Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας
Γέφυρες στο χρόνο

Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας

Πώς ήρθε το ανθρώπινο είδος σε αυτό τον κόσμο και γιατί ενώ αποτελεί πλέον το πιο εξελιγμένο ον πάνω στον πλανήτη, μαστίζεται καθημερινά από κάθε είδους συμφορές; Αυτές οι ερωτήσεις ταλανίζουν το μυαλό των ανθρώπων από την αρχή του Χρόνου. Στην αρχαιότητα, η καταγωγή και η μετέπειτα τύχη του είδους μας, εξηγούνταν, όπως πάντα, με ιστορίες. Αυτός που έγραψε την ιστορία που διηγούνταν οι δικοί μας αρχαίοι πρόγονοι, ήταν ο Ησίοδος, ποιητής και συγγραφέας πιθανότατα του 8ο αιώνα π.Χ., ο οποίος βέβαια σε κάποια σημεία φαίνεται να είναι πολύ ισχυρογνώμων όσον αφορά τις απόψεις του. Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή.

Ο Ησίοδος αναφέρει, ότι πολύ καιρό πριν, όταν οι θεοί του Ολύμπου είχαν πάρει την εξουσία από τους Τιτάνες και άρχισαν να διαφεντεύουν την Γη, ο αρχηγός τους ο Δίας, αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να δημιουργηθούν και θνητά πλάσματα για να την κατοικήσουν. Όταν τελείωσε τη δουλειά, τα θνητά όντα, φτιαγμένα από φωτιά και χώμα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, έπρεπε να αποκτήσουν διάφορες δυνάμεις. Ο Δίας μάλλον δεν είχε πια άλλη όρεξη να ασχοληθεί με το εγχείρημα. Έτσι, το ανέθεσε σε άλλους.

Συγκεκριμένα, σε δύο αδέλφια, δύο Τιτάνες, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα. Ο Επιμηθέας, ενθουσιασμένος με την δουλειά που τους είχε ανατεθεί, παρακάλεσε και έπεισε τον αδελφό του να την φέρει εις πέρας μόνος του. Αφού τελείωνε, ο Προμηθέας θα ερχόταν να ελέγξει την μοιρασιά. 

Ο Επιμηθέας αφιερώθηκε με ζήλο στο μοίρασμα των πολλαπλών δυνάμεων που είχε στην διάθεσή του, προικίζοντας το κάθε ζώο ανάλογα με τις ανάγκες του. Άλλο με δύναμη, άλλο με ταχύτητα, άλλο με πυκνό τρίχωμα και άλλο με σκληρό δέρμα. Όρισε στο καθένα με ποιες τροφές θα επιβίωνε και ισοβάθμησε την αναπαραγωγή όλων. Ο Επιμηθέας ήταν ευχαριστημένος. Έτσι, κάλεσε τον αδελφό του για τον έλεγχο.

Όταν έφτασε ο Προμηθέας, είδε κάθε ζώο και τις ικανότητές που του είχαν δοθεί. Ανακάλυψε, όμως, κάτι φοβερό. Ο Επιμηθέας ξέχασε να προικίσει ένα ον. Είχε διαμοιράσει όλες τις δυνάμεις στα άλλα. Με αποτέλεσμα να μην περισσέψει τίποτα για το ον αυτό. Τον άνθρωπο.

Ο άνθρωπος, είχε μείνει αδύναμος και απροστάτευτος. Δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει ανάμεσα στα υπόλοιπα, παντοδύναμα και «εξοπλισμένα» πια ζώα. Γεγονός βέβαια που δεν θα ενδιέφερε ιδιαίτερα τους θεούς… Ο Προμηθέας, όμως, σαν αγαθός γίγαντας που ήταν, λυπήθηκε τους ανθρώπους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους σώσει.

Σκέφτηκε, τι θα ήταν αυτό που θα έκανε τους ανθρώπους ικανούς να αντιμετωπίσουν τα άλλα ζώα και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες; Έτσι, του ήρθε μια ιδέα. Ανέβηκε στον Όλυμπο και έκλεψε από τους θεούς την φωτιά. Την μετέφερε κρυφά και την δώρισε στους ανθρώπους.

Με αυτό το δώρο, ο Προμηθέας έγινε ο ευεργέτης τους. Η κλοπή αυτή, όμως, μετά από κάποιο καιρό αποκαλύφθηκε. Η φωτιά δεν τους βοήθησε απλά να επιβιώσουν, αλλά και να εξελιχθούν και να αποκτήσουν δύναμη. Μια δύναμη που ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν τα άλλα όντα. Ανέπτυξαν τις τέχνες και δημιούργησαν πολιτισμό. 

Ο Δίας, προφανώς έγινε έξω φρενών. Κανείς και για κανέναν λόγο δεν μπορούσε να κλέψει από τους θεούς και μάλιστα με τόσο δόλιο τρόπο. Ο Προμηθέας θα τιμωρούνταν σκληρά για την πράξη του. 

Ξέροντας την τύχη που τον περίμενε, ο Προμηθέας, ο οποίος συνεχώς προλάμβανε, όπως δηλώνει το όνομά του («προ» και «μήδομαι», δηλαδή σκέφτομαι από πριν), προειδοποίησε τον αδελφό του να μην δεχτεί ποτέ κανένα δώρο από τους θεούς, γιατί σίγουρα θα έκρυβε μια παγίδα. Ο Δίας τον αλυσόδεσε σε έναν ψηλό, απόκρημνο και απομονωμένο βράχο και τον καταδίκασε σε αιώνιο βασανιστήριο. Κάθε μέρα έστελνε έναν αετό να του τρώει το συκώτι. 

Από την άλλη, ο Επιμηθέας, που όπως δηλώνει το δικό του όνομα, συνειδητοποιούσε τις πράξεις του, αφού είχε κάνει την κουτσουκέλα («επί» και «μήδομαι», δηλαδή σκέφτομαι μετά), δυστυχώς (για τους ανθρώπους, όχι για τον ίδιο), παρέλειψε την συμβουλή του αδελφού του. 

Ο Δίας δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει και τους ανθρώπους έτσι. Η δύναμή τους μεγάλωνε και φοβόταν για την τύχη των αθανάτων, άμα δεν έβαζε όρια. Γνωστός, όμως, για το πονηρό μυαλό του, δεν προχώρησε στην επίθεση. Σκαρφίστηκε ένα ύπουλο σχέδιο.

Διέταξε τον γιο του Ήφαιστο, τον τεχνουργό των θεών, να δημιουργήσει ένα ον που να μοιάζει στον άνθρωπο. Έτσι, γεννήθηκε από νερό και χώμα, η πρώτη θνητή γυναίκα. Ο Ήφαιστος την παρουσίασε στον Όλυμπο και τότε ο Δίας διέταξε τους υπόλοιπους θεούς να της δώσουν διάφορα χαρίσματα. Η Αθηνά, της δίδαξε τις τέχνες και την υφαντουργία. Η Αφροδίτη, της πρόσφερε θεϊκή ομορφιά, χάρη και γοητεία. Ο Ερμής, εξυπνάδα και μία δόση πονηριάς. Άλλες θεότητες, όπως οι Χάριτες, η Πειθώ και οι Ώρες, την στόλισαν με πανέμορφα κοσμήματα. Αυτή η γυναίκα, είχε όλα τα δώρα του κόσμου. Ποιο όνομά, λοιπόν, θα της ταίριαζε περισσότερο; Αυτή, ήταν η Πανδώρα.

Ο Ερμής, ο φτερωτός αγγελιαφόρος, μετέφερε και παρέδωσε την ίδια την Πανδώρα ως δώρο, στον Επιμηθέα. Ο Επιμηθέας, μαγεμένος από την οπτασία που έβλεπε μπροστά του, ξεχνά εντελώς την προειδοποίηση του αδελφού του. Ερωτευμένος με την Πανδώρα, την δέχεται και την παντρεύεται. 

Ο Δίας έπηξε την Πανδώρα στα δώρα γενικά, γιατί της πρόσφερε ακόμα ένα, γαμήλιο αυτή την φορά. Ήταν ένας πίθος, ένα μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο, και όχι ένα κουτί, όπως λανθασμένα είχε μεταφράσει ο Έρασμος, ένας Ολλανδός λόγιος της εποχής της Αναγέννησης. Ο πίθος της Πανδώρας, λοιπόν, σύμφωνα με τον βασιλιά των θεών, δεν έπρεπε να ανοιχτεί ποτέ. 

Σήμερα, κάλλιστα θα σκεφτόταν κανείς «Ποιος ο λόγος ενός γαμήλιου δώρου, αν δεν ανοιχτεί ποτέ;». Αυτή η ερώτηση έτρωγε και την Πανδώρα, η οποία προσπάθησε πολύ σκληρά να μην σκέφτεται τι περιείχε αυτό το πιθάρι. Κάποια στιγμή, δεν άντεξε άλλο, ενέδωσε στην περιέργειά της και άνοιξε το πώμα του πίθου. Μέσα από αυτό, ξεχύθηκαν όλες οι συμφορές του κόσμου. Οι κόποι, οι αρρώστιες, η ασχήμια, οι έγνοιες και το γήρας. Η Πανδώρα, δεν κατάφερε να ξανακλείσει έγκαιρα τον πίθο. Το μόνο που έμεινε στον πάτο του, για να συντροφεύει τους ανθρώπους στις δυσκολίες και τις σκληρές μάχες που αντιμετωπίζουν, ήταν η Ελπίδα.

Ο Ησίοδος, κατηγορεί στο έργο του την Πανδώρα για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Αυτό που δεν ήξερε, όμως, ήταν ότι ποτέ στην διάρκεια του Χρόνου, δεν υπήρξε άνθρωπος απόλυτα ευτυχισμένος και τυχερός, χωρίς τίποτα «κακό» να τον περιτριγυρίζει. Ο Ησίοδος θα έπρεπε να ερωτηθεί: η πηγή των δεινών των ανθρώπων είναι η περιέργεια ή η άγνοια; Γιατί χωρίς να γνωρίζουμε τα «δεινά», δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ξεχωρίσουμε τα «δώρα» της ζωής. 

 

Βιβλιογραφία:

Μηχανή του Χρόνου

Μνήμες Ελληνισμού

Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα