Σώτη Τριανταφύλλου, Το τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη Οδό – Χρονικό σε πόλεις με ποτάμι, εκδ. Πατάκη, σελ. 512
Στην πιο πρόσφατη συγγραφική της κατάθεση, η Σώτη Τριανταφύλλου επιστρέφει εκεί όπου της ταιριάζει: στις πόλεις που κουβαλούν μια παράξενη μελαγχολία — όχι εξαιτίας του καιρού ή της ιστορίας τους, αλλά επειδή έχουν ποτάμι. Και το ποτάμι, είτε είναι ο Σηκουάνας είτε ο Σπρέε, είτε το αποξηραμένο ρέμα των αστικών μας βεβαιοτήτων που κάποτε νομίσαμε για ποτάμι, κουβαλά πάντα κάτι που δε μένει ποτέ. Μια μνήμη που δεν ανήκει πια σε κανέναν.
Το βιβλίο είναι δομημένο ως χρονικό, αλλά δε γράφεται με την αγωνία του χρονικογράφου. Είναι μάλλον ένας υπόκωφος, διακεκομμένος μονόλογος που περιφέρεται από πόλη σε πόλη, σαν να κρατά σημειώσεις όχι από ταξίδι αλλά από ζωή. Οι αναφορές σε μουσικές, βιβλία, εραστές, συνθήματα τοίχων, καλοκαίρια και εξεγέρσεις περνούν μέσα από μια φωνή που δεν αναζητά δικαίωση ούτε νοσταλγία. Αναζητά κάτι πιο φευγαλέο: τη συγκίνηση χωρίς ενθουσιασμό, τη ζωή χωρίς καταναγκασμό.
Ο τίτλος Το τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη Οδό θα μπορούσε να είναι παραμύθι ή αστυνομικό· τελικά είναι σημείο συνάντησης μιας εποχής που χάθηκε και ενός βλέμματος που επιμένει να παρατηρεί. Το «γουρούνι» -ο παλιός τρόπος να μιλήσεις για αστυνομικούς ή για χοντροκομμένες δυνάμεις εξουσίας- είναι ίσως ο ίδιος ο συγγραφικός εαυτός που περιφέρεται «τυφλός» στις παρυφές των γεγονότων. Η «Δεύτερη Οδός» παραπέμπει τόσο στον γεωγραφικό όσο και στον υπαρξιακό χάρτη - δεν είναι η πρώτη επιλογή ούτε η κεντρική λεωφόρος, αλλά ένας δρόμος όπου μπορείς ακόμα να σταθείς για λίγο.
Η γραφή της Τριανταφύλλου είναι λιτή και ευθύβολη· δεν ψάχνει για εντυπώσεις. Αναζητά περισσότερο εκείνες τις προτάσεις που στέκονται σαν πικρά ρητά -απλά και σχεδόν αναπόφευκτα. Δε λείπει το γνώριμο σαρδόνιο χιούμορ της, ούτε η πεποίθηση ότι ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο· μα πίσω από αυτή την απαισιοδοξία υποβόσκει κάτι που μοιάζει με βαθιά πίστη στον άνθρωπο- ή έστω σε μερικούς ανθρώπους, σε λίγες στιγμές, σε λίγες πόλεις.
Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν κατασκευάζει κόσμους - απλώς κοιτάζει εκείνον που υπάρχει. Και το κάνει με βλέμμα διαυγές, που δε χρειάζεται λογοτεχνικές πυροτεχνίες για να αποκαλύψει την ασχήμια ή την τρυφερότητα. Ένα βιβλίο που διαβάζεται σαν προσωπικό ημερολόγιο και σαν ιδιότυπο αρχείο - όχι όσων συνέβησαν, αλλά όσων προλάβαμε να νιώσουμε προτού τα πάρει το ποτάμι.
Κάποιες πόλεις δε χρειάζονται χαρτογράφηση· έχουν ήδη χαραχτεί μέσα μας από τις μουσικές που ακούσαμε σε ξένες γλώσσες, από τα φώτα του τραμ που δε φτάσαμε ποτέ, από τα ποτάμια που διασχίσαμε μόνο και μόνο για να μην κοιτάξουμε πίσω. Αυτό το βιβλίο είναι για τις πόλεις αυτές - όχι εκεί όπου πήγαμε, αλλά εκεί όπου κάποτε θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει. Και ίσως το κάναμε, για λίγο, χωρίς να το καταλάβουμε.
Η Σώτη δεν προσπαθεί να συμφιλιώσει τίποτα: ούτε παρελθόν και παρόν, ούτε ιδεολογία και βίωμα. Απλώς αφήνει τη γραφή της να κυλήσει σαν τον ποταμό μιας πόλης, όπου δεν έχει σημασία ποιος έφυγε, ποιος έμεινε, ποιος θυμήθηκε. Σημασία έχει μόνο ότι κάποιος, έστω και μόνος του, κοίταξε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Δίχως νοσταλγία. Δίχως αυταπάτες. Μόνο με εκείνο το γυαλιστερό φως που πέφτει στα λιθόστρωτα λίγο πριν βραδιάσει.
