Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Facebook
Facebook

Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Ο ατελέσφορος εκσυγχρονισμός της μεταπολίτευσης

Γιώργος Καραμπελιάς, Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός. Ο Κώστας Σημίτης και η εποχή του, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 334

Ο Γιώργος Καραμπελιάς στο νέο του βιβλίο εστιάζει την προσοχή του σε μια περίοδο της μεταπολίτευσης που εξακολουθεί να προκαλεί έντονη πολιτική και ιστορική συζήτηση. Η διακυβέρνηση του Κώστα Σημίτη πέρασε στην ιστορία με το ιδεολογικοπολιτικό πρόταγμα που έμεινε γνωστό ως «εκσυγχρονισμός».

Ο συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, με τις ελπίδες, τις αντιφάσεις και τις απογοητεύσεις της. Η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου υπήρξε ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού τον Ιανουάριο του 2025, γεγονός που επανέφερε στο προσκήνιο την κληρονομιά του. Ωστόσο, το έργο δεν έχει τη μορφή επικήδειου που επιδιώκει να απονείμει τιμές, ούτε όμως και ενός άκαμπτου κατηγορητηρίου που αποσκοπεί αποκλειστικά στη δαιμονοποίηση του Σημίτη και της πολιτικής του.

Αντιθέτως, ο Καραμπελιάς επιλέγει να κινηθεί σε ένα ευρύ ερμηνευτικό πλαίσιο, προτείνοντας μια κριτική αποτίμηση της οκταετίας 1996–2004, η οποία, κατά την άποψή του, αποτελεί έναν από τους πιο καθοριστικούς σταθμούς της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας. Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα πέτυχε να αποκτήσει πρωτοφανή διεθνή ορατότητα και να ενταχθεί πιο βαθιά στους θεσμούς και τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα όμως, άφησε ανοιχτά και αναπάντητα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την οικονομική της ανθεκτικότητα, την παραγωγική της αυτάρκεια και την ικανότητά της να στηριχθεί σε στέρεες εσωτερικές βάσεις.

Η συγκεκριμένη περίοδος δεν περιορίστηκε στο να χαράξει την καθημερινή πολιτική ατζέντα της εποχής. Αντίθετα, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ταυτότητα της ύστερης μεταπολίτευσης, εγκαινιάζοντας μια νέα ισορροπία , ή, όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, μια εύθραυστη συγκατοίκηση ανάμεσα στις μεγάλες φιλοδοξίες εκσυγχρονισμού και στις επίμονες παθογένειες που διαπερνούσαν το ελληνικό κράτος από τη γένεσή του.

Μέσα από την ανάλυσή του, η εποχή Σημίτη αναδεικνύεται ως ένα ιδιότυπο πεδίο συνύπαρξης αντιθέσεων. Από τη μία έχουμε τη διακήρυξη μιας θεσμικής και οικονομικής σύγκλισης με την Ευρώπη, με κορυφαίο αποτύπωμα την ένταξη στην ΟΝΕ και μαζί την υιοθέτηση του ευρώ. Από την άλλη παρατηρούμε την εμφανή αδυναμία να ολοκληρωθούν βαθιές δομικές μεταρρυθμίσεις, που θα διασφάλιζαν την ουσιαστική και βιώσιμη ενσωμάτωση της χώρας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Έτσι, η οκταετία Σημίτη παρουσιάζεται όχι μόνο ως πολιτικό κεφάλαιο αλλά και ως δοκιμασία των δυνατοτήτων και των ορίων του ελληνικού εκσυγχρονισμού.

Η αφήγηση του Καραμπελιά αναζητά τις βαθύτερες ρίζες του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, δείχνοντας ότι αυτό δεν γεννήθηκε εν κενώ αλλά υπήρξε προϊόν μακρών διεργασιών και στρατηγικών επιλογών. Ξεκινά από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία αποτέλεσε το θεσμικό θεμέλιο για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, και φθάνει ως την παγκοσμιοποίηση της δεκαετίας του ’90, που επέβαλε νέα πρότυπα οικονομικής, τεχνολογικής και θεσμικής προσαρμογής. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εκσυγχρονισμός εμφανίζεται ως συνειδητή προσπάθεια να εναρμονιστεί η Ελλάδα με τα πρότυπα και τις επιδόσεις των ισχυρών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε θεσμικό και πολιτισμικό επίπεδο.

Η κορύφωση αυτής της πορείας συμπυκνώνεται στα χρόνια της διακυβέρνησης Σημίτη. Η χώρα κατόρθωσε τότε να επιτύχει εμβληματικά ορόσημα: την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, την ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και την ολοκλήρωση έργων υποδομής που αναβάθμισαν τις συγκοινωνίες, τις μεταφορές και τις πόλεις. Αυτά τα επιτεύγματα προσέδωσαν στην Ελλάδα εικόνα σύγχρονου, οργανωμένου και τεχνολογικά αναβαθμισμένου κράτους.

Ωστόσο, ο Καραμπελιάς δείχνει ότι πίσω από την επιφάνεια των θεαματικών επιτυχιών κρύβονταν τα αμετάβλητα όρια του ελληνικού εκσυγχρονισμού. Το παραγωγικό μοντέλο παρέμεινε εύθραυστο και αδύναμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος, η οικονομία συνέχισε να εξαρτάται υπέρμετρα από δανεισμό και κοινοτικά κονδύλια, η αποβιομηχάνιση, που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’80, επιταχύνθηκε, ενώ η πελατειακή πολιτική κουλτούρα όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά ενσωματώθηκε και στο νέο εκσυγχρονιστικό αφήγημα, περιορίζοντας δραστικά τη δυνατότητα ουσιαστικής θεσμικής μεταρρύθμισης.

Ο Καραμπελιάς προσεγγίζει τον «σημιτισμό» όχι μόνο ως ένα σύνολο κυβερνητικών πολιτικών και διοικητικών επιλογών, αλλά και ως ένα

ολοκληρωμένο ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο εντάχθηκε πλήρως στις τάσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που κυριάρχησαν τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές του 2000. Στο επίκεντρο αυτού του ρεύματος τοποθετήθηκε η έννοια της «ευρωπαϊκότητας» όχι απλώς ως θεσμική προσαρμογή, αλλά ως κεντρικό στοιχείο ταυτότητας της χώρας συχνά, όμως, σε βάρος της διαμόρφωσης μιας συνεκτικής, μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής που θα εξασφάλιζε την αυτοδύναμη θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα.

Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ο συγγραφέας καταγράφει μια σαφή υποβάθμιση της σημασίας που αποδιδόταν στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Ενώ σημειώθηκαν ενεργητικές παρεμβάσεις στα Βαλκάνια, οι οποίες ενίσχυσαν προσωρινά την ελληνική παρουσία στην περιοχή, υιοθετήθηκαν παράλληλα επιλογές και λύσεις στα ελληνοτουρκικά που, σε βάθος χρόνου, περιόρισαν τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας και μετέβαλαν την ατζέντα υπέρ της «ήπιας προσαρμογής» σε μια νέα περιφερειακή πραγματικότητα.

Στο εσωτερικό, η προβολή μιας εικόνας σύγχρονης, ορθολογικής και τεχνοκρατικά άρτιας διακυβέρνησης δεν συνοδεύτηκε από ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη. Η περίοδος της οικονομικής άνθησης, που χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, παρουσιάζεται στην ανάλυση του Καραμπελιά συχνά ως «βιτρίνα» πίσω από την οποία παρέμεναν ανέπαφες οι ίδιες παλιές παθογένειες: δομική εξάρτηση από εξωτερικούς πόρους, αδύναμο παραγωγικό ιστό, πελατειακές πρακτικές και θεσμικές ανεπάρκειες που υπονόμευαν την ανθεκτικότητα της χώρας.

Με ύφος που παραμένει αιχμηρό χωρίς να διολισθαίνει σε υπερβολές, και με επιχειρήματα που εδράζονται σε τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, ο Γιώργος Καραμπελιάς κατορθώνει να συνδυάσει τρεις διακριτές οπτικές: την ιστορική ανάλυση, που φωτίζει τη διαδρομή της χώρας από τη μεταπολίτευση έως τις αρχές του 21ου αιώνα, την πολιτική οικονομία, που εξετάζει τους μηχανισμούς της ανάπτυξης, της σύγκλισης και της κρίσης και τέλος την ιδεολογική κριτική, που αποκαλύπτει τις αξίες και τις αντιλήψεις που στήριξαν ή εμπόδισαν τις μεταρρυθμίσεις.

Η συμβολή του βιβλίου είναι ότι αρνείται να περιοριστεί στην απομόνωση της περιόδου Σημίτη ως ενός αυτόνομου κεφαλαίου. Αντίθετα, την εντάσσει σε μια ευρύτερη, συνεχόμενη αλυσίδα εξελίξεων που ξεκινά με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και εκτείνεται μέχρι την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Έτσι, ο «ατελέσφορος» εκσυγχρονισμός δεν εμφανίζεται ως τυχαία ή συγκυριακή αστοχία, αλλά ως αντανάκλαση των ίδιων διαχρονικών ορίων που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος και την πολιτική του κουλτούρα.

Μέσα από αυτή τη σύνθεση, προβάλλει μια βασική διαπίστωση: η φιλοδοξία για θεσμική και οικονομική σύγκλιση με την Ευρώπη δεν ήταν αρκετή να υπερβεί τις χρόνιες αδυναμίες. Οι μηχανισμοί που επί δεκαετίες υπονόμευαν την ανάπτυξη, πελατειακό κράτος, θεσμική αστάθεια, παραγωγική υστέρηση, συνέχισαν να λειτουργούν παράλληλα με τις μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες, υποσκάπτοντας τη βιωσιμότητα των αλλαγών και αφήνοντας τον εκσυγχρονισμό ημιτελή.

Το βιβλίο, στο τελικό του «δια ταύτα», δεν περιορίζεται σε μια ιστορική ή πολιτική αποτίμηση του παρελθόντος, αλλά λειτουργεί ως μια στοχαστική και κριτική παρέμβαση μέσα στη σημερινή δημόσια συζήτηση για την πορεία και το μέλλον της χώρας. Ο Καραμπελιάς αξιοποιεί την περίοδο Σημίτη ως μεγεθυντικό φακό για να εξετάσει τι σημαίνει πραγματικός εκσυγχρονισμός και ποιες παγίδες τον ακυρώνουν.

Αναδεικνύει την ανάγκη ενός εκσυγχρονισμού που να υπερβαίνει τη διαχείριση της εικόνας, την επικοινωνιακή προβολή ή την τυπική συμμόρφωση με τις προδιαγραφές και τους κανόνες των ευρωπαϊκών θεσμών. Στη θέση αυτών των επιφανειακών προσαρμογών, προτάσσει την απαίτηση να αντιμετωπιστούν οι ίδιες οι ρίζες της αναποτελεσματικότητας, της θεσμικής αδυναμίας και της οικονομικής εξάρτησης που συνοδεύουν το ελληνικό κράτος σχεδόν από τη σύστασή του.

Στο πρόσωπο του Σημίτη και της εποχής του, ο συγγραφέας προσδίδει ένα διττό συμβολισμό. Από τη μία, το αποκορύφωμα μιας μακράς προσπάθειας να ενταχθεί η Ελλάδα στον πυρήνα της Ευρώπης και να αποκτήσει την εικόνα σύγχρονου, σταθερού κράτους κι από την άλλη, την ενσάρκωση της αδυναμίας να μετατραπεί αυτή η εικόνα σε ουσιαστικό και βιώσιμο μετασχηματισμό. Το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού, αν και φιλόδοξο στις διακηρύξεις και θεαματικό σε ορισμένα αποτελέσματα, δεν κατόρθωσε, σύμφωνα πάντα κατά την κρίση του Καραμπελιά, να αλλάξει σε βάθος την ελληνική πραγματικότητα, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ερώτημα για το ποιος και πώς μπορεί να υλοποιήσει τον εκσυγχρονισμό που πράγματι έχει ανάγκη η χώρα.


*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας