Μπούκαραν σε κεντρικό βιβλιοπωλείο για να διακόψουν μια εκδήλωση της οποίας το περιεχόμενο ήταν έξω από τη δική τους ιδεοληπτική εμμονή και την κυρίαρχη και παγιωμένη αντίληψη για το δυστύχημα των Τεμπών. Μπούκαραν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για να κάνουν κατάληψη σε ένα χώρο, που θεωρούν οι ίδιοι ως «άβατο».
Μπούκαραν σε μια ιδιωτική επιχείρηση για να τρομοκρατήσουν και να επιβάλουν το νόμο, όπως οι ίδιοι τον αντιλαμβάνονται. Μπούκαραν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιτέθηκαν με απίστευτο μίσος και πρωτοφανή βία στους καθηγητές και φοιτητές οι οποίοι συμμετείχαν σε μια ημέρα καριέρας, διότι στο μυαλό τους «η καριέρα είναι λέρα». Σήμερα μπούκαραν στην Πολυτεχνειούπολη.
Είναι οι ίδιοι που ξυλοκοπούν καθηγητές, που απειλούν να σκοτώσουν καθηγητές, που κτίζουν τις πόρτες των καθηγητών, που κρατούν ως αιχμαλώτους καθηγητές, που διακόπτουν τα μαθήματα, που κλέβουν μηχανήματα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εργαστηριακούς εξοπλισμούς, που καταλαμβάνουν πανεπιστημιακούς χώρους και φοιτητικές εστίες.
Έχοντας πάντα την ευλογία της αριστερής ψυχής, η οποία άλλοτε κλείνει με νόημα το μάτι και άλλοτε θωπεύει με στοργή τους συντελεστές αυτών των πράξεων. Αφού για την αριστερά, η χαοτική κατάσταση και η παραβατικότητα εντός των πανεπιστημίων αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, αφενός για την άσκηση αντιπολιτευτικής πολιτικής και αφετέρου για τη στρατολόγηση νέων «αγωνιστών» που διακρίνονται μέσω των έκνομων πράξεων τους.
Για την αριστερά, τα πανεπιστήμια δεν ήταν ποτέ χώροι ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Ήταν και παραμένουν χώροι «πολιτικής ζύμωσης», λες και οι φοιτητές είναι οι μελλοντικές «φρατζόλες - πελάτες» οι οποίοι θα στελεχώσουν τους κομματικούς μηχανισμούς. Και πάντα οι πρωταγωνιστές αυτών ή παρόμοιων πράξεων «πολιτικού ακτιβισμού», όπως τις ονομάζουν τα κόμματα της αριστεράς, αποκτούν τα απαραίτητα παράσημα και ένσημα για την ανέλιξη τους σε υψηλόβαθμες θέσεις στελεχών ή ακόμα και βουλευτών.
Υπερβολή; Καθόλου. Σε πόσα βιογραφικά βουλευτών ή στελεχών δεν διαβάζουμε ότι ο τάδε «περπάτησε στο κίνημα της Γένοβα», «συμμετείχε στο κίνημα των καταλήψεων», «έδωσε αγώνα εναντίον της εντατικοποίησης των σπουδών», «ήταν μέλος του συλλόγου φοιτητών», «είχε συλληφθεί στα επεισόδια», «αγωνίστηκε μέσα από συλλογικότητες» και άλλα πολλά γλαφυρά;
Η αριστερή ψυχή πάντα ενθουσιάζεται με τα μπουκαρίσματα των τραμπούκων. Και όχι μόνο με αυτά. Αλλά και με τα επεισόδια σε διαδηλώσεις, με συγκρούσεις με την αστυνομία, με καταλήψεις, με απεργίες, με «αγωνιστικές κινητοποιήσεις», με αποκλεισμούς και γενικότερα με την ανατροπή της κανονικότητας.
Μην πάμε μακριά. Ας θυμηθούμε τη στάση της αριστεράς, στους «αγώνες των πλατειών» επί εποχής covid. Τη στάση της αριστεράς στην καταστροφή της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008, ή στη δολοφονία των υπαλλήλων της Marfin. Ή ακόμα και την επιρροή και γοητεία που ασκούσαν οι δολοφόνοι της 17 Νοέμβρη, πάνω στην αριστερή ψυχή, όπου η τελευταία αναζητούσε και πρόβαλε εναγωνίως την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων και ιδεολογικών εμπνεύσεων.
Η βία στα πανεπιστήμια και στην κοινωνία, δεν ήταν ούτε είναι ζήτημα αστυνομικό. Είναι ζήτημα βαθιά πολιτιστικό, πολιτικό και ιδεολογικό. Και δεν πρόκειται να εξαλειφθεί όσο βρίσκει ιδεολογική κάλυψη, από τον χώρο της αριστεράς και όσο χρησιμοποιείται για την άσκηση φθηνής αντιπολίτευσης.
Δυστυχώς, το θέμα της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας απέτυχε. Η κυρίαρχη αντίληψη εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, δεν επέτρεψε την εφαρμογή του νόμου. Από τις πρυτανικές αρχές μέχρι τους φοιτητές και από τους καθηγητές μέχρι τους διοικητικούς υπαλλήλους, ουδείς ενδιαφέρθηκε για τη διαφύλαξη και προστασία του πανεπιστημιακού χώρου και την ασφάλεια των φοιτητών και των εργαζομένων. Η ακαδημαϊκή δυσανεξία απέναντι στην «κρατική βία» και η μη υπεύθυνη ανάληψη των αρμοδιοτήτων που της αναλογούσαν, η ατολμία στη λήψη των αποφάσεων, καθώς και η διοικητική ανικανότητα, οδήγησαν στη μη εφαρμογή του νόμου.
Όμως αυτό ήταν αναμενόμενο. Και αυτό ακριβώς έπρεπε να έχει σκεφθεί η κυβέρνηση. Η καθήλωση της πλειοψηφίας της ακαδημαϊκής κοινότητας στη μετεφηβική επαναστατικότητα και αντίδραση, μαζί με την παρερμηνεία της έννοιας του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να συνοδεύεται από ευθύνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα και ισχυρά διοικητικά προσόντα ήταν δεδομένη και παραμένει σταθερή.
Η παιδική χαρά της επαναστατικότητας και του τραμπουκισμού, στην οποία έχουν μετατραπεί τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αποτελεί την επιτομή της παρακμής και της διάλυσης της Παιδείας στην Ελλάδα.
Σπουδές που δεν έχουν σχέση με τις εξελίξεις στον πραγματικό κόσμο, προγράμματα σπουδών που απέχουν έτη φωτός από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά - σε διάρκεια και σε περιεχόμενο -, καθηγητές με ανύπαρκτο ερευνητικό έργο, πτυχία απαξιωμένα στην αγορά εργασίας, έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός παρακμιακού οικοσυστήματος που δουλεύει για τον εαυτό του, για την αυτοσυντήρηση του και όχι για την κοινωνία. Όπως ακριβώς το Δημόσιο που λειτουργεί για τους υπαλλήλους του και όχι για τους πολίτες.
Ο νόμος της κυβέρνησης για την πανεπιστημιακή αστυνομία είχε βρει αντίθετους τους πάντες. Φοιτητικές οργανώσεις, καθηγητικό κατεστημένο, συνδικαλιστικά όργανα και κόμματα της αντιπολίτευσης. Διότι όλοι κάτι είχαν να κερδίσουν από τη διαιώνιση του μπάχαλου στα πανεπιστήμια.
Η κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες που δεν τα κατάφερε. Ωστόσο, μεγαλύτερες ευθύνες έχει η βαθιά ψυχή της αριστεράς που αγαλλιάζει με τη ψευτοεπαναστατικότητα που επιδεικνύουν οι τραμπούκοι και με τη χαοτική κατάσταση που συντηρείται στα πανεπιστήμια.
Για τον εξοβελισμό της βίας από τα πανεπιστήμια απαιτείται είτε μια ευρύτατη διακομματική συναίνεση που αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός, είτε μια αυστηρή επιβολή του νόμου, που δεν φαίνεται πιθανή.