Το κατά Νέσμπο «έγκλημα και τιμωρία»

Το κατά Νέσμπο «έγκλημα και τιμωρία»

Με τα μεγάλα άλυτα ζητήματα της λογοτεχνίας, ζήλια, έρωτα, προδοσία, φόνο, θάνατο και τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας ασχολείται και στα διηγήματα, όπως στα τελευταία βιβλία του, ο συγγραφέας. Πιστός πάντα στο συγγραφικό του πλάνο, ρίσκο κι όραμα. Εκπλήττοντάς μας ευχάριστα και πάλι.

Jo Nesbo «Ο άρχοντας της ζήλιας», Μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 352

Οι συγγραφείς του καιρού τους είναι συνήθως πιστοί στην εικόνα τους. Οι συγγραφείς με διάρκεια, πιστοί στον εαυτό τους. Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζονται παραδείγματα, αρκεί μόνον ο Κάφκα, ήταν μόδα στην εποχή του ο Κάφκα;

Το ίδιο ισχύει για όλους τους δημιουργούς σε όσους επιμένουν να είναι η εικόνα τους και σε όσους αφήνονται ειλικρινά και βασανιστικά –και με ρίσκο- να γίνουν ο εαυτός τους. 

Θέλω να πω ότι ο Νέσμπο θα μπορούσε να γράφει περιπέτειες με τον Χάρι Χόλε μέχρι να σβήσει ο ήλιος. ‘Ηδη στο «Μαχαίρι» υπέγραφε με την ίδια πρωτοφανή επιτυχία την 12 η περιπέτειά του. Με υλικά στέρεα είχε χτίσει έναν ήρωα κι άρεσε, άλλαζε δέρμα και μεγάλωνε από βιβλίο σε βιβλίο που τον αφορούσε, είχε το ρίσκο στο αίμα του όπως και ο συγγραφέας του την αστυνομική ίντριγκα στο κεφάλι του. Και την επιτυχία του από τη «Νυχτερίδα», τις «Κατσαρίδες», τον «Κοκκινολαίμη», τη «Νέμεσι», «Το αστέρι του Διαβόλου», τον «Λυτρωτή» , τον « Χιονάνθρωπο», την
«Λεοπάρδαλη», τον «Φαντομά», την «Αστυνομία» την «Δίψα» στο τσεπάκι.

Αλλά ήδη από το «Βασίλειο» ο καινούργιος Νέσμπο είναι ένας άλλος Νέσμπο, διαπιστώναμε. Μας είχε προϊδεάσει κάπως με το «Μάκβεθ» του, ένα θρίλερ όπου αναδείκνυε έναν συγκλονιστικό χαρακτήρα, βασισμένο στο ομότιτλο σαιξπηρικό έργο, και μας παρέδιδε ένα Χάρι Χόλε στα όρια του τραγικού ήρωα στο τελευταίο «Μαχαίρι».

Κι έτσι όταν έφτασαν η ομώνυμη νουβέλα του βιβλίου «Ο άρχοντας της ζήλιας» και τα διηγήματα «Λονδίνο», «Στην Ουρά, «Σκουπίδια», «Η ομολογία», «ΟΝΤ» και «Το σκουλαρίκι» είναι πια σα να κλείνει το μάτι σε όποιον τον πίστεψε ως συγγραφέα και όχι μόνο ως τον δημιουργό του Χάρι Χόλε, κι αρχίζει πια να καταθέτει εκτός από την φαντασία του και την ψυχή του. Τα δικά του μεγάλα ερωτήματα για τ’ ανεπίλυτα της ζωής, προδοσία και ζήλεια, έρωτα και θάνατο, τις δικές του θέσεις για την λογοτεχνία, τους συγγραφείς, το οργανωμένο έγκλημα και τα εγκλήματα πάθους. Τις δικές του αγάπες για την αναρρίχηση και την Κάλυμνο, τους αγαπημένους του ποιητές και λογοτέχνες. 

