Τη γραφειοκρατία και τον λαϊκισμό «έδειξε» ως τους μεγαλύτερους εχθρούς των μεταρρυθμίσεων ο βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας Θόδωρος Σκυλακάκης, σε ομιλία του στη Βουλή για τον νέο αναπτυξιακό νόμο.
«Παρολαυτά 17 δις επενδύσεις υλοποιούνται με δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης με μέση επιδότηση κάτω από 8%», σημείωσε ο πρώην υπουργός.
Αναλυτικά η ομιλία του:
Το σημερινό νομοσχέδιο μας δίνει μια δυνατότητα να μιλήσουμε για τις επενδύσεις στην Ελλάδα και τη σημασία τους στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησής μας. Το 2019 οι επενδύσεις -ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου- ήταν στο 11% του ΑΕΠ. Το 2024 είχαν προσεγγίσει το 16%. Μια σημαντική βελτίωση, αύξηση 45%, που θα επιβεβαιωθεί έτι περαιτέρω το 2025 και 2026 καθώς θα μεγιστοποιηθούν στην επόμενη διετία, οι επενδυτικοί πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι το ποσοστό αυτό αρκετό για τις δικές μας φιλοδοξίες, αλλά και για τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας; Η απάντηση είναι ότι χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες επενδύσεις στα επόμενα χρόνια, καθώς ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι στο 22% και η χώρα, από το 2011 και μετά, είναι με μεγάλη διαφορά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η παραγωγικότητά μας επιβαρύνεται από τη δεκαετία περίπου αποεπένδυσης που προηγήθηκε από το 2011 μέχρι το 2020. Η αύξηση των επενδύσεων είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια. Το δημόσιο από την πλευρά του στη διάρκεια αυτής της περιόδου υπερδιπλασίασε τις επενδύσεις του (από τα 5,6 δις το 2019 στα 13,2 δις το 2024), έχει όμως λόγω του δημοσιονομικού μας παρελθόντος, σημαντικούς περιορισμούς, ενώ πρέπει και να καλύπτει τις άλλες αναπόφευκτες ανάγκες όπως οι εξοπλισμοί και οι επιβαρύνσεις των κλιματικών καταστροφών. Συνεπώς, η επενδυτική κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της εθνικής οικονομίας και της χώρας. Στην κινητοποίηση αυτή, μπορεί να συνεισφέρουν οι επιδοτήσεις που προσφέρει ο αναπτυξιακός νόμος, που βελτιώνεται σε σχέση με τον προηγούμενο στο παρόν νομοσχέδιο. Ιδίως να ξεχωρίσω εδώ το κίνητρο ταχείας αδειοδότησης, την αύξηση των μέγιστων ορίων επενδύσεων και τους αυστηρούς και σφιχτούς χρόνους αξιολόγησης.
Όμως το κλειδί για να επιτύχουμε την αύξηση του όγκου των επενδύσεων δεν είναι το ύψος των επιδοτήσεων. Αντίθετα οι μεγάλες επιδοτήσεις εμποδίζουν και καθυστερούν τις επενδύσεις, δεν τις ενθαρρύνουν. Απόδειξη, στο επενδυτικό εργαλείο του Ταμείου Ανάκαμψης, που είχα την τιμή να σχεδιάσω και να υλοποιήσω, οι επιδοτήσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές. Η μέση επιδότηση είναι κάτω από το 8% και έρχεται μέσω της διαφοράς των επιτοκίων. Κι όμως ο όγκος των επενδύσεων που έχουν ήδη κινητοποιηθεί με αυτό είναι τεράστιος. Έχουν ήδη δρομολογηθεί με υπογραφή σχετικών δανειακών συμβάσεων, επενδύσεις 17 δις ευρώ με δάνεια ύψους 7 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης και ταυτόχρονη κάλυψη του υπολοίπου από ίδια κεφάλαια και τραπεζικά δάνεια, με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Ταυτόχρονα αξιολογούνται αυτή τη στιγμή άλλα 14 δις επενδύσεις που αντιστοιχούν σε 6 δις δάνεια του ΤΑΑ. Πρόκειται κυρίως για μεγάλες και μεσαίες επενδύσεις υψηλής παραγωγικότητας που έχουν περάσει από αυστηρότατη αξιολόγηση και με ισχυρά πιστοληπτικά κριτήρια που διασφαλίζουν ότι έχουν ελαχιστοποιηθεί οι κίνδυνοι να μην επιστραφούν τα δάνεια και να καταλήξουν να τα πληρώσουν οι απλοί φορολογούμενοι, όπως τα θαλασσοδάνεια του παρελθόντος. Και προσέξτε, η απόφαση επιδότησης επιτοκίου λαμβάνεται αυτόματα ταυτόχρονα με την τελική λήψη της επενδυτικής απόφασης από την επιχείρηση, δηλαδή με αστραπιαία ταχύτητα. Χωρίς καμία γραφειοκρατική ή πολιτική παρέμβαση. Ούτε ένα χαρτί δεν υπογράφεται από δημόσιο υπάλληλο ή πολιτικό.
Οι επενδύσεις αυτές θα υλοποιηθούν κυρίως στα επόμενα χρόνια και θα βοηθήσουν μαζί με τα άλλα αναπτυξιακά εργαλεία, όπως το ΕΣΠΑ, οι επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και ο Αναπτυξιακός νόμος που συζητούμε σήμερα, στην αύξηση του ρυθμού των επενδύσεων. Θα βοηθηθεί επίσης η αύξηση του ρυθμού επενδύσεων από το νέο φορολογικό πλαίσιο που καθιέρωσε αυτή η κυβέρνηση σταματώντας την υπερφορολόγηση.
Επαναλαμβάνω όμως! Το κλειδί για τις ιδιωτικές επενδύσεις σήμερα δεν είναι η βοήθεια του κράτους. Η χώρα έχει -και αναπτύσσει περαιτέρω- καλές υποδομές στην ενέργεια, τις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες. Προσωπικό, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται σε μια περιοχή, μπορεί να αναζητηθεί με μια πολιτική νόμιμης μετακίνησης εργαζομένων όπως ήδη γίνεται π.χ. στον τουρισμό ή στην αλιεία. Τα πιο δύσκολα εμπόδια για τις επιχειρήσεις ξέρετε ποια είναι; Είναι αυτά που θέτει η γραφειοκρατία και ο λαϊκισμός. Κι εκεί ερχόμαστε μπροστά στις χρόνιες κακοδαιμονίες που κατεξοχήν αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή σήμερα μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.
Αναφέρομαι στον περιβαλλοντικό και χωροταξικό λαϊκισμό, που συνήθως κινητοποιείται με ιδεοληπτικά ή ιδιοτελή κίνητρα και τον οποίο κατεξοχήν ενθαρρύνει, δυστυχώς, όπου μπορεί και η αντιπολίτευση. Αναφέρομαι στην αντίσταση στην αξιολόγηση των υπαλλήλων και των μονάδων του κράτους και γενικότερα σε όλες τις κινήσεις εκσυγχρονισμού που ξεβολεύουν τα επί μέρους μικροσυμφέροντα. Αναφέρομαι στη δαιμονοποίηση των πραγματικών, μεγάλων, υψηλής παραγωγικότητας επενδύσεων, που κινητοποιούν συνήθως και ολόκληρα οικοσυστήματα μικρών επιχειρήσεων και στη θεοποίηση κάποιων οικονομικών δραστηριοτήτων, που έχουν ωραίο πολιτικό «γκελ» αλλά μικρή πραγματική οικονομική απόδοση ή προοπτική. Ιδεοληψίες με τις οποίες έπρεπε να έχουμε τελειώσει από τη δεκαετία του 80, μας καταδιώκουν ακόμα και σήμερα, σε μια εποχή τρομακτικών ταχυτήτων και δραματικής αλλαγής της τεχνολογίας.
Η πολυτέλεια της ανούσιας αυτής αντιπαράθεσης κυρίες και κύριοι συνάδελφοι δεν υπάρχει σήμερα. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη, για να δώσει στη χώρα πρόσθετη προοπτική, όχι μόνο μέχρι το 2027, αλλά και στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, να προχωρήσει μπροστά με νέες βαθιές μεταρρυθμίσεις στο δρόμο της σύγκρουσης με τις χρόνιες κακοδαιμονίες. Κι οι επενδύσεις είναι το μέτρο με βάση το οποίο κρίνεται η αποτελεσματικότητα της πολιτικής μας και η πραγματική προοπτική της ελληνικής οικονομίας.