Η εποχή Μητσοτάκη διακρίνεται από έναν θεσμικό νεωτερισμό: την τριγωνοποίηση. Η τριγωνοποίηση δεν αναφέρεται μόνον στην ταυτόχρονη ύπαρξη δεξιών, κεντρώων και (κεντρο-) αριστερών πολιτικών προσώπων στην κυβέρνησή του, αλλά επίσης, και πιο σημαντικά, στην ταυτόχρονη υιοθέτηση θεσμικών πολιτικών που προέρχονται από τρεις διαφορετικές ιδεολογικές παραδόσεις: την φιλελεύθερη, την σοσιαλδημοκρατική, και την συντηρητική.
Έτσι σε θέματα κοινωνικής πολιτικής το πρόγραμμά του είναι απολύτως σοσιαλδημοκρατικό, οι οικονομικές πολιτικές είναι κατά κανόνα φιλελεύθερες, ενώ σε θέματα άμυνας και ασφάλειας οι πολιτικές είναι προφανώς συντηρητικές. Είναι αυτή η συνένωση που, σε συνδυασμό με την μεγάλη απογοήτευση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και τις αναμφισβήτητες ικανότητες του ίδιου του πρωθυπουργού, δημιούργησαν ένα κοινωνικό ρεύμα υποστήριξης πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα.
Έχει επιτρέψει στον Μητσοτάκη να διατηρεί εσωκομματικές ισορροπίες, να διευρύνει το εκλογικό ακροατήριο της ΝΔ και να απορροφά κοινωνικές πιέσεις χωρίς μεγάλες πολιτικές απώλειες. Αυτή η πρακτική επιτυχία αποτυπώνεται στη σταθερότητα της κυβέρνησης, στην επιτυχημένη διαχείριση των κρίσεων και στην αποδοχή της από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Ωστόσο, σε επίπεδο λόγου (discourse) και ταυτότητας, η ίδια στρατηγική δεν έχει μεταφραστεί σε ένα συνεκτικό και εμπνευσμένο σύνολο ιδεών. Αντίθετα, η τριγωνοποίηση του λόγου, όπου η κυβέρνηση και οι εκπρόσωποί της θέλουν να είναι συντηρητικά θεσμικοί αλλά συγχρόνως να αποδέχονται την αριστερή θυματοποίηση δηλώνει αντιφατικότητα, φοβικότητα, και τελικά αποδεικνύεται άνευ περιεχομένου.
Δηλώσεις τύπου «δεν θα υπάρξει a priori επιθετική ενέργεια για τα ονόματα των Τεμπών - αλλά ο χώρος θα φυλάσσεται», ή «οι νόμοι πρέπει να ισχύουν για όλους - αλλά δεν αναφέρομαι στους συγγενείς των θυμάτων», μόνον θυμηδία (ή θυμό) προκαλούν. Με άλλα λόγια, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, εμφανίζεται ως τεχνοκρατική και ορθολογική, αλλά όχι οντολογικά πειστική· δεν εμφυσάει συγκίνηση, συλλογική αυτοκατανόηση ή πολιτισμική ταυτότητα.
Η αποτυχία αυτή έχει τρεις διαστάσεις: (1) Ιστορική - δεν προσφέρει ένα συνεκτικό αφήγημα για τη θέση της Ελλάδας στη νεωτερικότητα και στη Δύση· η σχέση με την παράδοση, την Μεταπολίτευση και την εθνική ταυτότητα μένει ασαφής. (2) Κοινωνική - δεν συγκροτεί μια ηθική κοινότητα νοήματος που να ενώνει τις κοινωνικές τάξεις πίσω από μια κοινή αίσθηση σκοπού. (3) Συμβολική - λείπει ένα λεξιλόγιο εμπνευσμένο, με ηγεμονική ισχύ, ικανό να διαμορφώσει το συλλογικό φαντασιακό, όπως συνέβη σε άλλες ιστορικές φάσεις (π.χ. με τον «λαϊκισμό» του Ανδρέα Παπανδρέου).
Η «τριγωνοποίηση», λοιπόν, λειτουργεί ως τεχνική ισορροπίας, αλλά όχι ως φορέας νοήματος. Η διακυβέρνηση είναι αποτελεσματική, αλλά ο λόγος παραμένει στεγνός, διοικητικός και αποπολιτισμένος. Το αποτέλεσμα είναι μια παράταξη που κυβερνά επιτυχώς χωρίς να εμπνέει, μια εξουσία που λειτουργεί αλλά δεν συγκινεί.
Θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας τον Max Weber, ότι η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη επιδεικνύει «τεχνική ορθολογικότητα χωρίς χαρισματική νομιμοποίηση» - αποτελεί μια μορφή εξουσίας που πείθει μέσω αποτελεσμάτων, αλλά όχι μέσω οράματος. Όμως ακόμη και αυτή η αποτελεσματικότητα, εν τέλει θρυμματίζεται ελλείψει οράματος.
Εξηγώ:
Οι πολιτικές μπορούν να συγχωνευθούν τεχνοκρατικά (π.χ. φιλελεύθερη αγορά + κοινωνικό κράτος + άμυνα και ασφάλεια). Όμως ο λόγος και τα σύμβολα φέρουν βαθιά νοηματοδοτικά φορτία — είναι φορείς ταυτότητας, ηθικής και αξιών. Δεν είναι δυνατόν να «συγκολληθούν», καθώς κάθε ιδεολογική γλώσσα (φιλελεύθερη, σοσιαλιστική, συντηρητική) έχει διαφορετικό σημαινόμενο για τον άνθρωπο, την κοινωνία και το κράτος.
Η τριγωνοποίηση προϋποθέτει συμβολική ενοποίηση – πράγμα κάτι που δεν έχει επιτευχθεί. Ένα ενοποιημένο πολιτικό αφήγημα χρειάζεται κεντρικό ηθικό άξονα. Αντίθετα, η τριγωνοποίηση δημιουργεί πολλαπλές ρητορικές γλώσσες που δεν έχουν κοινό νόημα. Το αποτέλεσμα είναι μια επικοινωνιακή ασυμμετρία: τεχνοκρατική συνοχή στα έργα, αλλά σημειωτική ασυνέπεια στα λόγια. Ο Μητσοτάκης, λοιπόν, πράγματι κατόρθωσε να ενοποιήσει πρακτικά το πολιτικό πεδίο, αλλά όχι το πολιτισμικό υπόστρωμα.
Έτσι, η φιλελεύθερη ρητορική περί «αριστείας» και «ατομικής ευθύνης» συγκρούεται με το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα της ισότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Ταυτόχρονα, το εθνικό-πατριωτικό λεξιλόγιο της δεξιάς πτέρυγας έρχεται σε ένταση με τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό κάποιων στρωμάτων (βλ. δήλωση του πρωθυπουργού «η Ελλάδα είναι πολυπολιτισμική» την στιγμή που ο ίδιος μιλάει για «εισβολή μεταναστών» στον Έβρο).
Όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, ο πολιτικός λόγος κινητοποιεί συλλογικές φαντασιακές σημασίες, και όχι απλώς κομματικές προτιμήσεις.
Εκεί όπου τα σύμβολα δεν συντονίζονται με ένα ενιαίο αφήγημα, η κοινωνία αντιδρά με σύγχυση, κυνισμό ή ειρωνεία. Όμως το ίδιο διαβρωτική είναι η σύγχυση και για την ίδια την κυβέρνηση – κάθε κυβέρνηση. Η έλλειψη ηγεμονικού λόγου ικανού να συγκροτήσει ένα συλλογικό φαντασιακό αποσυντονίζει το κυβερνητικό έργο, δημιουργεί αμφιβολίες, αμφισημίες, αμφιταλαντεύσεις, και δυσφορία και τελικά μια γενικευμένη κυβερνητική κόπωση που οδηγεί σε αλλαγή κόμματος στην εξουσία – δηλαδή το μοτίβο που διατρέχει όλη την Μεταπολίτευση.
Η τριγωνοποίηση, λοιπόν, λειτουργεί σε επίπεδο διακυβέρνησης, όπου οι πολιτικές μπορούν να συνδυαστούν τεχνοκρατικά, όμως δεν λειτουργεί σε επίπεδο ηγεμονίας λόγου, όπου απαιτείται ένα ενιαίο αξιακό πλαίσιο που να πείθει και να κινητροποιεί λαό, κόμμα και κυβέρνηση. Για αυτόν τον λόγο ο Μητσοτάκης έχει επιτύχει οργανωσιακή ηγεμονία, αλλά όχι πολιτισμική ή συμβολική ηγεμονία. Η αποτυχία αυτή δεν είναι «ακαδημαϊκής» φύσης. Είναι απολύτως πρακτική. Κι αυτήν την φορά, ακόμη κι αν δεν οδηγήσει σε εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, μπορεί κάλλιστα να μας οδηγήσει σε συστημική ακυβερνησία.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
