Δεν ήταν ακριβώς νέο το ότι ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης επιθυμεί συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία αν φυσικά οι επόμενες εκλογές δεν αναδείξουν αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Προηγήθηκε ο Δούκας και-ναι!- και η Άννα Διαμαντοπούλου.
Αλλά εξ όσων γνωρίζουμε, ο Μητσοτάκης δεν έχει απευθύνει τέτοια πρόσκληση σε κανέναν και απ’ ότι φαίνεται ούτε και καίγεται να το κάνει σύντομα.
Γιατί κανείς δεν γνωρίζει από τώρα τα δεδομένα των εκλογών του ‘27, ούτε φυσικά και τον συσχετισμό των δυνάμεων που θα προκύψει τότε.
Αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά ευφυές το να αποκλείει κανείς συνεργασίες κομμάτων εκ προοιμίου.
Και τέλος, γιατί στην πολιτική έχουμε δει πολλά. Από συγκυβέρνηση-έστω ειδικού σκοπού-Νέας Δημοκρατίας και ενιαίου τότε Συνασπισμού μαζί με το ΚΚΕ μέσα, μέχρι και συγκυβέρνηση Σύριζα και ΑΝ.ΕΛ και μάλιστα δύο φορές την περίοδο 2015-19.
Αλλά εκεί που τα πράγματα μπερδεύονται είναι στο «δια ταύτα».
Γιατί ο Ανδρουλάκης συμπλήρωσε επίσης ότι «δεν θέλουμε συνεργασίες ούτε με άλλους που υπονομεύουν το πρόγραμμά μας…»
Πράγμα που θολώνει ακόμη περισσότερο το τοπίο.
Γιατί τι θα πει τότε ο Ανδρουλάκης στα άλλα, εκτός ΝΔ, κόμματα; Να ακολουθήσουν θέλοντας και μη το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ; Κι αν αυτά πουν όχι ;
Εκτός πια κι αν πιστεύει ότι θα βγει ο ίδιος πρώτος και αυτοδύναμος.
Κάτι όμως που δεν πιστεύει ένα 87-88% του κόσμου, που δίνει μόνο 12-13% μεσοσταθμικά στο ΠΑΣΟΚ σε όλες ανεξαιρέτως τις μετρήσεις.
Ο Μητσοτάκης είναι απολύτως ξεκάθαρος λέγοντας ότι στοχεύει σε αυτοδυναμία και σε τρίτη θητεία. Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με αυτό αλλά είναι μια θέση.
Ο Φάμελλος επίσης. Είναι υπέρ των συνεργασιών των κομμάτων του «προοδευτικού» λεγόμενου τόξου αν και μια χαρά συγκυβέρνησαν κάποτε στον Σύριζα με τους ακροδεξιούς του Καμμένου.
Ο Ανδρουλάκης είναι ο μόνος που δεν έχει ξεκάθαρη άποψη ως προς το τι θέλει.
Το πλήρωσε αυτό στις εκλογές του ‘23 όταν κατέβηκε με σύνθημα υπέρ των «προοδευτικών» κυβερνήσεων με πρωθυπουργό τον άγνωστο Χ.
Αλλά όπως φαίνεται τα αναγκαία συμπεράσματα δεν βγήκαν.
Η αείμνηστη Φώφη συνήθιζε πάντα να λέει ότι «δεν θ’ αφήσουμε τη χώρα ακυβέρνητη», καθησυχάζοντας τον κόσμο και αφήνοντας έστω όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Ο Ανδρουλάκης δεν το είπε ούτε μία φορά.
Πιθανότατα όμως η θέση καθ´ αυτή, ότι το ΠΑΣΟΚ δηλαδή δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, έχει βαθύτερα αίτια καθώς οι μνήμες της περιόδου 2012-14 είναι ακόμα νωπές και έχουν καταγραφεί στο πασοκικό υποσυνείδητο ως μία πολύ επώδυνη εμπειρία.
Και πράγματι το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε τότε βαρύτατο τίμημα, έχοντας καταταχθεί στις πρώτες εκλογές του 2015, στην ταπεινωτική έβδομη θέση με μόλις 4,68% που ήταν και το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία του.
Αλλά αυτό δεν οφειλόταν μόνο στη συγκυβέρνηση της περιόδου 2012-14 με τη Νέα Δημοκρατία. Ο κόσμος ήταν εξοργισμένος με τα μνημόνια κι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ βρήκε καταφύγιο στον Σύριζα. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με ένα μέρος-αν και σημαντικά μικρότερο- των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας που πήγε στους ΑΝ.ΕΛ.
Οφειλόταν επίσης στη φαεινή ιδέα του Γιώργου Παπανδρέου να διασπάσει το κόμμα του λίγο πριν τις εκλογές, κατεβαίνοντας υποψήφιος με το ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ και αποσπώντας ένα μικρό μεν αλλά κρίσιμο ποσοστό, που μαζί με αυτό, το ΠΑΣΟΚ θα ήταν στην τρίτη τουλάχιστον θέση.
Η στόχευση τότε ήταν να φαγωθεί τότε ο Βενιζέλος. Και ο στόχος επετεύχθη λίγο καιρό μετά.
Αλλά όλως περιέργως, αυτά καμώνονται πως δεν τα θυμούνται στο ΠΑΣΟΚ.
Ενώ οι αναφορές στη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία είναι τελευταία συχνές και πάντα φορτισμένες με αρνητική χροιά.
Και το παράδοξο είναι ότι αντί στο ΠΑΣΟΚ να αισθάνονται υπερήφανοι που έβαλαν τότε πλάτη και κράτησαν μαζί με τη Νέα Δημοκρατία τη χώρα στην Ευρώπη και τον πολιτισμένο κόσμο, ξορκίζουν αυτό το κομμάτι της ιστορίας τους λες και πρόκειται για όνειδος.
Αλλά κόμματα που έχουν επιλεκτικές μνήμες ως προς το παρελθόν τους, σπανίως έχουν και μέλλον.