Μία κλασική φράση της γαλλικής γλώσσας που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια της συνέντευξή του στη Wall Street Journal, έδωσε ένα νέο τόνο στα όσα διαδραματίστηκαν στη Νέα Υόρκη και οδήγησαν στην ακύρωση του ραντεβού του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο, αλλά και στο τοπίο που διαμορφώνεται την επόμενη ημέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ήδη από τις πρώτες ώρες μετά τη ματαίωση της συνάντησης, ανώτατη κυβερνητική πηγή δήλωνε ότι οι κύριοι Μητσοτάκης και Ερντογάν έχουν συναντηθεί επτά φορές από το 2019 και θα υπάρξει νέα ευκαιρία να το επαναλάβουν.
Το ίδιο είπε και ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, σχολιάζοντας, ωστόσο, για πρώτη φορά την ενόχληση που φαίνεται να δημιουργούν στην Άγκυρα οι πρωτοβουλίες, που αναλαμβάνει το τελευταίο διάστημα η Αθήνα, όπως η επίσημη υποψηφιότητα της Chevron για έρευνες νοτίως της Κρήτης, η οριοθέτηση θαλασσίων πάρκων, η έναρξη συνομιλιών Ελλάδας - Λιβύης για τον καθορισμό ΑΟΖ, η επέκταση του εξοπλιστικού προγράμματος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η θέση της Αθήνας ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE προϋποθέτει την άρση του casus belli και η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου.
Με αφορμή την παρουσία του αμερικανικού «κολοσσού» της Chevron, ο κ. Μητσοτάκης ήταν κατηγορηματικός και αρκετά δηκτικός, όπως δεν συνηθίζει.
«Όσον αφορά στην Chevron, δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα με την Τουρκία, ειλικρινά. Ασκούμε τα κυριαρχικά δικαιώματά μας νότια της Κρήτης, αυτό αναγνωρίζεται από την Chevron και θα συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο [...] Εάν κάποιες φορές αυτό που κάνουμε προκαλεί κάποια δυσφορία στην Τουρκία, ας είναι. C'est la vie, όπως θα έλεγαν και οι Γάλλοι».
Επρόκειτο για μια έμμεση, αλλά σαφή απάντηση, στην τοποθέτηση του Ταγίπ Ερντογάν από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ότι «κανένα έργο που αγνοεί την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να έχει μέλλον».
Η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έγινε σε τυχαίο χρόνο.
Καταρχάς, έγινε λίγες ώρες πριν ο Ταγίπ Ερντογάν περάσει την πόρτα του Λευκού Οίκου για να συναντηθεί, για πρώτη φορά μετά από 6 χρόνια, με τον Ντόναλντ Τραμπ - με τον ίδιο να προαναγγέλλει ότι θα ζητήσει μετ’ επιτάσεως την ένταξη της χώρας του στο πρόγραμμα των F35 και να ασκεί κριτική στα αποτελέσματα της πολιτικής του Αμερικανού προέδρου στα πολεμικά μέτωπα - και το επικριτικό έως και υποτιμητικό σχόλιο του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Μάρκο Ρούμπιο - «αυτοί οι άνθρωποι βγαίνουν έξω και λένε ό,τι θέλουν να πουν, αλλά στο τέλος της ημέρας, όταν θέλουν να γίνει κάτι, θέλουν να έρθουν στον Λευκό Οίκο».
Κατά δεύτερον, η τοποθέτηση Μητσοτάκη έγινε λίγες ώρες μετά το κοινό μήνυμα που έστειλε με τον Κύπριο πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη περί υλοποίησης του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου, διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις σοβαρών δυσκολιών και διαφωνιών μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας.
Κατά τρίτον, έγινε τη στιγμή που γαλλικές διπλωματικές πηγές εξέφραζαν την πλήρη στήριξή τους στο έργο αυτό, διαμηνύοντας ότι «είναι ένα έργο στρατηγικής σημασίας, ένα ευρωπαϊκό έργο με συμμετοχή της γαλλικής εταιρείας Nexans, κι ελπίζουμε να μην υπάρχει κλιμάκωση από την πλευρά της Τουρκίας», υπενθυμίζοντας την αμυντική συμφωνία Ελλάδας - Γαλλίας, χαρακτηρίζοντας την Αθήνα στρατηγικό εταίρο και σημειώνοντας ότι «όταν η Ελλάδα καλεί τη Γαλλία, η απάντηση είναι πάντα "ναι", και ανεξαρτήτως των απειλών, θα είμαστε εκεί».
Το επόμενο βήμα στον ελληνοτουρκικό διάλογο θα γίνει υπό το πρίσμα και των αποτελεσμάτων της συνάντησης Τραμπ - Ερντογάν. Το μήνυμα, ωστόσο, της Αθήνας δεν έχει αλλάξει.
«Πάντοτε τάσσομαι υπέρ του να έχουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκία και να συζητάμε τα προβλήματα ανοιχτά», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την υποσημείωση ότι «το να έχουμε ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με την Τουρκία σε όλα τα θέματα. Αλλά θα συνεχίσουμε να συνομιλούμε μαζί τους εποικοδομητικά και να προσπαθούμε να βρούμε project αμοιβαίου ενδιαφέροντος».
Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να δοθεί διάσταση «δραματικών» εξελίξεων στην ακύρωση της συνάντησης των δύο ηγετών, αντιθέτως επιδιώκει να επαναφέρει στην πραγματικότητα τις σχέσεις των δύο χωρών.
Επαναλαμβάνοντας ότι δεν τίθενται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και διατηρώντας τις «κόκκινες γραμμές», αναμένει τη στάση της τουρκικής πλευράς, η οποία ουσιαστικά «χρεώνεται» και την εξέλιξη της Νέας Υόρκης.
Το αν η Άγκυρα θα επιδιώξει να αναδείξει διαφορές και να καλλιεργήσει κλίμα αποσταθεροποίησης ή θα παραμείνει στην πορεία του θετικού διαλόγου, αναμένεται να φανεί το επόμενο διάστημα και θεωρείται κομβικό, ως προς αυτό, το αποτέλεσμα της συνάντησης στον Λευκό Οίκο.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη «ευκαιρία» συνάντησης των δύο ηγετών είναι στις αρχές Οκτωβρίου στην Κοπεγχάγη, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας.