Μια σπάνια σύμπτωση εξελίξεων ανατρέπει τα δεδομένα στη Μέση Ανατολή και τροφοδοτεί την ιδέα μιας «χρυσής εποχής»: ένα λεπτομερές πλαίσιο εκεχειρίας για τη Γάζα, η ανατροπή πριν ένα χρόνο του καθεστώτος Άσαντ και η ανάδειξη μεταβατικής ηγεσίας στη Δαμασκό, τα ισχυρά πλήγματα στο ιρανικό δίκτυο επιρροής και ένα παράθυρο διεύρυνσης των αραβοϊσραηλινών ομαλοποιήσεων.
Το ερώτημα είναι αν αυτά τα γεγονότα, που ως τώρα λειτουργούν κυρίως ως πολιτικές δηλώσεις προθέσεων, μπορούν να μετατραπούν σε συνεκτική αρχιτεκτονική ασφάλειας, ανάπτυξης και θεσμικής προόδου με διάρκεια.
Στη Γάζα, το πλαίσιο των είκοσι σημείων αποπειράται να μετατοπίσει το βάρος από την καθαρά στρατιωτική λογική και διαδικασία σε μια ελεγχόμενη μετάβαση. Η γενική εκεχειρία που τέθηκε σε ισχύ στις 10 Οκτωβρίου 2025 συνοδεύεται από τμηματική αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και έναν τελικό στόχο περιορισμένης ζώνης ασφαλείας, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτραπεί η αναβίωση της απειλής της Χαμάς.
Η συμφωνία δεν εξαντλείται στη σιγή των όπλων: προβλέπει ανταλλαγές ομήρων και κρατουμένων, μαζική αύξηση της ανθρωπιστικής ροής, καθώς και μια πρωτοφανή διάταξη μεταπολεμικής διακυβέρνησης. Μια διεθνής δύναμη σταθεροποίησης, με αμερικανική και αραβική συμμετοχή, καλείται να επιβλέψει την ασφάλεια και να εκπαιδεύσει νέα παλαιστινιακή αστυνομία, ενώ μια τεχνοκρατική διοίκηση Παλαιστινίων, υπό την εποπτεία διεθνούς συμβουλίου, αναλαμβάνει τις υπηρεσίες και την ανασυγκρότηση.
Κρίσιμη είναι η δέσμευση για αποστρατιωτικοποίηση: εξουδετέρωση οπλοστασίων και υποδομών, προγράμματα παράδοσης όπλων και καταστροφή του υπόγειου δικτύου σηράγγων κάτω από τη Γάζα. Η Χαμάς δεν περιλαμβάνεται στη μελλοντική διοίκηση, με κάποιες πρόνοιες για αμνηστία όσων αποκηρύξουν τη βία ή για αποχώρηση τους από τη Γάζα. Η οικονομική διάσταση, τέλος, εισάγει ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα με ειδική οικονομική ζώνη και πρόσβαση σε αγορές, υπό αυστηρή λογοδοσία, καθώς οι ανάγκες ανοικοδόμησης εκτιμώνται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Στο νήμα όλων αυτών διακρίνεται ένας πολιτικός ορίζοντας: η αναφορά στην παλαιστινιακή αυτοδιάθεση ως στόχο δεν συνιστά άμεση υπόσχεση εγκαθίδρυσης κράτους, αλλά επαναφέρει μια διαπραγματεύσιμη προοπτική που μπορεί να λειτουργήσει καταλύτης για την ευρύτερη περιφερειακή εξομάλυνση.
Παράλληλα, η Συρία εισέρχεται σε άγνωστη, αλλά εν δυνάμει αναδιαμορφωτική φάση. Μετά την έξοδο του Μπασάρ αλ-Άσαντ από τη Δαμασκό τον Δεκέμβριο του 2024 και την ανάδειξη του Άχμεντ Χουσεΐν αλ-Σαράα, η Ουάσινγκτον σήκωσε τα κυριότερα τμήματα των κυρώσεων διατηρώντας ακόμα κάποιες στοχευμένες ποινές. Η Δαμασκός άνοιξε τις πόρτες στον ΔΟΑΕ, ενώ η ρητορική για εθνική συνδιαχείριση και προστασία μειονοτήτων επιδιώκει να καθησυχάσει εσωτερικά και εξωτερικά ακροατήρια αλλά με αβέβαιες εγγυήσεις. Την ίδια στιγμή, το έδαφος παραμένει εύθραυστο: επεισόδια σε Λαττάκεια και Σουβέιντα, ισραηλινές προειδοποιητικές κινήσεις στα σύνορα και τουρκικές φιλοδοξίες ασφάλειας στην περίμετρο καταδεικνύουν πόσο λεπτή είναι η γραμμή μεταξύ σταθεροποίησης και εκ νέου κατακερματισμού. Από ισραηλινής οπτικής, η αποδυνάμωση ή εκδίωξη ιρανικών δικτύων και η διακοπή του άξονα όπλων προς Λίβανο από τη Συρία συνιστούν στρατηγικό κέρδος· ωστόσο η ενσωμάτωση πρώην μαχητών στον νέο συριακό στρατό και οι σεχταριστικές τριβές διατηρούν το ρίσκο μιας επιστροφής στο μωσαϊκό θυλάκων.
Το τρίτο νήμα αφορά το Ιράν. Οι ισραηλινές επιδρομές του Ιουνίου 2025 εντός ιρανικού εδάφους, σε συνδυασμό με τη συστηματική πίεση κατά πληρεξουσίων ομάδων σε Γάζα, Συρία, Ιράκ, Υεμένη και Ερυθρά Θάλασσα, έδειξαν τα όρια της συμβατικής ισχύος της Τεχεράνης και, κατά εκτιμήσεις, καθυστέρησαν την πυρηνική της πρόοδο. Παρά την εμφανή αδυναμία για ευθεία, παρατεταμένη σύγκρουση με το Ισραήλ, η Ισλαμική Δημοκρατία διατηρεί ακόμα εργαλεία ασύμμετρης παρενόχλησης—στον Περσικό Κόλπο, μέσω δικτύων παραστρατιωτικών ομάδων, με κύκλους κλιμάκωσης-αποκλιμάκωσης γύρω από τα ακόμα ελάχιστα πιθανά επίπεδα αύξησης εμπλουτισμού ουράνιου.
Η ισορροπία ανάμεσα στην αποτροπή και στη διαπραγματευτική πίεση παραμένει λεπτή. Μια άτυπη συμφωνία που θα παγώνει και ιδανικά θα σταματά εξ ολοκλήρου την όποια πυρηνική επιτάχυνση και προοπτική με αντάλλαγμα περιορισμένα οικονομικά οφέλη θα μετέφερε τη συζήτηση από τη στρατιωτική σύγκρουση στη διαχειρίσιμη επιτήρηση, χωρίς να αίρει την ανάγκη για αυστηρό διεθνή έλεγχο.
Σ’ αυτό το φόντο, οι Συμφωνίες του Αβραάμ επανέρχονται ως πλατφόρμα για μια νέα φάση περιφερειακής ολοκλήρωσης. Η Σαουδική Αραβία αποτελεί τον καθοριστικό καταλύτη: ζητά υπολογίσιμο παλαιστινιακό ορίζοντα, αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας και τεχνολογικής συνεργασίας, καθώς και ένα φιλόδοξο οικονομικό σκέλος. Το Ομάν διατηρεί διακριτική μεσολαβητική στάση, ενώ η Ινδονησία παραμένει στρατηγικά ελκυστική αλλά πολιτικά πιο σύνθετη. Η ουσία, ωστόσο, δεν βρίσκεται στις τελετές και τις κοινές φωτογραφίες. Υπολογίζεται σε αεροπορικές απευθείας συνδέσεις, σε διμερείς εμπορικές συναλλαγές που διογκώνονται, σε κοινές υποδομές ενέργειας και νερού, σε επενδυτικά ταμεία τεχνολογίας και στον τουρισμό που αποκτά διασυνδέσεις.
Εμβληματικό παράδειγμα είναι ο οικονομικός διάδρομος Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης: μια συνδυασμένη θαλάσσια και σιδηροδρομική αρτηρία με παράλληλες ενεργειακές και ψηφιακές υποδομές που, αν προχωρήσει, θα συμπιέσει και συντομεύσει χρόνο και κόστος μεταφοράς και θα «δέσει» γεωοικονομικά τον Κόλπο, το Ισραήλ και τη Μεσόγειο. Η υλοποίησή του όμως προϋποθέτει ειρήνη Ιερουσαλήμ–Ριάντ και επαρκή πολιτική βούληση σε πολλαπλές πρωτεύουσες.
Από την πρόθεση ως την πράξη μεσολαβεί μια σειρά από αβεβαιότητες. Η εκτελεστότητα του αφοπλισμού στη Γάζα θα κριθεί από την αξιοπιστία της διεθνούς δύναμης και την ικανότητα των νέων παλαιστινιακών δομών να επιβληθούν επί των φατριών. Η βιωσιμότητα της μεταβατικής Συρίας εξαρτάται από το αν οι σεχταριστικές γραμμές θα μετατραπούν σε διοικητικές αποκεντρώσεις ή σε ρήγματα. Η ιρανική «γκρίζα ζώνη», από την παρενόχληση ναυσιπλοΐας μέχρι τη χρήση πληρεξουσίων, μπορεί να υπονομεύσει την εύθραυστη ισορροπία χωρίς να οδηγήσει σε ανοικτό πόλεμο. Και η κοινωνική νομιμοποίηση της ομαλοποίησης θα δοκιμαστεί: χωρίς ορατά οφέλη για τους πολίτες και χωρίς πειστική πρόοδο στο παλαιστινιακό, οι κυβερνητικές κινήσεις κινδυνεύουν να θεωρηθούν αποσπασματικές.
Το προσεχές δωδεκάμηνο λειτουργεί ως «τεστ πρόθεσης». Η τήρηση της εκεχειρίας, οι ρυθμοί εισροής βοήθειας και η πρώτη ουσιαστική πρόοδος στον αφοπλισμό της Γάζας θα δείξουν αν η μετάβαση στέκεται. Στη Συρία, η μείωση της πυκνότητας συγκρούσεων και η αύξηση της επιστροφής προσφύγων θα σηματοδοτήσουν ότι η κεντρική διοίκηση κερδίζει έδαφος έναντι των άτυπων δομών. Στο διπλωματικό πεδίο, τα μικρά, τεχνικά βήματα μεταξύ Ιερουσαλήμ και Ριάντ—από υπερπτήσεις μέχρι εμπορικά γραφεία, θα προϊδεάσουν για το αν το μεγάλο άλμα είναι εφικτό. Πιο πίσω, αλλά όχι αόρατη, βρίσκεται η σκιά της ιρανικής απόφασης: κάθε κίνηση, αναβίωση και ακόμα νύξη προς υψηλότερο εμπλουτισμό ουράνιου ή περιορισμό επιθεωρήσεων θα αναζωπυρώνει τους κύκλους κρίσης.
Κάπου ανάμεσα στο αισιόδοξο και στο βασικό σενάριο βρίσκεται και η πιο ρεαλιστική διαδρομή. Μια παγιωμένη εκεχειρία με σποραδικά επεισόδια, μια Γάζα που βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς, μια Συρία που δεν επανακάμπτει σε γενικευμένο πόλεμο αλλά ούτε ενοποιείται πλήρως, ένα Ιράν που φθείρει δια των περιφερειακών αντιπροσώπων χωρίς να υπερβαίνει τις κόκκινες γραμμές, και μια μερική διεύρυνση των Συμφωνιών του Αβραάμ με έργα υποδομής που ξεκινούν και καθυστερούν, συνθέτουν ένα σκηνικό προόδου με εμπόδια. Το απαισιόδοξο ενδεχόμενο, εκτροχιασμός στη Γάζα, νέα διάσπαση στη Συρία, ιρανική πυρηνική «έκπληξη», υπενθυμίζει ότι οι σπόιλερ, κρατικοί και μη, διαβάζουν κι αυτοί την ατζέντα και αναζητούν παράθυρα.
Το βάρος, τελικά, πέφτει στη συνέπεια και στην επιβολή κανόνων. Χωρίς αυστηρή τήρηση του πλαισίου στη Γάζα, χωρίς μακράς πνοής στήριξη θεσμών και ασφάλειας στη Δαμασκό, χωρίς κοινωνικά μερίσματα από την ομαλοποίηση και χωρίς έναν ρεαλιστικό πολιτικό ορίζοντα για τους Παλαιστινίους, το σύνθημα της «χρυσής εποχής» για το Ισραήλ και τη Μέση Ανατολή όπως είπε ο πρόεδρος Τραμπ στη Κνεσετ κινδυνεύει να μείνει ρητορικό. Αντιστρόφως, με πολιτικό κεφάλαιο, λογοδοσία και υπομονή, η περιοχή μπορεί να περάσει από τη συγκυριακή ύφεση στη δομική σύγκλιση, και τότε, κοιτώντας πίσω σε μερικά χρονιά, το αφήγημα δεν θα χρειάζεται εισαγωγικά.
*Ο Γιαακώβ Χαλιώτης είναι Ελληνοκύπριος Εβραίος, με καταγωγή επίσης από την Κεφαλονιά, μέλος του Διπλωματικού Σώματος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συνεδρίου (WJC) και διαμένει σήμερα στο Λονδίνο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του αντισημιτισμού και της αντισιωνιστικής ρητορικής, με ενεργή παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Κύπρο, καθώς και σε διεθνή διπλωματικά fora. Διαθέτει μακρά εμπειρία στον τομέα της στρατηγικής επικοινωνίας και της δημόσιας διπλωματίας, εκπροσωπώντας τις φωνές της εβραϊκής διασποράς και προωθώντας τον διαθρησκευτικό διάλογο και την κοινωνική συνοχή. Έχει εργαστεί σε διάφορους οργανισμούς, μεταξύ των οποίων το Υπουργείο Παιδείας του Ηνωμένου Βασιλείου ως Chief Social Media Officer και στη Shell ως Global Brand Analytics Lead. Πρόσφατα ίδρυσε στο Λονδίνο τον οργανισμό Group of Verified Intelligence.