Emmanuel Bove, «Η Παγίδα», μτφρ. - εισαγωγικό σημείωμα Μαρία Γυπαράκη, εκδ. Στίλβη
Η σιωπηλή συντριβή του εσωτερικού ανθρώπου
Ορισμένα βιβλία δεν φωνάζουν. Ανασαίνουν. Δεν διεκδικούν χώρο στο ράφι της Ιστορίας, αλλά τρίζουν ήσυχα στη γωνία του, εκεί όπου η ενοχή, η παραίτηση, η ντροπή και το ανείπωτο μαζεύονται σιωπηλά. Η Παγίδα του Εμανουέλ Μποβ είναι ένα τέτοιο βιβλίο, μια αφήγηση που δεν ζητά την προσοχή σου, αλλά σε στοιχειώνει με τον τρόπο που σε αφορά ενώ γυρνάς το βλέμμα αλλού.
Ο Ζοζέφ Μπριντέ, νεαρός δημοσιογράφος, προσπαθεί να διαφύγει από τη Γαλλία του Βισύ και να φτάσει στο Λονδίνο για να ενταχθεί στην Αντίσταση. Κι όμως, το μυθιστόρημα δεν είναι μια αφήγηση ηρωισμού. Είναι η αργή εξασθένιση ενός ανθρώπου που θέλει να μείνει όρθιος χωρίς να τον κρατά πια τίποτα. Που ελπίζει σ’ ένα θαύμα αξιοπρέπειας την ίδια ώρα που όλοι γύρω του διαλέγουν την επιβίωση με κάθε τίμημα. Ο ήρωας δεν πέφτει στην παγίδα. Είναι ήδη μέσα της. Και δεν ξέρει - ή μάλλον δεν θέλει να παραδεχτεί - ότι δεν υπάρχει έξοδος. Η χώρα του Βισύ είναι ένας τόπος αναιμικής ζωής, ενοχής, δωσιλογισμού και υφέρποντος αντισημιτισμού - αλλά το μεγάλο βάθος του Μποβ βρίσκεται αλλού: στη μελέτη ενός προσώπου που σιγά-σιγά αποσυντίθεται εσωτερικά, χωρίς κραυγές, χωρίς σκηνές, χωρίς διδαχές.
Η Παγίδα είναι το τελευταίο έργο του Μποβ. Γραμμένο λίγο πριν τον θάνατό του το 1945, είναι ίσως το πιο ευθύ και πιο σιωπηλό κατηγορώ εναντίον όχι μόνο της ιστορικής ήττας, αλλά της εσωτερικής. Ο κόσμος που περιγράφει δεν καταστρέφεται από τυράννους. Καταρρέει αργά, επειδή κανείς δεν αντέχει να σηκώσει το βάρος του άλλου. Μια κοινωνία όπου η συμπόνια θεωρείται ύποπτη, η φιλία κοστίζει και η εμπιστοσύνη είναι αφέλεια. Και στη μέση, ένας άνθρωπος που επιμένει, όχι να νικήσει, αλλά απλώς να μην προδώσει τη δική του στοιχειώδη καθαρότητα.
Η αφήγηση ξεδιπλώνεται με αυτό το ιδίωμα της «συγκλονιστικής λεπτομέρειας», όπως σημειώνει ο Beckett, που τον θεωρούσε έναν από τους λίγους συγγραφείς που διέθεταν την ευφυΐα να παρατηρούν την κατάρρευση χωρίς να τη χρωματίζουν. Μια ελαφριά γυαλάδα ιδρώτα πάνω στο πρόσωπο, ένα βλέμμα που φεύγει πριν συναντήσει το δικό σου, ένας λεκές στο πανωφόρι που ο ήρωας αποφασίζει να μην καθαρίσει - αυτή είναι η επιτομή της ύπαρξης στον κόσμο του Μποβ.
Αν όμως ο Beckett ριζώνει στον αφηρημένο μεταφυσικό χώρο, ο Bove ριζώνει στην καθημερινότητα. Η αγωνία του δεν είναι υπαρξιακή, αλλά ψυχικά πολιτική. Ο ήρωας του δεν είναι υπερασπιστής αξιών, είναι απλώς ένας άνθρωπος που δεν θέλει να παραδοθεί στην ευτέλεια του κόσμου γύρω του.
Και τι κόσμος είναι αυτός! Η «Παγίδα» στέκει σαν το αντίθετο της γαλλικής «καθαρής συνείδησης» της αντίστασης. Δίχως ηρωισμό, δίχως λυτρωτικό τόνο, καταγράφει μια Γαλλία όπου το καθήκον απέναντι στον άλλον και το ηθικό ανάστημα έχουν αντικατασταθεί από την αυτοσυντήρηση, την σιωπή, την ατομική σωτηρία εις βάρος του διπλανού. Και μέσα σε αυτή τη Γαλλία κινείται ο Μπριντέ, με μια παιδική προσδοκία ότι κάτι, κάποιος, θα αποδειχτεί ανώτερος του καιρού. Δεν είναι ότι πέφτει στην παγίδα. Είναι ότι βρίσκεται ήδη μέσα της.
Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται μια βαθιά φιλοσοφική συγγένεια με το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας της Παγίδας, όπως και εκείνος των Σημειώσεων από το Υπόγειο, δεν είναι ούτε ήρωας ούτε μάρτυρας. Είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει, που βλέπει, που καταλαβαίνει τα πάντα - και γι’ αυτό ακριβώς δεν αντέχει να δράσει. Ο υπόγειος άνθρωπος του Ντοστογιέφσκι, μονίμως σε αμφιβολία και αυτοϋπονόμευση, είναι αδελφός του Μπριντέ: Και οι δύο συνειδητοποιούν πως η αληθινή παγίδα δεν είναι οι συνθήκες, ούτε ο εχθρός. Είναι η ελευθερία όταν δεν έχει τι να επιλέξει. Είναι η γνώση όταν δεν οδηγεί πουθενά. Είναι η ηθική όταν γίνεται βάρος.
Η μετάφραση της Μαρίας Γυπαράκη αποδίδει υποδειγματικά αυτήν τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη γλώσσα και στο κενό: χωρίς περιττές εξωραΐσεις, με καθαρότητα, με στοχαστική αποστασιοποίηση, διατηρεί τον ρυθμό του αφανισμού. Το εισαγωγικό της σημείωμα αποκαθιστά τον Μποβ εκεί που ανήκει: στην ιστορική και ηθική τοπογραφία της Ευρώπης της συνθηκολόγησης, της ντροπής και του αποσιωπημένου αντισημιτισμού, εκεί όπου τα μεγάλα λόγια φωνάζουν και οι αλήθειες σωπαίνουν.
Η Παγίδα είναι ένα μυθιστόρημα-καθρέφτης για την Ευρώπη που θέλησε να ξεχάσει. Δεν προσφέρει λύσεις, ούτε εύκολες κατηγορίες. Δείχνει απλώς τον άνθρωπο όταν δεν αντέχει να δει το πρόσωπό του στον καθρέφτη της εποχής. Και για αυτό, ακριβώς, είναι ένα από τα πιο έντιμα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για τον πόλεμο, τη συνθηκολόγηση, τη μικρότητα και το αίτημα της ηθικής.
Γιατί η μεγαλύτερη παγίδα απ’ όλες είναι να νομίζεις πως εσύ δεν κινδυνεύεις να πέσεις μέσα της.
Ρέα Βιτάλη, Το ψυχόμετρο, εκδ. Δίοπτρα, σελ. 136
Μετρήσεις σιωπής
Υπάρχουν βιβλία που μοιάζουν με θρανία· κάθεσαι, σκύβεις, γράφεις μέσα σου κάτι. Υπάρχουν κι άλλα, που σου χτυπάνε το τζάμι νύχτα, σαν παλιός γνωστός που επιστρέφει να σου θυμίσει κάτι που δεν θέλησες ποτέ να πεις. Το Ψυχόμετρο της Ρέας Βιτάλη είναι το δεύτερο είδος.
Δεν είναι αυτοβιογραφία, δεν είναι αφήγημα για την αρρώστια, ούτε τριλογία γυναικείων χαρακτήρων. Είναι μια συγγραφική πράξη υπέρβασης: όχι για να προσφέρει κουράγιο – αυτό θα ήταν απλώς ευπρεπισμένη πρόθεση – αλλά για να μιλήσει με ευθύτητα για το τι σημαίνει να νοσείς από όσα δεν είπες. Να σηκώνεις με το σώμα σου το βάρος όσων δεν αρθρώθηκαν ποτέ. Κι αν το σώμα αντέξει, η ψυχή παραμένει σιωπηλή, θορυβωδώς. Μέχρι που σπάει.
Η Βιτάλη δεν γράφει για να μοιραστεί. Γράφει για να σωθεί. Και το ότι στον δρόμο σώζονται κι άλλοι – όσοι την ακολουθούν, όσοι βλέπουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη των ηρώων της – είναι σχεδόν τυχαίο, σχεδόν ευλογία. Οι τρεις ιστορίες του βιβλίου είναι τρεις βραδυφλεγείς εκρήξεις: Ο «φλατ» γάμος που σιωπά ώσπου να ουρλιάξει, η παιδική κακοποίηση που παραγράφεται στα μάτια της μάνας, η κατάθλιψη του άλλου που μάθαμε να αποφεύγουμε, όχι να διαβάζουμε. Τίποτα το εντυπωσιοθηρικό – κι όμως, όλα πυρηνικά.
Αλλά το πιο ανατρεπτικό κομμάτι είναι αλλού: στην προσωπική εξομολόγηση της Βιτάλη, στην άρνησή της να γίνει ήρωας. Δεν μετατρέπει τον καρκίνο σε παράσημο, ούτε τη συγχώρεση σε κατακλείδα. Μιλά για την ασθένεια όπως θα έπρεπε να μιλάμε για τον εαυτό μας: με σαφήνεια, με απώλεια, με χιούμορ, με τραύμα και χωρίς επιμύθιο. Ξέρει πως ο άνθρωπος δεν γίνεται καλύτερος επειδή πονά – γίνεται, απλώς, περισσότερο αυτό που ήταν πάντα. Και το να το βλέπει κανείς αυτό, δεν είναι λίγο.
Το Ψυχόμετρο δεν προσφέρει παρηγοριά. Αντί γι’ αυτό, προσφέρει κάτι σπανιότερο: μια μονάδα μέτρησης της σιωπής μας. Έναν φανταστικό δείκτη για το πού ακριβώς μας βαραίνει η ψυχή και δεν τολμάμε να το ονομάσουμε. Αν υπήρχε τέτοιο όργανο, θα χτυπούσε κόκκινο για τους περισσότερους από εμάς. Μέχρι τότε, υπάρχουν κάποιες λίγες σελίδες σαν κι αυτές. Να μετρούν. Και να θυμίζουν.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας