Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής κατά του πρώην υπουργού Μεταφορών με βάση το άρθρο 290 ΠΚ συνιστά μία εξόχως προβληματική απόπειρα ποινικοποίησης της πολιτικής ευθύνης με όρους που παραβιάζουν τη νομική λογική, την αρχή της αναλογικότητας, και την ίδια τη δομή του Ποινικού Κώδικα.
Υπό το πρόσχημα της λογοδοσίας, η πρόταση αποδεικνύεται περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής στοχοποίησης παρά ως έκφραση σεβασμού προς τις αρχές του κράτους δικαίου.
Το άρθρο 290 Ποινικού Κώδικα αφορά τις επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία και τιμωρεί, ενδεικτικώς, «όποιον αφαιρεί, καταστρέφει ή παραποιεί σήματα της οδικής κυκλοφορίας», καθώς και εκείνον που «τοποθετεί ή αφήνει αντικείμενα, ή κατά άλλο τρόπο παρεμβαίνει στην οδική κυκλοφορία, προκαλώντας κίνδυνο για άνθρωπο».
Η νομοτυπική μορφή της διάταξης έχει σαφή φυσικο-υλική διάσταση και προϋποθέτει πράξεις θετικές και άμεσες, με σκοπό ή τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο πρόκλησης κινδύνου. Πρόκειται για διατάξεις που τυποποιούν εγκληματικές ενέργειες ατομικού χαρακτήρα, συνήθως τελούμενες από φυσικά πρόσωπα που προβαίνουν σε σαφώς προσδιορίσιμες ενέργειες επί της οδικής, ή σιδηροδρομικής, υποδομής.
Είναι πρόδηλο, λοιπόν, ότι η εφαρμογή της διάταξης απαιτεί δραστική, υλική και ατομική ενέργεια. Η θεσμική ευθύνη ή παράλειψη πολιτικού προσώπου ως προς την εποπτεία της λειτουργίας ενός δικτύου δεν μπορεί, ούτε κατά μεταφορά, να υποκαταστήσει τον ενεργητικό ρόλο του δράστη που προβλέπει το άρθρο.
Η εφαρμογή του άρθρου 290 ΠΚ σε Υπουργό, και δη σε σχέση με ζητήματα εποπτείας και πολιτικής ευθύνης για αμέλειες σε επίπεδο θεσμικού σχεδιασμού ή αργοπορίες σε μεταρρυθμίσεις, υπονομεύει τον πυρήνα της ποινικής ευθύνης, που προϋποθέτει προσωπική υπαιτιότητα και σαφώς προσδιορισμένο ψυχικό δεσμό με την πράξη.
Η ποινική ευθύνη δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα γενικό κλίμα διοικητικής ανεπάρκειας, ούτε να συναχθεί από την πολιτική ευθύνη ως τέτοια. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μορφών ευθύνης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατικής έννομης τάξης. Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ υποπίπτει στην πλάνη της μεταφοράς ποινικής ευθύνης, δηλαδή στην προσπάθεια να αποδοθεί ποινική ευθύνη με βάση το αξίωμα και όχι με βάση πράξεις που θεμελιώνουν τύπο εγκλήματος.
Επιπλέον, ακόμα και αν η εν λόγω πρόταση στηριζόταν σε πράξεις παράλειψης, θα όφειλε να στοιχειοθετήσει συγκεκριμένη νομική υποχρέωση ενέργειας - garantenstellung, του Υπουργού ως προς τον σιδηροδρομικό κίνδυνο, αλλά και τη δυνατότητα άμεσης αποτροπής του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Δεν προκύπτει τίποτε τέτοιο.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο Υπουργός είχε πληροφορηθεί ελλείψεις ή καθυστερήσεις που ενείχαν κίνδυνο, η πρόταση δεν θεμελιώνει την απαιτούμενη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και του αποτελέσματος, ή του κινδύνου, που προβλέπει το άρθρο 290 ΠΚ.
Η θεωρία της αντικειμενικής απόδοσης - objektive Zurechnung, απαιτεί όχι απλώς κάποια συμβολή στη διαμόρφωση ενός επικίνδυνου πλαισίου, αλλά ενεργό συνδρομή σε έναν αθέμιτο κίνδυνο στον πραγματικό κόσμο. Η απλή παραμονή σε πολιτικό αξίωμα εν μέσω διαρθρωτικών ελλείψεων, χωρίς απόδειξη δόλου ή ειδικής γνώσης, δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή τη συνάφεια.
Ακόμη και αν κάποιος αιτιωδώς συνέβαλε σε ένα αποτέλεσμα, πχ με τη συμπεριφορά του ξεκίνησε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτό δεν αρκεί για να του αποδοθεί ποινική ευθύνη.
Πιο απλά, αν ένας τεχνικός παραβιάσει έναν κανόνα ασφαλείας, αλλά ο θάνατος προκληθεί τελικά από έναν εντελώς άσχετο εξωτερικό παράγοντα, πχ σεισμός, δεν υπάρχει αντικειμενική απόδοση, παρότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια.
Καμία ποινική διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευτεί πέρα από το μέτρο που αντέχει η αρχή της νομιμότητας, nullum crimen sine lege stricta - δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη αν δεν προβλέπεται ρητά και σαφώς από τον νόμο, χωρίς αναλογική ή επεκτατική ερμηνεία είς βάρος του κατηγορουμένου
Η νομική κατασκευή που επιχειρείται, αποσυνδέεται πλήρως από τη θεωρία του εγκλήματος και αποτυγχάνει να συνδέσει με λογικά και νομικά ερείσματα τον Υπουργό με την πράξη που απαιτεί η διάταξη.
Η πρόταση για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, όταν δεν υπάρχει καν το στοιχειώδες σύνολο ενδείξεων για τέλεση αξιόποινης πράξης, φαλκιδεύει το κύρος του θεσμού και αλλοιώνει τη λειτουργία του Κοινοβουλίου.
Το Σύνταγμα, άρθρο 86, προβλέπει ειδική διαδικασία δίωξης Υπουργών προκειμένου να προστατευθεί ο δημόσιος βίος. Το να μετατρέπεται η προανακριτική σε μέσο δημιουργίας εντυπώσεων, χωρίς ουσιαστική θεμελίωση ποινικού λόγου, θίγει όχι μόνον τον κατηγορούμενο αλλά και την ίδια την ιδέα της ποινικής δικαιοσύνης ως πεδίου αντικειμενικότητας.
Η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορεί να επιλύεται με όρους ποινικής τιμωρίας χωρίς ποινικό έρεισμα. Μια τέτοια στάση δεν συνιστά θεσμική αυστηρότητα αλλά ευτελισμό της έννοιας του εγκλήματος.
Η πρόταση για ποινική δίωξη στη βάση ενός εγκλήματος που έχει σχεδιαστεί για αυτουργούς φυσικών ενεργειών επί της οδικής υποδομής, υποσκάπτει τη νομική ασφάλεια και ανοίγει μια επικίνδυνη προοπτική επέκτασης του Ποινικού Δικαίου σε κάθε μορφή πολιτικής αποτυχίας.
Η παράλειψη μεταρρυθμίσεων ή η καθυστέρηση σε υλοποίηση πολιτικών αποφάσεων, όσο σοβαρές και αν είναι, δεν ανάγονται ευθέως σε ποινικά αδικήματα. Αντιθέτως, απαιτείται σαφής εντοπισμός δόλου, γνώσης και πρόθεσης για την υλοποίηση επικίνδυνης πράξης, στοιχεία που εδώ ελλείπουν παντελώς.
Η επανάληψη του λάθους της ποινικοποίησης της αποτυχίας απειλεί τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δικαίου και πολιτικής αντιπαράθεσης.
Η πρόταση για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής βάσει του άρθρου 290 ΠΚ, όπως διατυπώθηκε, αποτελεί νομική παρωδία. Στερούμενη θεμελίωσης σε οποιαδήποτε παραδεκτή ερμηνεία του Ποινικού Δικαίου, επιχειρεί να αποδώσει ποινική ευθύνη εκεί όπου μόνον η πολιτική ευθύνη μπορεί να σταθεί.
Η νομική επιχειρηματολογία και η επιστημονική αυστηρότητα δεν επιτρέπουν τέτοιες εκτροπές. Εάν η πολιτική εκτρέπεται σε εκδικητική χρήση του ποινικού οπλοστασίου, τότε αυτό που απειλείται δεν είναι ο επίμαχος Υπουργός, αλλά η ίδια η έννομη τάξη.
Η δημοκρατία δεν χρειάζεται εξιλαστήρια θύματα· χρειάζεται υπευθυνότητα, λογική και σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών. Και πάνω απ' όλα, χρειάζεται το Ποινικό Δίκαιο να παραμείνει εκεί που του αρμόζει, ως το ultimum remedium - η έσχατη λύση,
και, όχι ως προπέτασμα θεατρικής κάθαρσης.
*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός.