Σπύρος Μαρκεζίνης: Έπαιξε κι έχασε

Σπύρος Μαρκεζίνης: Έπαιξε κι έχασε

Επειδή η επικαιρότητα περιστρέφεται σχεδόν μονοθεματικά με τα όσα συμβαίνουν στο κόμμα της Αξιωματικής αντιπολίτευσης, ελάχιστες αναφορές έγιναν στην ανατροπή της κυβέρνησης Μαρκεζίνη και την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος Παπαδόπουλου από αξιωματικούς προσκείμενους στον Δημήτρη Ιωαννίδη. Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Νοεμβρίου 1973. 

Σήμερα -50 χρόνια μετά- είναι ιστορικά διαπιστωμένο πως η ανατροπή του Παπαδόπουλου σχεδιάστηκε το καλοκαίρι του 1973, όταν το καθεστώς με το Σύνταγμα του επιχείρησε τη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση». Το ερώτημα που απασχολεί ιστορικούς και σχολιαστές είναι γιατί ο Σπύρος Μαρκεζίνης ανέλαβε ένα τέτοιο ρίσκο.

Πίστεψε πως μπορούσε να φιλελευθεροποιήσει ένα δικτατορικό καθεστώς; Δεν είχε διαβάσει το Σύνταγμα του Παπαδόπουλου που έθετε ασφυκτικούς περιορισμούς στο πολίτευμα; Δεν είχε πληροφορηθεί για την ύπαρξη της ομάδας των ιωαννιδικών αξιωματικών; Πίστευε πως θα τασσόταν δίπλα του οι περισσότεροι πολιτικοί των αστικών κομμάτων; 

Προφανώς ένα είναι σίγουρο: Υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του και τις ικανότητές του. Εκτίμησε πως μπορούσε να χειριστεί, αυτός ο ευφυής, ο ιδιαίτερα μορφωμένος, ο έμπειρος πολιτικός, τους άξεστους καραβανάδες. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, σε όλο τον πολιτικό του βίο, πορεύθηκε με το σύμπλεγμα της παραγνωρισμένης και αδικημένης προσωπικότητας. Άτομο ιδιαίτερης ευφυίας, έβλεπε υπεροπτικά συνεργάτες και αντιπάλους, για αυτό και τελικά πάντα στο τέλος έμενε μόνος του, ηγέτης ενός μικρού κόμματος. 

Φιλοβασιλικός, όταν πληροφορήθηκε πως η βασίλισσα Φρειδερίκη τον αποκαλούσε «μαϊμού» -τον καιρό που ήταν το δεξί χέρι του Αλέξανδρου Παπάγου, ορκισμένου εχθρού των Ανακτόρων στις αρχές της δεκαετίας του 1950- της έστειλε μια δηκτική απάντηση, ενδεικτική του πνεύματός του: «να πείτε στη Μεγαλειοτάτη πως ποτέ βασίλισσα δε δάγκωσε μαϊμού, αλλά μαϊμού δάγκωσε βασιλέα». 

Εκτός από τη ρήξη με τα Ανάκτορα, τελικά ήρθε σε ρήξη και με τον Παπάγο. Κάπως έτσι πορεύθηκε μέχρι και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Μόνος, με λίγους έμπιστους συνεργάτες και ένα περιθωριακό κόμμα. Ποτέ δεν έγινε πρωθυπουργός. Ακόμα και ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Παναγιώτης Πιπινέλης -και αυτός ιδιαίτερα κοφτερό μυαλό, με στρατηγική σκέψη, έγινε για τρεις μήνες πρωθυπουργός το 1963, όταν μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παραιτήθηκε και έφυγε από την Ελλάδα για την Ελβετία. 

Ο Παπαδόπουλος έδωσε στον Μαρκεζίνη μια ανεπανάληπτη, κυριολεκτικά, ευκαιρία να γίνει πρωθυπουργός. Και έγινε. Πίστεψε πως ήταν η ιστορική του δικαίωση. Αυτό που περίμενε τόσες δεκαετίες. Από εκεί και πέρα, το έργο της μετάβασης από τη δικτατορία σε μια ελεγχόμενη δημοκρατία, με πολλούς συνταγματικούς περιορισμούς, πίστεψε πως ήταν εφικτό. Η οίηση του δεν του επέτρεψε να δει πως οι ικανότητές του δε μπορούσαν να αναμετρηθούν με την Ιστορία η οποία διδάσκει ότι η μετάβαση από ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς σε μια δημοκρατία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε μέσα από ομαλές διαδικασίες. Υπήρχε πάντα μια βίαιη τομή. 

Ο ίδιος το αντιλήφθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1973 και η χώρα το καλοκαίρι του 1974, με την κυπριακή τραγωδία. Πάντως, το όνομά του βρίσκεται στη λίστα των Ελλήνων πρωθυπουργών. 

ΥΓ. Χθες, 25 Νοεμβρίου πέθανε και η Δέσποινα Παπαδοπούλου, σύζυγος του δικτάτορα. Τα «παιχνίδια» της Ιστορίας.