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο Ντοστογιέφσκι και το πολιτικό κακό – Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής, ο εγωισμός και το αυτεξούσιο, εκδ. Επίκεντρο, σελ. 136
Στο Ο Ντοστογιέφσκι και το πολιτικό κακό, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος επανέρχεται στον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα όχι ως λογοτέχνη, αλλά ως στοχαστή της εξουσίας και της ανθρώπινης ελευθερίας - και μάλιστα στοχαστή σκοτεινό, παραδοξολόγο, τραγικό και θεολογικά φορτισμένο. Το βιβλίο είναι ένα σύντομο αλλά πυκνό δοκίμιο που επιχειρεί να απογυμνώσει την πολιτική σκέψη του Ντοστογιέφσκι από τις φιλολογικές αναπαραστάσεις και να την επανεισαγάγει στον δημόσιο διάλογο ως εργαλείο κατανόησης της σημερινής κρίσης αντιπροσώπευσης, του λαϊκισμού, της υποταγής και -κυρίως- της επιθυμίας για υποταγή.
Ο άξονας της ανάλυσης είναι το περίφημο επεισόδιο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή από τους Αδελφούς Καραμαζώφ. Στο πρόσωπο αυτού του εκκλησιαστικού άρχοντα που φυλακίζει τον ίδιο τον Χριστό όταν Εκείνος επιστρέφει στη Σεβίλλη, ο Πανταζόπουλος εντοπίζει ένα σχήμα εξουσίας που δεν στηρίζεται μόνο στον αυταρχισμό, αλλά σε κάτι βαθύτερο: στη συναίνεση των υποτελών, στην ανάγκη τους να απαλλαγούν από το βάρος της ελευθερίας.
Ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνει πρώτος τη ριζική αντίφαση του σύγχρονου ανθρώπου: ενώ διεκδικεί την ελευθερία, στην πραγματικότητα τη φοβάται. Όπως δηλώνει με απόλυτη καθαρότητα ο Ιεροεξεταστής: «Δεν υπάρχει για τον άνθρωπο πιο βασανιστικό πράγμα από το να βρει κάποιον να του δώσει γρήγορα την ελευθερία του». Κι έτσι ο άνθρωπος παραιτείται: ζητά διαχειριστές, πνευματικούς, κόμματα ή κράτη να του πάρουν το φορτίο από τους ώμους.
Ο Πανταζόπουλος, με καθαρό λόγο και αυστηρή δομή, αποφεύγει τις ακαδημαϊκές καμπύλες. Επιλέγει μια πολιτική θεολογία της ύπαρξης, όπου ο Ντοστογιέφσκι προβάλλεται ως αντίποδας τόσο της δυτικής προόδου όσο και του αριστερού υλισμού. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής δεν είναι βλάσφημος - είναι λογικός· δε διώκει τον Χριστό επειδή Τον αρνείται, αλλά επειδή Τον θεωρεί αντιπαραγωγικό. «Εμείς διορθώσαμε το έργο Σου και το βασίσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος», λέει, αντικαθιστώντας το πρόσωπο του Χριστού με τη διοικητική μηχανή της σωτηρίας.
Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται το αυτεξούσιο -όχι ως ατομικό δικαίωμα, αλλά ως αφόρητη υπαρξιακή συνθήκη. Για τον Ντοστογιέφσκι, η βούληση δεν είναι ευλογία αλλά η απαρχή της ευθύνης- και συνεπώς της ενοχής. Σε έναν κόσμο που απελευθερώνεται χωρίς θεμέλιο, η ελευθερία γίνεται αυτοκαταστροφική. Από εδώ απορρέει και η διάσημη ρήση του από τους Δαιμονισμένους: «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε όλα επιτρέπονται». Κι αν όλα επιτρέπονται, τότε η πολιτική παύει να είναι πεδίο κανόνων και μετατρέπεται σε σκηνή ασυδοσίας.
Ο φόβος του Ντοστογιέφσκι δεν είναι η αμαρτία - είναι η αδυναμία να ονομάσουμε κάτι αμαρτία. Είναι η μεταφυσική ισοπέδωση που συνοδεύει την πίστη στον «άνθρωπο ως θεό», μια πίστη που δε γεννά ελευθερία, αλλά εγωισμό, κενότητα και βία. Και εδώ η σκέψη του Πανταζόπουλου συναντά την πολιτική επικαιρότητα: οι κρίσεις του σύγχρονου κόσμου δεν είναι απλώς θεσμικές - είναι ανθρωπολογικές. Το Κακό δεν είναι εξωτερικό· φωλιάζει στο εσωτερικό του προσώπου που χάνει το νόημά του.
Για τον Ντοστογιέφσκι, το αυτεξούσιο δεν είναι το τέλος της ενοχής, αλλά η αρχή της. Όπως γράφει ο μοναχός Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμαζώφ: «Ο καθένας από εμάς είναι ένοχος για όλα και για όλους». Δεν υπάρχει απολύτως ατομική ευθύνη· υπάρχει μόνο η τρομακτική κοινότητα της ευθύνης. Και αυτή η ηθική υπενθύμιση καταλήγει να γίνεται πολιτική πρόταση.
Η αξία του βιβλίου του Πανταζόπουλου βρίσκεται ακριβώς εδώ: μας καλεί να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει πολιτική με βάση την τραγικότητα του ανθρώπου, όχι την αισιοδοξία των ιδεολογιών. Ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι είναι γεμάτος ανθρώπους που δεν αντέχουν να είναι ελεύθεροι - και αυτό είναι το τραγικό τους μεγαλείο. Όπως λέει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστό, που παραμένει σιωπηλός μπροστά του: «Γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις;» Το ερώτημα, τελικά, είναι αν αντέχουμε εμείς να ζούμε χωρίς να μας ενοχλούν τέτοιες ερωτήσεις.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας