Τι θες και μιλάς; Τι τις θες τις αναρτήσεις; Τι τις θέλεις τις αλήθειες (σου); Να τις καταλάβει και να τις κατανοήσει ποιος; Οι δικοί σου; Σιγά. Φανατικοί. Έχεις ιδέα από φανατικούς; Οι απέναντι σου; Εκεί να δεις φανατίλα. Μην και ελπίζεις να σ’ ακούσουν κάποιοι «λογικοί» και «κανονικοί» που θαρρείς ότι υπάρχουν στο ανάμεσα των φανατικών; Ή ίσως, επιπλέουν πάνω από την καφρίλα; Θα σε στενοχωρήσω Οδυσσέα, αλλά ματαιοπονείς, δεν θα βρεις τέτοιους. Ή μάλλον, για να μην είμαι μηδενιστικός, και να υπάρχουν, ένας θεός ξέρει σε ποια λαγούμια εγκαταβιούν ψιλολάθρα. Άντε να τους ξετρυπώσεις. Αλλά και να τους βρεις, τι να τους κάνεις…
Τα ‘βαλες με τους (θεσμικούς) της αριστεράς που δεν πήγαν στην κηδεία του Σαββόπουλου. Σε στενοχώρησαν οι δικοί σου. Και μετά σου την πέσανε άσχημα για την κριτική σου, βεβαίως-βεβαίως. Μετά, σε πήραν οι δεξιοί (οι δικοί μου, κατά κάποιο τρόπο, ας τους πούμε) και σ’ έκαναν σημαία, δήθεν υπέρ τους. Κι άντε τώρα να ξεμπλέξεις μέσα σ’ αυτή την άθλια μέγγενη που πήγες και χώθηκες. Τι τα θες και τα παλεύεις; Ξέρω ότι δεν είναι η πιο σωστή συμβουλή για έναν άνθρωπο που έχει μάθει να λέει ευθέως και καθαρά την γνώμη του, δίχως να την βάζει στο ζύγι κανενός πλην του ίδιου του εαυτού του, αλλά εγώ θα στην δώσω στο όνομα μιας όμορφης γνωριμίας που έχουμε και λίγης (αλλά πολύ μεστής για μένα) παρέας που έχουμε κάνει: άστο να πάει στον διάολο.
Είσαι από μια σπάνια ράτσα ανθρώπων. Έχεις το προνόμιο να μιλάς στην κοινωνία σου με τους στίχους σου, με τις παραστάσεις σου, με το έργο σου. Έχεις το θεϊκό προνόμιο να κάθεσαι κάθε μέρα σε παρέες ανθρώπων που διακονούν τον πολιτισμό, την γλώσσα, την αισθητική, την ευαισθησία. Μείνε σ’ αυτά, μην μπλέκεις με τα σκατά, δεξιά και αριστερά. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Δίνεις ήδη πολλά, έχεις να δώσεις περισσότερα σε όλους μας, μην τα βάζεις με κανέναν στην δημόσια ρούγα περί της τρέχουσας πολιτικής. Μόνο εχθρούς φτιάχνεις, φίλους καθόλου. Ή αν το κάνεις, μείνε στο στρατόπεδο σου, άσε τους χαριτωμένους αυτοσχεδιασμούς, δεν θα σου βγουν σε καλό. Τα μαντριά ζουν και βασιλεύουν.
Θα μου πεις «μα την αλήθεια δεν την λέμε μόνο για μας, αλλά κυρίως γι αυτή την ταλαίπωρη κοινωνία, μπας και βοηθήσουμε λίγο να φτιάξει». Αμ δεν θα φτιάξει Οδυσσέα μου. Όσο θα περνούν τα χρόνια, το «πας μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών» θα είναι ο καθολικός κανόνας. Λίγο πριν πεθάνουμε, θα ανακαλύψουμε με οδύνη ότι ο κόσμος που παραδίδουμε είναι χειρότερος και ασχημότερος απ’ αυτόν που παραλάβαμε. Σ’ όποιο στρατόπεδο κι αν βρεθήκαμε. Θα καταλάβουμε (δυστυχώς για όσα πιστέψαμε περί αγώνων, συμμετοχών και τα τοιαύτα), ότι ο κόσμος μας κινήθηκε ερήμην μας προς το αθλιότερο και το κυνικότερο. Ότι ήταν αφιλόξενος για καλλιεργημένους, δεκτικούς, αγαπησιάρηδες, πράους, δίκαιους ή ειλικρινείς. Δεν είναι για καλούς ανθρώπους η κοινωνία μας – και δεν λέω για μένα, για σένα λέω. Οι θυμωμένοι κυβερνούν. Κι εσύ ξεκινάς με το «προσπαθώ να μην γράφω θυμωμένα». Πού πας ρε Καραμίχαλε….
