Η γνώμη, στο πλαίσιο των δημοκρατιών, θεωρείται ιερή. Από την εποχή της Εκκλησίας του Δήμου μέχρι τις σύγχρονες κοινωνίες της πληροφορίας, η άποψη του πολίτη αποτελεί θεμέλιο του πολιτικού οικοδομήματος. Όμως, η άποψη, όταν απεμπλέκεται από τη γνώση, μετατρέπεται σε καρικατούρα της ίδιας της ελευθερίας, έναν αυθαίρετο λόγο χωρίς έρεισμα, ο οποίος υπονομεύει τόσο τη δημόσια συζήτηση όσο και τις ίδιες τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Το φαινόμενο αυτό, η προπέτεια της ημιμάθειας, αποτελεί μία από τις πλέον διαβρωτικές παθογένειες του σύγχρονου δημόσιου χώρου.
Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους σύγχρονους φιλοσόφους της γνώσης, η διάκριση μεταξύ δόξας και επιστήμης, ανάμεσα στη γνώμη και τη γνώση, θεωρείται θεμελιώδης.
Η γνώση προϋποθέτει διαδικασία, τεκμηρίωση, αμφιβολία, ενώ η γνώμη, ως δοξασία, συχνά αρκείται στην εντύπωση, στην ταύτιση, στην αίσθηση ότι "κάπως έτσι είναι:. Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη γνώμης, κάθε άνθρωπος δικαιούται να διαμορφώνει απόψεις. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν η γνώμη εκφέρεται με βεβαιότητα, με τόνο αυθεντίας, χωρίς όμως να ερείδεται σε καμμία εμπεριστατωμένη κατανόηση του αντικειμένου.
Αυτό που συναντούμε όλο και συχνότερα, ιδίως στο πεδίο των κοινωνικών δικτύων και των δημόσιου διαλόγου, είναι μιά ριζική αποσύνδεση ανάμεσα στη γνώση και στην αυτοπεποίθηση.
Όπως έχει παρατηρηθεί από τον φιλόσοφο David Dunning και τον ψυχολόγο Justin Kruger στο γνωστό φαινόμενο που φέρει το όνομά τους - Dunning-Kruger effect, οι λιγότερο πληροφορημένοι τείνουν να υπερεκτιμούν τις γνώσεις τους, ακριβώς επειδή τους λείπει η επίγνωση της δικής τους άγνοιας.
Η πολιτική ζωή αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση αυτής της παθολογικής βεβαιότητας. Σε μια εποχή όπου η ταχύτητα της πληροφορίας υπερισχύει της επεξεργασίας της, και όπου η υπεραπλούστευση θεωρείται αρετή, η γνώμη χωρίς γνώση αποκτά επικοινωνιακή υπεραξία.
Οι πολίτες δεν ενθαρρύνονται να εμβαθύνουν στα δεδομένα, να αναζητήσουν τις αντιφάσεις, να διατηρήσουν αμφιβολίες. Αντιθέτως, ενθαρρύνονται, συχνά από πολιτικά και μιντιακά συμφέροντα, να πάρουν θέση, να επιλέξουν στρατόπεδο, να οικειοποιηθούν μιά ερμηνεία και να την υπερασπιστούν, όσο πρόχειρη ή αστήρικτη κι άν είναι.
Ακραίο και τραγικά επίκαιρο παράδειγμα αυτού του φαινομένου αποτελεί η τραγωδία των Τεμπών. Αντί η κοινωνία να σταθεί με νηφαλιότητα απέναντι σε ένα συγκλονιστικό δυστύχημα, να απαιτήσει λογοδοσία μέσα από θεσμικά εργαλεία και να επιδείξει σεβασμό πρός τα θύματα, πλήθος χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο, έσπευσε να αναζητήσει συνωμοσίες, περί «λαθραίου φορτίου», «συγκάλυψης», «μπαζώματος», και «ξυλολίου». Οι αφηγήσεις αυτές, άν και παντελώς ατεκμηρίωτες, κυριάρχησαν σε κύκλους που διψούν για εξηγήσεις απλοϊκές, συναισθηματικά φορτισμένες και πολιτικά εκρηκτικές.
Το αξιοσημείωτο δεν είναι η παρουσία συνωμοσιολογικών θεωριών, αυτές πάντα υπήρχαν. Το ανησυχητικό είναι η πεποίθηση με την οποία υιοθετούνται από ανθρώπους δίχως τεχνική γνώση, χωρίς πρόσβαση στις πραγματικές έρευνες, χωρίς νομική ή μηχανολογική κατάρτιση.