Η νουβέλα «Ο άρχοντας της ζήλιας» που δίνει τίτλο και τέμπο στο βιβλίο, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα εξαιρετικά ευφυιές αστυνομικό μυθιστόρημα. Με έντονα σημάδια σαιξπηρικού ή ντοστογιεφσκικού ήρωα, ή αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. 

Ο ήρωάς του, αστυνόμος Νίκος Μπαλής, ο οποίος ως συνήθως (Χάρι Χόλε) ανήκει και δεν ανήκει στο σώμα (ακολουθεί την δική του αλήθεια κι όχι το γράμμα του Νόμου), ως άλτερ έγκο του, πηγαίνει στην Κάλυμνο να ξεδιαλύνει μια εξαφάνιση. Ωστόσο θα βρεθεί στο στοιχείο του, έχει μάθει από χιλιόμετρα να… μυρίζει τη ζήλεια. Ακόμα και όταν όλοι συμφωνούν ότι… 

«Η ζήλια δεν έχει μυρωδιά, ούτε χρώμα, ούτε ήχο. Έχει όμως μια ιστορία. Και ακούγοντας αυτή την ιστορία- ό,τι λέγεται και ό,τι δεν λέγεται- εγώ μπορώ να προσδιορίσω αν βρίσκομαι αντιμέτωπος μ’ ένα απελπισμένο πληγωμένο ζώο. Ακούω και ξέρω. Ξέρω, γιατί ακούω εμένα, τον ίδιο τον Νίκο Μπαλή. Ξέρω γιατί κι εγώ ένα τέτοιο πληγωμένο ζώο είμαι». 

Στην ιστορία θα βρούμε όλες τις μεγάλες αγάπες του. Την Κάλυμνο της αναρρίχησης που επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι, το αστυνομικό είδος και τον τρόπο που φθάνει κανείς συνειρμικά μέχρι τον δολοφόνο, τα μεγάλα πάθη όπως αυτό του έρωτα και της ζήλιας και τους ενδιαφέροντες ήρωες, τους μονοζυγωτικούς δίδυμους Σμιντ, όπου ο Τζούλιαν αρχικά εξαφανίζεται και την καταγγελία κάνει ο Φραντς, με ανατροπές και πάθη που παραπέμπουν και στους Καραμάζωφ (όπως και «Το βασίλειο») αλλά και στο ντοστογιεφκσικό «Έγκλημα και Τιμωρία».

Το μυστήριο της εξομολόγησης (καμία σχέση με την εκκλησιαστική εξομολόγηση) και η εκδοχή της ζωής που δεν έζησαν, του δρόμου που εν τέλει δεν πήραν, το μαύρο θηρίο της ζήλιας, θα είναι η κινητήριος δύναμη στην εξέλιξη της ιστορίας και την αφήγηση. Με φιλοσοφικούς και δικονομικούς συλλογισμούς, με φλας μπακ σε παρελθόν παρόμοιο και ανατροπές που επιμένουν μέχρι το τέλος.

Με αθώους κι ενόχους τόσο όμοιους! Σε σημείο ακαθόριστο: 

«Συχνά οι ένοχοι δίνουν μια πιο πειστική και προσεκτική παράσταση απ’ ότι οι αθώοι. Ίσως επειδή είναι προετοιμασμένοι και έχουν δουλέψει από πριν την αφήγησή τους. Ενώ οι αθώοι από την άλλη, ξεστομίζουν μια ανεπεξέργαστη ιστορία, λέγοντας ό,τι τους έρχεται, όπως τους έρχεται». 

Με τα εξτρίμ σπορ να κουβαλούν πίσω τους όλη τη σκοτεινιά και την άβυσσο του ανθρώπινου χαρακτήρα: «Τους άκουσα να επαναλαμβάνουν την κοινοτοπία ότι το free solo έπρεπε να απαγορευτεί, ότι η αναρρίχηση αφορά τη διαχείριση του ρίσκου κι όχι τα παιχνίδια με τον θάνατο, ότι άνθρωποι σαν κι εμένα ήταν κακά παραδείγματα για τους νέους αναρριχητές». 

