Μνήμη Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης έφυγε από τη ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο την ποίησή του, αλλά και ένα αποτύπωμα βαθιά χαραγμένο στη συνείδηση της νεότερης Ελλάδας. Γεννημένος στη Σμύρνη το 1900, έζησε από παιδί την εμπειρία του ξεριζωμού. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι, ακολούθησε καριέρα στη διπλωματική υπηρεσία, αλλά σε όλη τη διαδρομή του η ποίηση δεν έπαψε να είναι το καταφύγιο και το εργαλείο με το οποίο έπλαθε τον κόσμο. Στα χρόνια των πολέμων, των ανατροπών και των εθνικών τραγωδιών έγραψε με τον τόνο του ανθρώπου που ζει την ιστορία όχι ως εξωτερικό γεγονός, αλλά ως προσωπικό τραύμα και μόνιμο στοχασμό.
Η φωνή του δεν ήταν θορυβώδης. Η γλώσσα του λιτή, πυκνή, κάθε του λέξη ζυγισμένη. Μέσα από αυτήν την αυστηρή λιτότητα κατάφερε να αποτυπώσει τις πιο σύνθετες αγωνίες: τον φόβο του θανάτου, τη μοναξιά, την αίσθηση ότι ο χρόνος και η μνήμη μάς κρατούν αιχμαλώτους, αλλά και μας δίνουν ρίζες. Η Μικρασιατική Καταστροφή, το δράμα των προσφύγων, η ερήμωση του τόπου έγιναν ποιητικό υλικό που ξεπερνούσε το ιστορικό περιστατικό. Γινόταν μεταφορά για τη μοίρα του ανθρώπου, για την αβεβαιότητα που κουβαλάει η ύπαρξη.
Από τις πρώτες συλλογές, τη «Στροφή» και τη «Στέρνα», μέχρι τα «Τετράδια Γυμνασμάτων» και τις «Μέρες», ο Σεφέρης δεν έπαψε να δοκιμάζει τον εαυτό του σε νέες φόρμες, χωρίς ποτέ να προδώσει τη συνέπεια του βλέμματός του. Παράλληλα, τα δοκίμιά του, οι σημειώσεις και οι μεταφράσεις του φανερώνουν έναν άνθρωπο που ένιωθε χρέος να συνομιλήσει με την παράδοση, να διασταυρώσει τον ελληνικό κόσμο με την ευρωπαϊκή σκέψη.
Η απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963 δεν ήταν μια τυπική διεθνής διάκριση. Ήταν η αναγνώριση ότι η φωνή ενός Έλληνα ποιητή, βγαλμένη από τις ρίζες μιας μικρής χώρας με μεγάλο βάρος ιστορίας, μπορούσε να μιλήσει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στον λόγο του στη Στοκχόλμη μίλησε για το χρέος του ποιητή να μεταφέρει την αλήθεια και την αγωνία του ανθρώπου, όχι να προσφέρει εύκολες απαντήσεις. «Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε…».
Κι όμως, ίσως πουθενά αλλού δεν ένιωσε τόσο έντονα το κάλεσμα της ιστορίας και της μνήμης όσο στην Κύπρο. Οι συχνές αποστολές του εκεί, οι περιηγήσεις του στα μοναστήρια και τα χωριά, η ανακάλυψη μιας ελληνικότητας που έμοιαζε να αναπνέει ατόφια, τον σημάδεψαν βαθιά. Ο ίδιος έγραψε ότι ήταν σαν να συναντούσε «μιαν άλλη πατρίδα, που την είχα πάντα μέσα μου και μόλις τώρα τη συναντούσα».
Το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» ξεχωρίζει, όχι μόνο για την ποιητική του δύναμη αλλά και για το βάρος της ιστορίας που φέρει. Η φωνή του ποιητή αντηχεί σαν προειδοποίηση: «Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι».
Κι αλλού, η επίκληση γίνεται σαφής: «Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό· την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης».
Λόγια που σήμερα, με την απειλή της διχοτόμησης να επανέρχεται, ακούγονται πιο ζωντανά από ποτέ. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε τον Σεφέρη στην Κύπρο έξω από το ιστορικό πλαίσιο. Τα χρόνια της ΕΟΚΑ (1955–1959) και ο αγώνας για αυτοδιάθεση έκαναν την ποίησή του να αποκτήσει πολιτική φόρτιση. Ο ίδιος, ως διπλωμάτης, έπρεπε να κρατήσει ισορροπίες. Η ποιητική του στάση, ωστόσο, υπήρξε μια μορφή μαρτυρίας. Δεν έκανε προπαγάνδα, αλλά κατέγραψε το τραύμα.
Η απήχηση του Σεφέρη στην Κύπρο υπήρξε καθοριστική. Σχολεία, ποιητικές βραδιές, ακόμη και δημόσιοι λόγοι αντλούσαν στίχους του, σαν να επρόκειτο για κοινό κτήμα μνήμης και ταυτότητας. Η κυπριακή ποίηση των επόμενων δεκαετιών δεν μπόρεσε να σταθεί έξω από τη σκιά του. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι στίχοι του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν, παίρνοντας μια λαϊκή διάσταση που ξεπερνούσε τα όρια της λογοτεχνίας και τους έκανε να ζουν στην καθημερινή εμπειρία.
Ο Σεφέρης κουβαλούσε πάντοτε το αίσθημα της ξενιτιάς. Στην Κύπρο βρήκε κάτι που έμοιαζε με δεύτερη πατρίδα, έναν τόπο που του πρόσφερε την αίσθηση μιας αρχαϊκής ρίζας, αλλά και τον πόνο της σύγχρονης τραγωδίας. Η ποίησή του για το νησί αποπνέει αυτόν τον διχασμό: μια γη αρχέγονη, πηγή μνήμης και καταφυγής, που ταυτόχρονα γίνεται πεδίο οδύνης και ιστορικού τραύματος.
Η Κύπρος υπήρξε για τον Σεφέρη ένα σημείο συνάντησης της ιστορίας, του μύθου, της πολιτικής και του προσωπικού βίου. Εκεί ο ποιητής βρήκε την εικόνα μιας Ελλάδας πληγωμένης αλλά ζωντανής. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και σήμερα, όταν περπατάς στη Σαλαμίνα της Κύπρου ή στο μοναστήρι του Μαχαιρά, οι στίχοι του έρχονται σαν ψίθυρος, όχι ως λόγια ενός ξένου, αλλά σαν μνήμη του ίδιου του τόπου.
Η επέτειος του θανάτου του Σεφέρη θυμίζει το αποτύπωμα που άφησε σε ολόκληρο τον ελληνισμό: μια φωνή που ένωσε το προσωπικό με το συλλογικό, την ποίηση με την ιστορική εμπειρία, αφήνοντας πίσω της μια παρακαταθήκη που παραμένει ζωντανή. Το έργο του, βαθιά ριζωμένο στην ελληνική γη και παράδοση, αλλά ταυτόχρονα ανοιχτό στον κόσμο, αποδεικνύει ότι η ποίηση μπορεί να είναι μνήμη και προφητεία, πληγή και ίαση, μαρτυρία και ελπίδα. Γι’ αυτό και ο Σεφέρης δεν ανήκει μόνο στην Ελλάδα ή στην Κύπρο∙ ανήκει στη μεγάλη κοινότητα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκεί όπου η ποίηση γίνεται γλώσσα κοινή για τον ανθρώπινο πόνο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας