Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Michael Cunningham, Μέρα, μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ.336 

Μέρες χωρίς αύριο

Υπάρχουν μυθιστορήματα που δεν χρειάζονται χαοτικές πλοκές ούτε ήρωες σε κατάσταση κρίσης. Αρκεί να υπάρξει μια μέρα. Μια οποιαδήποτε μέρα, που θα επιστρέφει, ελαφρώς αλλοιωμένη, σε τρεις χρονικές φάσεις – όπως ο χρόνος στον καθρέφτη της μνήμης. Για τη Μέρα πριν, κατά τη διάρκεια και την επομένη της πανδημίας. Κι αν αυτό ακούγεται κάπως νεφελώδες, είναι γιατί αυτή ακριβώς είναι η πρόθεση του Michael Cunningham.

Στη Μέρα τίποτα δεν κραυγάζει. Όλα κινούνται μ’ έναν μακρόσυρτο ρυθμό, όπως όταν ακούς πίσω από μια κλειστή πόρτα τις κουβέντες μιας οικογένειας που δεν μπορεί να χωρίσει αλλά δεν αντέχει άλλο να μείνει ενωμένη. Μία Μέρα, το 2019. Η ίδια Μέρα το 2020, με την πανδημία να κυκλώνει τα σώματα και να απογυμνώνει τη συναισθηματική τους φωνή.  Και ξανά, η ίδια μέρα το 2021, σε έναν κόσμο που επιμένει να σέρνεται λαβωμένος προς την κανονικότητα.

Το Μπρούκλιν του Cunningham δεν είναι σκηνικό· είναι ψυχισμός. Ένα σπίτι γεμάτο σιωπές, μια Βαιόλετ  (το κορίτσι που καταλαβαίνει περισσότερα από όσα πρέπει), μια μητέρα που γλιστρά σε υπαρξιακή ρωγμή, ένας θείος που ξεμένει στην απέναντι πλευρά της ζωής. Οι σχέσεις μεταξύ τους δεν έχουν κορύφωση, ούτε λύση· είναι εκεί για να θυμίζουν πως ο χρόνος δεν έρχεται για να λυτρώσει, αλλά για να φθείρει  ή να γλυκάνει, έστω στιγμιαία.

Η τεχνική του Cunningham θυμίζει το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημά του  Οι Ώρες  (εκδ. Λιβάνη, δεν κυκλοφορεί)  όχι όμως γιατί επαναλαμβάνει την απήχησή του, αλλά γιατί δείχνει πως η επιρροή της Virginia Woolf έχει διαπεράσει το πετσί του!  Η μέρα ως μονάδα δράματος. Η εσωτερική φωνή ως αποκαθήλωση. Η μνήμη ως σύγχυση και παρηγοριά μαζί. Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει· γράφει για να συντονιστεί με την πιο ήσυχη απελπισία των χαρακτήρων του. Στο Μέρα, η θλίψη δεν είναι κραυγαλέα· είναι οργανωμένη, σχεδόν τρυφερή.

Η πανδημία λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο παρά ως γεγονός. Δεν είναι ο ιός που παραλύει τους ανθρώπους, αλλά η ακινησία που κουβαλούσαν ήδη μέσα τους. Το εξωτερικό γεγονός απλώς μεγεθύνει το εσωτερικό κενό – ή αλλιώς, κάνει τη φθορά πιο καθαρή. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο ζωντανή μορφή του βιβλίου είναι το παιδί. Το μόνο που δεν έχει ακόμα μάθει να προσαρμόζει την ψυχή του σε συμβιβασμούς.

Η γραφή του Cunningham, αργή και ευγενική, μοιάζει με ύφασμα που δεν τσαλακώνεται, ακόμη κι όταν όλα μέσα του τσακίζονται. Η Μέρα είναι ένα βιβλίο που σου επιστρέφει το βλέμμα. Που σου επιτρέπει να σταθείς λίγο ακίνητος  ανάμεσα σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι οι δικοί σου. Και να ρωτήσεις, όχι μεγαλόφωνα, ούτε ρητορικά: «κι εγώ, τι κάνω μέσα σε όλα αυτά;»

Αν Οι Ώρες ήταν ένας στοχασμός πάνω στον θάνατο, η Μέρα είναι ένας ψίθυρος γύρω από τη ζωή που επιμένει, χωρίς σάλπιγγες. Και καμιά φορά, αυτό αρκεί.

Το βιβλίο του Cunningham διαβάζεται αλλιώς όταν έχεις βιώσει την εμπειρία του εγκλεισμού, της απομόνωσης και της σιωπηρής φθοράς, όπως αυτή που ζήσαμε στην  Ελλάδα στα χρόνια της πανδημίας. Δεν είναι μόνο οι χαρακτήρες του που κουβαλούν το βάρος μιας καθημερινότητας που μένει ακίνητη, είμαστε κι εμείς που ξέρουμε πια καλά πως πίσω από τις μάσκες και τους περιορισμούς, είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί κάτι βαθύτερο: η συνοχή, η οικειότητα, η κοινωνικότητα... 

Και τώρα, στα χρόνια μετά την πανδημία, αυτό το βιβλίο έρχεται σαν καθρέφτης. Μικρός, σπιτικός, ένας απλός καθρέφτης. Όταν όμως σκύψεις πάνω του, θα δεις τον εαυτό σου όπως ακριβώς ήσουν εκείνες τις σιωπηλές, αθέατες μέρες.

***

Κερτ Βόννεγκατ, Ο θεός να σας έχει καλά, κύριε Ροουζγουότερ, μτφρ. Αλέξης Καλοφολιάς, εκδ. Πατάκης, σελ.256

Το ευαγγέλιο του κυρίου Ροουζγουότερ 

Κάθε εποχή έχει τον τρελό της. Κι ο δικός μας είναι πλούσιος, φιλάνθρωπος και αθεράπευτα ευαίσθητος. Το όνομά του είναι Έλιοτ Ροουζγουότερ και αποφασίζει, με την ελαφρότητα μιας αποκάλυψης, να αγαπήσει ανθρώπους που κανείς άλλος δεν θεωρεί άξιους αγάπης. Κι έτσι ξεκινά αυτό το αλλόκοτο ευαγγέλιο του Κερτ Βόννεγκατ – ένας ύμνος στην ανθρώπινη ματαιότητα, με τον τίτλο Ο θεός να σας έχει καλά, κύριε Ροουζγουότερ.  Ο Ροουζγουότερ είναι κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας. Θα μπορούσε να πίνει μαρτίνι σε ιδιωτικές λέσχες και να απολαμβάνει τη θλιβερή ανωτερότητα της τάξης του. Αντ’ αυτού, μετακομίζει σ’ ένα παλιομοδίτικο γραφείο στην καρδιά της φτώχειας και απαντά σε τηλέφωνα που δεν χτυπούν. Όχι επειδή είναι ο Χριστός – απλώς δεν του πάει να είναι το κάθαρμα που όλοι περιμένουν.

Κάπως έτσι, σε έναν κόσμο όπου η καλοσύνη θεωρείται σημάδι διανοητικής καθυστέρησης, ο Έλιοτ αντιμετωπίζεται ως απειλή. Δικηγόροι, συγγενείς και ψυχίατροι επιστρατεύονται για να αποδείξουν ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος. Γιατί; Επειδή αγαπάει. Επειδή μοιράζει λεφτά χωρίς αντάλλαγμα. Επειδή δεν πιστεύει ότι ο πλούτος είναι επιβράβευση και η φτώχεια τιμωρία. 

Ο Βόννεγκατ, με το γνωστό του στιλ –ένα χιούμορ που έχει δαγκώσει τη γλώσσα του και αιμορραγεί ήσυχα– στήνει έναν κόσμο γελοίο και αναγνωρίσιμο. Οι ήρωες είναι είτε ανόητοι είτε κατεστραμμένοι, αλλά όλοι κουβαλούν μια κάποια ανθρωπιά, ακόμη κι όταν δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Η σάτιρά του δεν είναι καρικατούρα· είναι καθρέφτης. Μόνο που η εικόνα που επιστρέφει σε κάνει να θες να βάλεις γυαλιά μυωπίας για να τη δεις λιγότερο καθαρά.

Ο  Έλιοτ δεν είναι επαναστάτης. Δεν κατεβαίνει στους δρόμους, δεν έχει μανιφέστο. Είναι απλώς ένας άνθρωπος που έχει καταλάβει ότι όλο αυτό που λέμε «κοινωνία» στηρίζεται σε έναν συλλογικό παραλογισμό: να λατρεύεις τα χρήματα και να μισείς τους ανθρώπους. Και, τι περίεργο! Όταν το ανατρέπεις αυτό, όλοι θέλουν να σε βάλουν σε ίδρυμα.

Το βιβλίο διαβάζεται σαν ένας οξύς μονόλογος περί τού τι σημαίνει να είσαι καλός σε λάθος κόσμο, και σαν ένα αμείλικτο παραμύθι για ενηλίκους  που μιλά για πλούσιους που κληρονόμησαν χωρίς να δουλέψουν, για φτωχούς που καταδικάστηκαν χωρίς να φταίνε, και για ανθρώπους που κουβαλούν στην τσέπη τους κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από όπλο: ενσυναίσθηση. Κι όμως, τι ανακούφιση που προσφέρει!  Έστω και ως φαντασία. Έστω και ως «περίπτωση». Έστω κι αν χρειάζεται να τον ανακηρύξουμε «παράφρονα» για να τον ανεχθούμε.

Ο Βόννεγκατ, μέσα από τον «τρελό» του ήρωα, δεν μας ζητά να σώσουμε τον κόσμο. Μας ρωτά απλώς: αν είχες πολλά λεφτά, θα τα μοίραζες στους απελπισμένους ή θα έπαιρνες δεύτερο εξοχικό; Κι αν διστάσεις πριν απαντήσεις, είναι ήδη αργά...  

Το μυθιστόρημα, Ο θεός να σας έχει καλά, κύριε Ροουζγουότερ, δεν λειτουργεί ως απλό μυθιστόρημα αλλά σαν καταγγελία, με χιούμορ, ευρηματικό κοινωνικό σχολιασμό και χαρακτήρες που ακούν τη συνείδησή τους.