Το φινάλε θα παραμείνει ανοιχτό, η τιμωρία δεν είναι «χειροπιαστή» κι ορατή πάντοτε, το ψυχικό βάσανο δεν παίρνει τελεία ποτέ του. Κι ισχύει πάντοτε – όπως μας έχει επισημάνει η Ντολτό- η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη (Κατανοούμε ό,τι εν δυνάμει είμαστε ή θα γίνουμε).

Αλλά και στις άλλες ιστορίες. Στο «Λονδίνο» που προηγείται και σε μια πτήση διαδραματίζονται άπαντα, απόγνωση, έρωτας, φόβος και θάνατος, και η ηρωίδα ερωτεύεται τον δολοφόνο της ή τον ίδιο τον θάνατο όπως πολλές δοξασίες υποστηρίζουν σε μεγάλα έργα, στον «Γατόπαρδο» (του Λαμπεντούζα και το Βισκόντι) ο Μπαρτ Λάγκαστερ πεθαίνοντας τον βλέπει σαν θελκτική γυναίκα που τον καλεί κι ευχαρίστως πηγαίνει, στο μυθιστόρημα του Σομόθα «Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου» παρατηρούμε τον ίδιο ερωτισμό και συναντάμε την ίδια λαγνεία. Με αποτέλεσμα το «Λονδίνο» να είναι μια εξαιρετική παραβολή, η κατά Νέσμπο αλληγορική εκδοχή του θανάτου. 

Αλλά και στα υπόλοιπα διηγήματα τα έντονα πάθη, η οργή, η δικαίωση, η επιλογή που κοστίζει, η ζήλεια, είτε καλτ συγγραφέας είναι που παγιδεύεται στην ίδια του την περιθωριακή φύση («Οντ»), είτε μια μετανάστρια υπάλληλος σε μίνι μάρκετ («Στην ουρά»), είτε ο σύζυγος της κυρίας που αγαπούσε τα σοκολατάκια με μπανάνα («Η ομολογία»), είτε ο ταξιτζής με το φίνο γούστο («Το σκουλαρίκι»), είτε ο Ίβαρ που θα βρεθεί εκτός ελέγχου («Σκουπίδια»). 

Το αποτέλεσμα, επτά ιστορίες με μυστήριο, έντονα πάθη, τραγικούς σχεδόν αρχετυπικούς ήρωες, που κινούνται στο όριο ηθικής, δικαιοσύνης, καλοσύνης, εντιμότητας. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής όταν πρόκειται για τον έρωτα, την κυριαρχία ή την επιβίωση. Με αφάνταστη οικονομία λόγου, στις μικρές ιστορίες του Νέσμπο δεν περισσεύει απολύτως τίποτα, με φιλοσοφικούς συνειρμούς που άπτονται της ηθικής και του δικαίου, με θεατρικούς διαλόγους («Λονδίνο») που αγγίζουν απίστευτα βάθη, με κινηματογραφικές περιγραφές (ειδικά αναρρίχησης στην Κάλυμνο) που σου παγώνουν το αίμα.

Με την ανατροπή πάντα στο τέλος και την έκπληξη. Αλλά το ψυχικό βάσανο, ωστόσο, του ήρωα κάθε φορά να την υπερβαίνει.

Ο Νέσμπο απ’ ότι φαίνεται δεν φοβάται το ρίσκο, με το αποτέλεσμα κάθε φορά να τον δικαιώνει.

Εύχομαι να το καταλάβουν οι φανατικοί αναγνώστες του και να τον ακολουθήσουν. Είναι σημαντικό ο δημιουργός να παραμένει πιστός στον εαυτό του. Ας το κατανοήσουμε.