Μέσα στο χάος των αμέτρητων ελληνικών νησιών, στην άκρη του Αιγαίου, υπάρχει ένας τόπος που τον έχει σημαδέψει η ιστορία. Όχι όμως μια ιστορία πομπώδης, που επιζητά την προσοχή ή επιδεικνύεται.
Ανάμεσα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, μέσα σε μια αύρα αποστασιοποιημένου μυστηρίου και σιωπηλής γοητείας, βρίσκεται το νησί της Αστυπάλαιας. Το ίδιο το όνομα του νησιού, το οποίο έχει αλλάξει αρκετές φορές σε βάθος χρόνου, προδίδει εξ αρχής την ιδιαιτερότητα του.
Κάνοντας ένα ταξίδι στον φαντασιακό κόσμο της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, συναντάμε την νύμφη Αστυπάλαια. Λιγότερο διάσημη από την αδελφή της Ευρώπη (της οποίας η ομορφιά μάγεψε τον βασιλιά των θεών Δία και η ήπειρός μας της οφείλει το όνομά της), η Αστυπάλαια ήταν κόρη του Φοίνικα (ιδρυτή της Φοινίκης) και της Περιμήδης. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι και οι δύο κόρες του Φοίνικα είχαν σουξέ ανάμεσα στους Ολύμπιους, αφού επηρεασμένος μάλλον από τον αδερφό του και σαγηνευμένος από την αδερφή της κλεμμένης δεσποσύνης, ο Ποσειδώνας άρπαξε την Αστυπάλαια και ενέδωσε στα πάθη του μαζί της στο νησί που πήρε το όνομά της.
Επιστρέφοντας στην πραγματικότητα και στα ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια, οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, οι Κάρες από την Μικρά Ασία βλέποντας το κοκκινωπό έδαφός του, το ονόμασαν «Πύρρα». Σαν να λέμε δηλαδή «τόπος της φωτιάς». Μετά από κάποιους αιώνες, ίσως τον 7ο αιώνα π.Χ. περίπου, όταν πάτησαν το πόδι τους εκεί οι Δωριείς, το πρώτο πράγμα που είδαν ήταν τα ερείπια μιας εγκαταλελειμμένης πόλης. Μιας παλιάς πόλης. Στα αρχαία ελληνικά, ένα «παλαιόν άστυ». Και επομένως, την «Αστυπάλαια».
Συνεχίζοντας την πορεία του στο διάβα της ιστορίας, το νησί υιοθέτησε πολλούς χαρακτηρισμούς από διάφορες σημαντικές προσωπικότητες της αρχαιότητας. Έχει χαρακτηριστεί ως «Τράπεζα των Θεών», από τον εμπορικό του πλούτο και την ποικιλία των αγαθών του. Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος, κοσμεί την Αστυπάλαια με το επίθετο «ιχθυόεσσα», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «άφθονη σε ιχθείς», δηλαδή γεμάτη ψάρια. Ή αλλιώς, ο παράδεισος των ψαράδων…
Κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα, φτάνουμε στον Μεσαίωνα της Ανατολικής Μεσογείου. Όταν με την Δ’ Σταυροφορία το 1204, η Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια κι άλλες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλαμβάνονται από τους Φράγκους. Μια εποχή κατά την οποία οι θάλασσες βρίθουν από πολέμαρχους, εμπόρους και πειρατές, που προσπαθούν να κυριαρχήσουν στο υδάτινο στοιχείο. Άμα ψάχναμε, λοιπόν, τότε την Αστυπάλαια στους ναυτικούς χάρτες, θα την εντοπίζαμε με το όνομα «Stampalia», όπως την έλεγαν οι Βενετοί κατακτητές.
Κλείνοντας αυτό το ταξίδι στον χρόνο, φτάνουμε μέχρι τις μέρες μας. Αν περπατήσετε ανάμεσα στα κάτασπρα σπιτάκια της Χώρας και των γύρω χωριών και στήσετε αυτί στις συζητήσεις των ντόπιων, θα ακούσετε να τη φωνάζουν «Αστυπαλιά» ή και «Αστροπαλιά», ίσως από τον γεμάτο με αστέρια καθαρό ουρανό της.
Αν την παρατηρήσει δε κάποιος από ψηλά, θα συνειδητοποιήσει ότι παρατηρεί μια, ίσως μοναδική στον κόσμο, θαλάσσια πεταλούδα. Σχήμα το οποίο της προσδίδει το τελευταίο και ίσως πιο πρόσφατο απ’ όλα τα παρατσούκλια της, δηλαδή αυτό της «Πεταλούδας του Αιγαίου».
Βιβλιογραφία