Κατά τους προϊστορικούς χρόνους, στην Νεολιθική εποχή (6.500-3.500 π.Χ.), η γέννηση της γεωργίας, η παύση της νομαδικής ζωής, η συγκέντρωση ομάδων ανθρώπων σε ένα μέρος και η μόνιμη κατοίκηση, οδήγησαν στην δημιουργία των πρώτων οικισμών, οι οποίοι χιλιάδες χρόνια μετά θα εξελίσσονταν σε πόλεις.
Τότε, σε έναν μυστηριώδη λοφίσκο της Ανατολικής Θράκης, πρέπει να είχε ιδρυθεί ένας τέτοιος οικισμός, ο οποίος επιβίωσε για χιλιάδες χρόνια. Μετά τους προϊστορικούς κατοίκους του, ίσως τον ανέλαβαν οι αρχαίοι Θράκες. Μέχρι σήμερα, όμως, δεν είναι σίγουρο αν πράγματι είναι μια πόλη θρακική ούτε γνωρίζουμε ποιο ήταν το όνομά της. Οι έρευνες συνεχίζονται.
Τον 2ο αιώνα μ.Χ., στο αυτοκρατορικό παλάτι της Ρώμης, ζούσαν ο αυτοκράτορας Τραϊανός και η αυτοκράτειρα Πομπηία Πλωτίνα. Ήταν ένα αυτοκρατορικό ζευγάρι που έχαιρε σεβασμού και θαυμασμού από τους Ρωμαίους πολίτες. Φημίζονταν για την στενή και καλή τους σχέση και το κοινό ενδιαφέρον τους για την αυτοκρατορία. Η Πλωτίνα, μάλιστα, χαρακτηρίζεται από τους συγχρόνους της ως η πιο ενάρετη Ρωμαία που υπήρξε ποτέ.
Σαφώς ο Τραϊανός, από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι δεν ενεπλάκη ποτέ σε κανενός είδους σχέση με άλλη γυναίκα καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους και πάντα συζητούσε και έπαιρνε αποφάσεις μαζί της, έτρεφε γι’ αυτήν βαθιά συναισθήματα. Αποφάσισε, λοιπόν, ότι ήθελε να την τιμήσει με κάποιον τρόπο. Απ’ όλη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, από όλες τις σπουδαίες, μεγάλες και μικρές πόλεις που θα μπορούσε να διαλέξει, εκείνος επέλεξε την αρχαία πόλη στον λόφο δίπλα από τον Έβρο και της έδωσε το όνομα της γυναίκας του. Πλωτινόπολη.
Η Πλωτινόπολη απέκτησε ζωή και την διατήρησε για αρκετούς αιώνες αργότερα, μέχρι και τους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μάλιστα, όπως έγραψε ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ήταν αυτός που την οχύρωσε με τείχη. Τα ίχνη της, όμως, κάποια στιγμή άρχισαν να χάνονται. Ο λοφίσκος έγινε ένα με το φυσικό τοπίο και η μόνη απόδειξη ανθρώπινης επέμβασης, ήταν η οχύρωσή του.
Αιώνες μετά, η Ελλάδα περνούσε μία από τις πολλές περιόδους γεωπολιτικών ταραχών. Τα πράγματα με την Τουρκία είχαν και πάλι «αγριέψει». Ήταν η αρχή του Κυπριακού ζητήματος και όλα τα σύνορα βρίσκονταν σε κατάσταση επιφυλακής λόγω των συνεχών απειλών επίθεσης. Με βάση αυτά τα δεδομένα, τέθηκαν σε εφαρμογή σχέδια γενικής ενίσχυσης της άμυνας της χώρας. Ειδικά στην περιοχή του Έβρου, ο οποίος αποτελεί φυσικό σύνορο ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, στάλθηκε προληπτικά ένα μέρος του στρατού, για να πραγματοποιήσει παράλληλα και οχυρωματικά έργα.
Ο βραχώδης οχυρωμένος λοφίσκος νοτιοανατολικά του Διδυμότειχου, η λεγόμενη «Αγία Πέτρα», είχε εξεταστεί από το 1959-60 από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γεώργιο Μπακαλάκη, ο οποίος πίστευε ότι αυτή ήταν η αναφερόμενη στις λατινικές και βυζαντινές πηγές πόλη της αυτοκράτειρας Πλωτίνας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1965, στρατιώτες βρέθηκαν στον λόφο, προσπαθώντας να χτίσουν χαράκωμα. Καθώς έσκαβαν, έκαναν μια απίστευτη ανακάλυψη. Μέσα από τα χώματα, εμφανίστηκε μια ολόκληρη προτομή ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, καμωμένη από ατόφιο χρυσάφι…
Λόγω των συνθηκών της περιόδου, οι οποίες καθιστούσαν δύσκολη και μόνο την επίσκεψη στο κομμάτι αυτό της Θράκης, πόσο μάλλον την έρευνα στο σημείο, η πρώτη ανασκαφή από τον καθηγητή και τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Θράκης Διαμαντή Τριαντάφυλλο, έγινε το 1977. Οι έρευνες συνεχίστηκαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στα μέσα της δεκαετίας του 80’, το 1996 και το 2014. Μάλιστα, απέφεραν καρπούς.
Αποδείχθηκε ότι η πόλη αυτή, είχε τρεις φάσεις κατοίκησης. Μία προϊστορική, όπως μαρτυρούν αρκετές πασσαλότρυπες που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή και σηματοδοτούν την ύπαρξη κάποιου πρώιμου κτιρίου, μία ρωμαϊκή και μία βυζαντινή. Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών φάσεών της, ήταν η καταστροφή από φωτιά.
Βρέθηκαν πολλά ενδιαφέροντα ευρήματα, τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για την χαμένη πριν Πλωτινόπολη. Με βάση χρονολογήσεις από την κεραμική και τα νομίσματα που βρέθηκαν στο πεδίο, η ρωμαϊκή φάση της ξεκινά από τον 2ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή την περίοδο βασιλείας του Τραϊανού και της Πλωτίνας.
Ανακαλύφθηκαν επίσης, κτήρια τα οποία ήταν φανταστικά διακοσμημένα. Συγκεκριμένα, μέχρι στιγμής εικάζεται ότι το ένα από αυτά ήταν πολυτελής οικεία ή δημόσιο κτήριο. Τα, εμπεριστατωμένα πια, λουτρά είχαν περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο και είναι μία από τις κύριες αποδείξεις για τον χαρακτηρισμό της πόλης ως ρωμαϊκή. Από το τρίτο κτήριο έχει ανασκαφεί μονάχα μία αίθουσα, οπότε δεν γνωρίζουμε την χρήση του. Άλλα ευρήματα είναι ένα ιδιαίτερο πηγάδι, το οποίο είχε χτιστεί δίπλα στον βράχο, ήταν βαθύ και για να αντλήσουν νερό από αυτό, οι κάτοικοι μετέβαιναν σε ένα πλαϊνό άνοιγμα, στο οποίο έφταναν μέσω μιας καμαροσκέπαστης καθοδικής κλίμακας (αρχαιολογικός όρος για την «σκάλα»).
Μέσα στα κτήρια, ξεχασμένα από καιρό, βρέθηκαν επίσης νομίσματα, κεραμικά και γυάλινα αγγεία, λυχνάρια, σιδερένια, χάλκινα και οστέινα αντικείμενα, κοσμήματα και ένα θαυμάσιο τμήμα γείσου, διακοσμημένο με γρύπες και αστραγάλους (περίτεχνο διακοσμητικό γεωμετρικό σχήμα). Μετά από εξέτασή της, η προτομή που βρέθηκε από τους στρατιώτες, αποδείχθηκε ότι πιθανότατα είναι του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (ο οποίος βασίλεψε το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ.) και ο χρυσός από τον οποίο είναι φτιαγμένος είναι 24 καρατίων.
Τα επιδαπέδια ψηφιδωτά δε, παρά την κακή κατάστασή τους σε πολλά σημεία, έχουν απίστευτη ομορφιά και ποιότητα. Πολύχρωμες ψηφίδες, λίθινες και από υαλόμαζα, δημιουργούν περίπλοκα γεωμετρικά σχήματα, παραστάσεις ζώων και σκηνές από την ελληνική μυθολογία. Το ένα από τα δύο, έχει στο κέντρο ένα τετράγωνο έμβλημα, στο οποίο απεικονίζονται με αποχρώσεις του κίτρινου, του πράσινου, του γαλαζοπράσινου, η Λήδα και ο Δίας μεταμορφωμένος σε κύκνο. Το δεύτερο ψηφιδωτό, αρκετά μεγαλύτερο σε μέγεθος, έχει υποστεί αρκετή φθορά, παρόλα αυτά προκαλεί, ακόμα και μετά από περίπου 2.000 χρόνια, δέος. Το κεντρικό τετράγωνο έμβλημά του είναι κατεστραμμένο. Πλαισιώνεται, όμως, από 12 διάχωρα, σε καθένα από τα οποία απεικονίζεται ένας από τους 12 άθλους του ξακουστού ήρωα Ηρακλή. Σε άλλα σημεία, φαίνονται επίσης με εναλλαγές λευκών, μαύρων, πορτοκαλιών, κόκκινων και πράσινων ψηφίδων, ιχθυοκένταυροι, Νηρηίδες και ερωτιδείς που ιππεύουν δελφίνια.
Η Πλωτινόπολη, η αρχαία πόλη του βραχώδους αυτού λοφίσκου δίπλα στον Έβρο, δεν φαινόταν εξαρχής κάτι το τόσο φοβερό. Συνεχίζει, όμως, να απασχολεί τους αρχαιολόγους και να τους κάνει να αναρωτιούνται για την τοπογραφία της και την κοινωνική, πολιτική και στρατιωτική της οργάνωση και στις τρεις φάσεις κατοίκησής της. Αφήνει, λοιπόν, περιθώρια περαιτέρω ανακαλύψεων και μάλλον έχει πολλά ακόμα να αποκαλύψει.
Βιβλιογραφία:
Υπουργείο Πολιτισμού - Ιστορικό θέσης
Υπουργείο Πολιτισμού - Ανάδειξη θέσης
