Το αντέχεις;

Γνωρίζω έναν πολύ επιτυχημένο επαγγελματία σε μεγάλη επαρχιακή πόλη, αυτοδημιούργητο, σαρανταπεντάρη, με μια πολύ όμορφη οικογένεια και με ολοφάνερη οικονομική άνεση, ο οποίος θεωρώντας ότι οι φιλοδοξίες του στην τοπική κοινωνία έπιασαν ταβάνι, μου εξέφρασε τη διάθεση να κατέβει υποψήφιος με την ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Ξέρω πως αν κατέβει θα εκλεγεί, είναι πασίγνωστος στην περιοχή του και με υψηλή κοινωνική αποδοχή. Ξέρετε τι του απάντησα; «Ξάπλωσε σ’ ένα κρεβάτι και μη σηκωθείς, ούτε για να πας στην τουαλέτα, μέχρι να σου φύγει από το μυαλό αυτή η τρελή ιδέα».

Ξαφνιάστηκε, περίμενε ν’ ακούσει το ανάποδο. Στο μυαλό του ανθρώπου που ζει μακριά από τα κέντρα εξουσίας κι από τον πυρήνα της δημοσιότητας, η είσοδος σ’ αυτά ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία. Το να γίνει βουλευτής ή υπουργός ή γενικός γραμματέας ή διοικητής οργανισμού, φαντάζει σαν αυτονόητη αναβάθμιση της ζωής του. Παίρνει πόντους, ανεβαίνει πίστα. Λογική σκέψη για έναν δημιουργικό άνθρωπο που έχει υγιείς φιλοδοξίες. Οπότε το δικό μου «μακριά», τον ξένισε. Και το αντιμετώπισε μ’ ένα έκπληκτο «γιατί;;;».

Δεν τον πήγα στα απλά και προφανή. Ότι θ’ αλλάξει δραματικά η ζωή του, μήτε στα πήγαινε-έλα από Αθήνα στην επαρχία και πίσω, ούτε στα διαρκή αιτήματα για ρουσφέτια που δηλητηριάζουν την καθημερινότητα του πολιτικού, ούτε στην υποχρέωση του να τρέχε σε γάμους και μνημόσυνα αν θέλε να επανεκλεγεί, μήτε στις επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε στο κουτσομπολιό ότι μπήκε στην πολιτική «για να τα πιάσει». Νέος άνθρωπος είναι, τα ξέρει και ήδη ενός του τα χει συνυπολογίσει.

Τον πήγα κατ’ ευθείαν στα βαριά. «Θα εκλεγείς. Νέος, μορφωμένος, εμφανίσιμος και ελπιδοφόρος είσαι, στον πρώτο ανασχηματισμό θα πάρεις ένα τηλέφωνο από το Μαξίμου ότι γίνεσαι υφυπουργός. Θα φουσκώσεις από περηφάνια, θα πεις ότι άνοιξε ο δρόμος σου για ψηλότερα επιτεύγματα, η οικογένεια σου θα καταχαρεί, το σαλόνι σου θα γεμίσει με λουλούδια και ο προθάλαμος του γραφείου σου θα φρακάρει από κόλακες που θα σε χαιρετούν όλο χαμόγελο.  

Κι δυο μήνες μετά, θα πέσει ένα λεωφορείο σ’ έναν γκρεμό ή ένα αεροπλάνο θα καρφωθεί σ’ ένα κορφοβούνι ή κάποιο πλοίο θα βουλιάξει μεσοπέλαγα ή κάποιος νεαρός θα πυροβοληθεί από έναν ηλίθιο αστυνομικό. Και θα πας να βγεις εκείνο το πρωί από το σπίτι σου κι αντί να δεις τους συνηθισμένους που θέλουν εξυπηρέτηση, θα βρεις πενήντα έξαλλους με πανό έτοιμους να σου ορμήσουν και να σε λυντσάρουν, ουρλιάζοντας ‘’φονιά, έχεις βάψει τα χέρια σου με αίμα. Να πας φυλακή’’. Εσύ θα θες πέντε αστυνομικούς να σε βγάλουν απ’ το σπίτι και τα παιδάκια σου δεν θα θέλουν να πάνε σχολείο. Το αντέχεις;»

Ήταν η πρώτη φορά στην συζήτηση μας που με κοίταξε κάπως  προβληματισμένος. Απόμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα είπε «δύσκολα». Ξέρω, δεν τον μετέπεισα, η φιλοδοξία και το όνειρο του θα υπερισχύσουν. Εγώ πάντως αμαρτία δεν θα χω, για όσα αργά ή γρήγορα προώρισται να βιώσει. Του περιέγραψα ψυχρά και δίχως περικοκλάδες την χώρα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει. Κάποια στιγμή θα φωνάξει κι αυτός «αυτή είναι η Ελλάδα».