Οι συστηματικοί αναγνώστες του Liberal και, ιδίως, της αρθρογραφίας της Νεκταρίας Μαραγιάννη, θα έχουν πια διαπιστώσει μια άλλη, σιωπηρή «επανάσταση» στα κινηματογραφικά πράγματα: το ιρανικό σινεμά διακρίνεται με αυξανόμενη ένταση σε διεθνή φεστιβάλ, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, και κάθε του παρουσία φέρει έναν κοινό παρονομαστή – την αθόρυβη ή ρητή αντίσταση στο θεοκρατικό καθεστώς που συνθλίβει τη χώρα. Κάθε ταινία μοιάζει να εκφράζει τη σκληρότητα της ζωής υπό επιτήρηση, το βάρος της αποσιώπησης, την ανάγκη να μιλήσεις χωρίς συνθήματα ή λάβαρα. Οι κινηματογραφιστές του Ιράν μετατρέπουν την τέχνη σε καταγραφή ενός αποστήματος που αποζητά διέξοδο. Κι αυτή η διέξοδος, παρά τους περιορισμούς, τη λογοκρισία και τις συστηματικές διώξεις, έχει ανθίσει στη μεγάλη οθόνη.
Ο Αμπάς Κιαροστάμι υπήρξε ο πρώτος που έδειξε πως η σιωπή μπορεί να μιλά πιο δυνατά από κάθε καταγγελία. Από το «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;» ως τη «Γεύση του κερασιού», η οποία του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1997, ο Κιαροστάμι επινόησε ένα σινεμά στο οποίο ο θεατής δεν καταναλώνει εικόνες, αλλά παρατηρεί την ύπαρξη. Η πολιτική δε διακηρύσσεται – διαχέεται. Το βλέμμα υποκαθιστά τη ρητορική, η διαδρομή αντικαθιστά τη χολυγουντιανή κορύφωση. Στα ίχνη του βάδισε ο Τζαφάρ Παναχί, μόνο που το δικό του βλέμμα δεν απέχει πια από τη ζωή· είναι βουτηγμένο σ’ αυτήν.
Η ταινία «Ένα απλό ατύχημα», που απέσπασε το βραβείο στις Κάννες το 2022, είναι γραμμένη και σκηνοθετημένη ενώ ο Παναχί βρίσκεται σε καθεστώς περιορισμού. Σε δηλώσεις του, αφιερώνει το βραβείο σε «όλους όσοι παλεύουν για την ελευθερία», τονίζοντας πως «μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς δεν είμαι παρά ένας ανάμεσα σε εκατομμύρια. Αλλά η ελευθερία είναι πράξη που πρέπει να επαναλαμβάνεται». Η αντίσταση δεν εκφέρεται ως σύνθημα. Είναι στάση.
Η ταινία του, «Αρκούδες δεν υπάρχουν», λειτουργεί ως καθρέφτης αυτής της στάσης. Όταν πρωτοπαίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2022, ο σκηνοθέτης ήταν έγκλειστος στο Ιράν. Το στόρι – ένα έργο για δύο κόσμους, δύο αφηγήσεις, δύο παράλληλα αδιέξοδα – εξερευνά τη συνθήκη του φόβου. Οι «αρκούδες» είναι ο μύθος που κρατά τους ανθρώπους κλειδωμένους. Το να τραβήξεις ή να μην τραβήξεις μια φωτογραφία γίνεται θέμα ζωής και θανάτου. Και η αμφιβολία μετατρέπεται σε ενοχή. Η λογοκρισία δεν επιβάλλεται εξωτερικά· εσωτερικεύεται.
Ο βραβευμένος Ιρανός Τζαφάρ Παναχί
Στον αντίποδα της πολιτικής καταγγελίας, αλλά στο ίδιο ρεύμα αντίστασης, στέκεται η ταινία «Το αγαπημένο μου γλυκό» (2024) των Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σανάιχα. Μια 70χρονη χήρα στην Τεχεράνη ερωτεύεται και διεκδικεί από μία παρουσία «εν υπνώσει», μια ζωή που της αρνήθηκαν. Φορά κραγιόν, κάθεται στη θέση του συνοδηγού, κοιτά τον άλλον στα μάτια. Και αυτή η καθημερινή χειρονομία, μέσα στο ιρανικό πλαίσιο, είναι ήδη επανάσταση. Όπως έχει δηλώσει η δημιουργός, «θέλαμε να πούμε την ιστορία της πραγματικότητας της ζωής μας - που περιλαμβάνει απαγορευμένα πράγματα όπως ο χορός, το τραγούδι, το να μη φοράς χιτζάμπ στο σπίτι». Η ποινή; 14 μήνες φυλάκιση με πενταετή αναστολή, πρόστιμα, και κατάσχεση εξοπλισμού. Η καταδίκη, δηλαδή, όχι της φαντασίας, αλλά μιας άλλης ζωής που στον κόσμο της Δύσης είναι αυτονόητη.
Σε άλλες περιπτώσεις, το κόστος δεν είναι τιμωρητικό. Είναι απάνθρωπο. Ο Μοχάμεντ Ρασούλοφ, που καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση, μαστίγωμα και δήμευση περιουσίας για δημόσιες δηλώσεις και ταινίες του, αναγκάστηκε να φύγει κρυφά από το Ιράν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με ελάχιστες παραλλαγές: όποιος τολμά να αρθρώσει διαφορετικό λόγο, τίθεται εκτός νόμου. Ο Τζαφάρ Παναχί, για παράδειγμα, έχει καταδικαστεί από το 2010 σε δεκαετή κάθειρξη· κι όμως, συνεχίζει να σκηνοθετεί από απόσταση, όπως στην Αρκούδα, με οδηγίες μέσω WhatsApp. Η τέχνη επιστρατεύει τρόπους, κι ας στερεύει η ελευθερία.
Στην ταινία Κρίσιμη Ζώνη (2023) του Άλι Αχμαντζαντέχ, ο ήχος του GPS προειδοποιεί διαρκώς: «Αστυνομία μπροστά», «Κάμερα», «Κίνδυνος». Η Τεχεράνη παρουσιάζεται ως ένας τόπος καταδίωξης, όπου η ασφάλεια είναι αυταπάτη και η σιωπή τρόπος επιβίωσης. Η ταινία γυρίστηκε κρυφά, με αληθινούς περαστικούς και σχεδόν καθόλου διαλόγους. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε: «Η δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν επανάσταση. Η προβολή της, μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη». Η φωνή του δεν είναι μελοδραματική. Είναι πειθαρχημένη, αποφασισμένη, ελάχιστα ρομαντική. Και γι’ αυτό ακριβώς πειστική.
Η περίπτωση του Νιμά Τζαβιντί είναι ίσως η πιο ενδεικτική: δημιουργός της σειράς «Ο ηθοποιός», δηλώνει δημόσια ότι «δεν μπορεί να δείξει την πραγματικότητα, γιατί θα έχει πρόβλημα». Η απόσταση ανάμεσα στη ζωή και τη μυθοπλασία δεν είναι ζήτημα ύφους· είναι ζήτημα επιβίωσης. Την ίδια στιγμή, ταινίες όπως το «This is not a film» του Παναχί βγαίνουν από τη χώρα κρυμμένες μέσα σε γλυκά. Η εικόνα –κυριολεκτικά και μεταφορικά– προσπαθεί να διασωθεί. Για να υπάρξει, πρέπει πρώτα να δραπετεύσει.
Οι διώξεις Ιρανών σκηνοθετών δεν είναι εξαίρεση. Είναι το σύστημα που καταπνίγει όποια φωνή δεν ευθυγραμμίζεται με τους αγιατολάχες. Το θεοκρατικό καθεστώς δεν ανέχεται την εικόνα που δεν ελέγχει, ούτε τη φωνή που δεν εγκρίνει. Γι’ αυτό και κάθε τιμωρία είναι –όπως ωραία παρατηρεί η Μαραγιάννη– ένα «ανεπαίσθητο χειροκρότημα»: η απόδειξη ότι η ταινία βρήκε τον στόχο της. Ο Παναχί, ο Ρασούλοφ, η Μογκαντάμ, ο Σανάιχα, δεκάδες ακόμη δημιουργοί, έχουν μετατρέψει τον κινηματογράφο σε μηχανισμό μαρτυρίας. Η κάμερα δεν είναι απλώς εργαλείο· δείχνει στους Ιρανούς τον δρόμο προς την ελευθερία.
Κι όμως, η ελευθερία δεν είναι ποτέ δεδομένη. Δεν παρέχεται – κατακτάται. Δεν ανήκει σ’ εκείνον που τη διακηρύσσει, αλλά σε όποιον τη ζει, έστω και με ρίσκο, έστω και με κόστος. Στη σκιά ενός καθεστώτος που παρακολουθεί, τιμωρεί και φιμώνει, η πράξη της δημιουργίας μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη και την καταδίκη. Και όμως, συνεχίζεται. Μικρή στα μέσα της, αλλά μεγαλειώδης σε τέχνη. Σαν μια κάμερα που γράφει στο σκοτάδι.
Κεντρική φωτ.: Οι δημιουργοί της ταινίας «Το αγαπημένο μου γλυκό»