Η εξουσία του τραμπουκισμού, έκανε την εμφάνισή της εκ νέου. Δεν είναι κάτι το καινοφανές η επίθεση στον Μάκη Βορίδη από περίπου 25 κουκουλοφόρους σε εστιατόριο στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου έτρωγε με την οικογένειά του, παρουσία της 12χρονης κόρης του.
Έρχεται σε συνέχεια των τραμπούκικων επιθέσεων στους μνημονιακούς πολιτικούς: Στον Κωστή Χατζηδάκη, τον γηραιό Απόστολο Κακλαμάνη, τον Θόδωρο Πάγκαλο, τους υποψηφίους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2015 με τα πρόσωπά τους σε αφίσες και τον τίτλο «καταζητείται», τις προτροπές για λιντσάρισμα του Γιώργου Παπανδρέου στην ταβέρνα που έτρωγε με την οικογένειά του, τις μούντζες μαθητών κατά επισήμων στις παρελάσεις εθνικών εορτών, κ.α.
Όλα εμβαπτισμένα στην κολυμβήθρα της «λαϊκής αγανάκτησης» και καθαγιασμένα από την ριζοσπαστική Αριστερά (το ΚΚΕ κάνει πιο μετωπικές και όχι προσωποποιημένες επιθέσεις), ως υποκατάσταση τελετουργιών κοινωνικής εξέγερσης, από αυθαίρετους εκπροσώπους της. Και υπό την επιδοκιμασία της μεγάλης μάζας του σύγχρονου διαδικτυακού καφενείου που σχολίασε την επίθεση στον υπουργό, και της οποίας το χύδην τμήμα της απεφάνθη «καλά του έκαναν».
Κάποιοι ως δικαιολογητική βάση υπόμνησαν τη νεανική ροπή προς τη βία του ίδιου του Βορίδη. Μόνο που η όποια βία του Βορίδη τότε, νεανικός ακροδεξιός τσαμπουκάς και που δεν είναι σίγουρο ότι εκφράστηκε εμπράκτως, ήταν εναντίον αντιπάλων πολιτικών ομάδων αντίστοιχων των σημερινών που του επιτέθηκαν. Όχι κατά πολιτικών προσώπων ενώπιον των οικογενειών τους. Και κυρίως από τότε έχουν περάσει κοντά πενήντα χρόνια. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να αλλάζουν.
Φυσικά εξακολουθεί να υπάρχει το εύκρατο πολιτικό κλίμα που ευνοεί την τωρινή ακροαριστερή βία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από τον εξουσιαστικό τραμπουκισμό στο όνομα αριστερών φιλολαϊκών ιδεών. Και η οποία επί της ουσίας διασταυρώνεται με αυτή για την οποία καταγγέλλουν τον προ πεντηκονταετίας Βορίδη.
Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, μόνο το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα και επώνυμα στελέχη του, καθώς και ο βουλευτής το ΣΥΡΙΖΑ Γ. Ψυχογιός (αλλά όχι το κόμμα) καταδίκασαν το γεγονός.
«Καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, δεν έχει θέση στην κοινωνία μας και σε μια ευνομούμενη Πολιτεία δεν μπορεί να υποκαθιστά τους θεσμούς», ανέφερε το κόμμα σε ανακοίνωσή του.
Παράλληλα οι Νίκος Παπανδρέου και Παύλος Γερουλάνος τόνισαν ότι «οι οποίες πολιτικές διαφωνίες, επιβάλλεται να λύνονται μόνο με πολιτισμένο διάλογο στο πλαίσιο των θεσμών της Δημοκρατίας». Και ότι «Οι πολιτικές διαφωνίες, υπαρκτές και αναγκαίες, δεν δίνουν σε κανέναν το δικαίωμα για τραμπουκισμούς. Τελεία». Κατά της αυτοδικίας ως μορφή δράσης, τάχθηκε και ο κ. Ψυχογιός.
Βέβαια οι τραμπούκοι με τις κουκούλες δεν εκφράζουν πολιτική διαφωνία. Εκφράζουν διάθεση εξουσιαστικής αντιδημοκρατικής επιβολής, καθώς η ατομική βία τους διαφοροποιείται από τη μαζική, της οποίας δήθεν δρουν ως εξάγγελοι.
Ακροδεξιά και ακροαριστερή βία είναι ομοούσιες, και ανεξαρτήτως διακηρυγμένων προθέσεων, καταλήγουν σε προσωποποίηση του εχθρού και την αγνόηση του δημοκρατικού διαλόγου.
Υπόστρωμα είναι η πεποίθηση ότι οι φορείς τους κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, και εξ αυτού και θεωρούν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και οι δύο ιεροποιούν τη βία, οι μεν ως μέσο για την υποταγή στο έθνος, το κράτος ή τον ηγέτη, οι δε ως μέσο αφύπνισης των μαζών.
Η ιστορία δεν τους διδάσκει. Ειδικά τους θιασώτες της ακροαριστερής βίας, της «παιδικής αρρώστιας του κομμουνισμού» κατά τον Λένιν. Δεν αποδέχονται ότι η βία τους ιστορικά είχε πάντα περιορισμένη απήχηση. Ίσως και δεν τους ενδιαφέρει. Αρκεί που προβάλλουν την αντιεξουσιαστική τους παρουσία και επιβάλουν την εξουσιαστική τους ιδεοληψία.
Πάντως και οι δύο συμβάλλουν εξ αντικειμένου την σκλήρυνση τη Δημοκρατίας, καθώς για την αυτοπροστασία της αυξάνει την αστυνομοκρατία. Δυσάρεστο μεν, αλλά για όσους δεν αποδέχονται τον δημοκρατικό διάλογο ως τη μόνη αποδεκτή πολιτική πρακτική, δεν έχει υπάρχει άλλη οδός.
Βέβαια ίσως να υπεραναλύουμε ιδεολογικές εκφάνσεις που στην Ελλάδα δεν έχουν και τόση σημασία από τους εκφραστές τους. Ο αντιεξουστικός τραμπουκισμός μεμονωμένων ολιγάριθμων ομάδων διατηρείται επειδή ποτέ η Πολιτεία δεν τους ανάγκασε - με την προβλεπόμενη επιβολή του νόμου - να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους.
Πάντα ήταν «τα παιδιά», οι «ημιπιτσιρικάδες», που «σιγά δεν έκαναν και τίποτα. Παραφέρθηκαν λίγο αλλά δεν τους αξίζει σοβαρή τιμωρία».

 
				
				
											