Και μάλιστα, με τόνο επιτιμητικό πρός οποιονδήποτε αμφισβητεί το "σενάριό" τους. Οι ειδικοί λοιδορούνται ως «μέρος του προβλήματος», τα πορίσματα αμφισβητούνται πρίν κάν εκδοθούν, και η ίδια η έννοια της απόδειξης παραμορφώνεται. Έτσι, η αλήθεια γίνεται ζήτημα προσωπικής πίστης, όχι συλλογικής έρευνας.
Η άγνοια, όταν δεν συνοδεύεται από ταπεινότητα, μετατρέπεται σε ηθικό πρόβλημα. Η ανεύθυνη διατύπωση πεποιθήσεων σε θέματα που άπτονται του κοινού συμφέροντος, όπως η ασφάλεια των μεταφορών ή η απονομή δικαιοσύνης, ενέχει όχι μόνο κινδύνους παραπληροφόρησης αλλά και αμφισβήτησης της ίδιας της ιδέας του ειδικού, του θεσμικού λόγου.
Η προπέτεια της ημιμάθειας δεν καταστρέφει μόνο το περιεχόμενο της συζήτησης, καταστρέφει και τη δυνατότητα της κοινωνίας να εμπιστεύεται όσους πράγματι γνωρίζουν.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για μορφωτικό ζήτημα. Ακόμη και άτομα με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης ενδέχεται να υποπέσουν στο σφάλμα της αυτοπεποίθησης σε πεδία που δεν κατέχουν, επειδή συγχέουν τη γενική ευφυΐα με την εξειδικευμένη γνώση. Το πρόβλημα είναι δομικό και αφορά την πολιτισμική αποδυνάμωση της επιφυλακτικότητας, στην εποχή της άμεσης αντίδρασης, η καθυστέρηση, η σιωπή, η σκέψη θεωρούνται αδυναμίες.
Σε μια πραγματικά ώριμη δημοκρατία, η γνώμη δεν ταυτίζεται με την ελευθερία του να λέμε ό,τι θέλουμε· ταυτίζεται με την υποχρέωση να ελέγξουμε τί λέμε. Ο ελεύθερος λόγος δεν είναι ασύδοτος λόγος. Όπως σημειώνει ο Τζον Στιούαρτ Μίλλ, η ελευθερία της έκφρασης προϋποθέτει όχι μόνο την προστασία του λόγου, αλλά και την καλλιέργεια της ικανότητας να τον ελέγχει κανείς με κριτική σκέψη. Η ελευθερία δεν είναι μόνο δικαίωμα, είναι και καθήκον.
Η ανεξέλεγκτη εξίσωση γνώμης και γνώσης έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ενός πολιτικού κλίματος όπου οι πλέον ηχηρές φωνές είναι και οι πλέον άσχετες. Ο δημόσιος διάλογος χάνει τη σοβαρότητά του· οι πολιτικές αποφάσεις βασίζονται στο θυμικό και όχι σε δεδομένα. Το φαινόμενο αυτό υπονομεύει και την έννοια της λογοδοσίας: όταν κάθε άποψη είναι εξίσου έγκυρη, τότε καμμία δεν είναι υπόλογη.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν μπορεί να είναι κατασταλτική. Ούτε η λογοκρισία ούτε ο ελιτισμός προσφέρουν λύση. Αντιθέτως, απαιτείται μιά ριζική αναδιάρθρωση της έννοιας της παιδείας, όχι με όρους συσσώρευσης γνώσεων αλλά με όρους καλλιέργειας πνευματικής ταπεινότητας.
Να διδάξουμε τη σημασία του «δεν ξέρω», την αξία της σιωπής μπροστά στην πολυπλοκότητα, την ανάγκη της αποχής όταν η άγνοια είναι δεδομένη.
Η παιδεία αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στο σχολείο. Πρέπει να διατρέχει όλα τα πεδία του δημόσιου βίου, τα μέσα ενημέρωσης, τους πολιτικούς θεσμούς, τις ψηφιακές πλατφόρμες. Οι ίδιοι οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης οφείλουν να λειτουργούν ως πρότυπα επαρκούς ενημέρωσης και όχι ως ομιλούσες κεφαλές έτοιμες για κάθε θέμα.
Η προπέτεια της ημιμάθειας υπονομεύει τον διάλογο, διαστρέφει την αλήθεια, ενισχύει την αυταπάτη της αυθεντίας χωρίς κόπο. Μιά δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώσει αν αντικαταστήσει τον τεκμηριωμένο λόγο με τον θόρυβο.
Οφείλουμε να απαιτούμε περισσότερα, ακρίβεια, σεμνότητα, ειλικρινή επίγνωση του εύρους και των ορίων της γνώσης μας.
Ο κόσμος δεν αλλάζει με γνώμες που κραυγάζουν, αλλά με γνώσεις που σιωπούν μέχρι να έχουν λόγο να μιλήσουν.