνει, δίχως το γκουβέρνο να κάνει τίποτα. Δεν λέω για επιδόματα, αλλά για κίνητρα και σχεδιασμό. Ε ρε και συμβεί κάτι παγκοσμίως, που θα κόψει τα τουριστικά ρεύματα. Εκεί θα καταλάβουμε τι ζημιά έχει γίνει…