Οι δημοσκοπήσεις και η μανία του ΟΧΙ του 60%

Οι δημοσκοπήσεις και η μανία του ΟΧΙ του 60%

Στην πρόσφατη δημοσκόπηση της ALCO η κυριαρχία του ΟΧΙ και του κόκκινου χρώματος που συνοδεύει τις γραφικές απεικονίσεις των αρνητικών απαντήσεων και στην ουσία των συναισθημάτων των ερωτηθέντων, είναι περισσότερη από φανερή.

Την γοητεία του «ΟΧΙ», της διαμαρτυρίας, της αντίρρησης, καθώς και της αντίδρασης η οποία είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία, την είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου στο δημοψήφισμα του 2015. Όπως θυμόμαστε με ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο, ήταν η λέξη «ΟΧΙ» που είχε μαγνητίσει τους πολίτες, και όχι το δυσνόητο για τους περισσότερους ερώτημα σχετικά με την άρνηση ή αποδοχή  της πρότασης «Reforms for the completion of the Current Program and beyond» και «Preliminary Debt Sustainability Analysis». Θυμόμαστε ότι το «ΟΧΙ» είχε τοποθετηθεί στο ψηφοδέλτιο πάνω από «ΝΑΙ», ως σχεδόν αυτονόητη απάντηση. Και ασφαλώς θυμόμαστε ότι το 61,31% των ψηφοφόρων είχε ταχθεί υπέρ του γοητευτικού «ΟΧΙ», μη γνωρίζοντας ωστόσο το που θα οδηγούσε αυτό το «ΟΧΙ».

Το «ΟΧΙ» σήμαινε τότε ότι δεν ήμασταν με τη μαντάμ Μέρκελ, ότι δεν ήμασταν Γερμανοτσολιάδες, ότι ήμασταν με τον άνθρωπο και όχι με τους αριθμούς, ότι δεν σκύβαμε το κεφάλι, ότι ήμασταν εθνικά υπερήφανοι, ότι θα σπάγαμε τα ευρωπαϊκά δεσμά, ότι… ότι… ότι…

Το «ΟΧΙ» σήμαινε για τον καθένα κάτι διαφορετικό. Έναν αυτοπροσδιορισμό μέσω της διαμαρτυρίας, της άρνησης και της αντίδρασης. Γενικά το «ΟΧΙ» είναι εύκολο και εκτονωτικό, στο να το νοιώθεις και να το λες. Ωστόσο το δύσκολο είναι το τι θα κάνεις μετά την υιοθέτηση το «ΟΧΙ».

Η ευκολία του «ΟΧΙ» είναι διάχυτη στην πρόσφατη δημοσκόπηση της ALCO. Βοηθούμενη και από τις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου, οι οποίες οδηγούσαν σχεδόν νομοτελειακά σε αυτήν την αρνητική διάθεση. Για παράδειγμα στην ερώτηση «θεωρείτε αποτελεσματική την πολιτική της κυβέρνησης στο μεταναστευτικό», η αρνητική απάντηση κυριαρχεί με 71%. Η συγκεκριμένη απάντηση, δόθηκε τόσο από αυτούς που εκτιμούν ότι τα σύνορα είναι ανοικτά απέναντι στις μεταναστευτικές ροές και πρέπει να κλείσουν, όσο και από αυτούς που θεωρούν ότι τα σύνορα της χώρας είναι θεόκλειστα και πρέπει να ανοίξουν διάπλατα.      

Αλλά και στην ερώτηση σχετικά με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας, το «ΟΧΙ» βρίσκεται στο 62%. Και εάν θεωρήσουμε ότι το 25% που επιλέγει ως απάντηση το «ΝΑΙ» ανήκει στον πυρήνα των υποστηρικτών της κυβέρνησης, το 62% συμπεριλαμβάνει τόσο κύκλους από τα δεξιά που διακατέχονται από τουρκοφαγική διάθεση και λατρεία προς το ξανθό γένος, όσο και πολίτες από την αριστερά που ταξιδεύουν ταυτόχρονα στον αστερισμό του φιλοπουτινισμού, του αντιαμερικανισμού και του φριπαλεστάιν. 

Παράλληλα σε όλες τις αόριστες ερωτήσεις που ζητούν ένα θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό, οι ερωτηθέντες επιλέγουν απαντήσεις όπως είναι η «αναποτελεσματικότητα», η «συγκάλυψη και η «διαφθορά», σε ποσοστό άνω του 60%. 

Σε αυτό το συγκροτημένο και σχεδόν «μπετοναρισμένο» ποσοστό του 60% εντάσσεται και η απάντηση σε μια πολύ συγκεκριμένη και κρίσιμη ερώτηση. Έτσι στην ερώτηση : «στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσετε περισσότερο για να υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα ή για να εκφράσετε διαμαρτυρία;» το 57% επιλέγει ως απάντηση την «διαμαρτυρία», το 34% την «σταθερότητα» και το 9% το γνωστό «δεν ξέρω / δεν απαντώ».

Η ερώτηση δεν απευθύνεται σε νήπια που τους πήραν ξαφνικά το παιχνίδι. Ούτε σε παιδιά που τους αναγκάζουν να μελετήσουν. Ούτε σε εφήβους που τους απαγορεύουν την βραδινή έξοδο. Η ερώτηση απευθύνεται στους σημερινούς ψηφοφόρους. Σε όλους όσοι αποφασίζουν μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια μπροστά στις κάλπες για το μέλλον τους και τη ζωή τους.

Το 57% ψηφίζει με κριτήριο την διαμαρτυρία. Και μόλις το 34% με κριτήριο τη σταθερότητα. Επικροτώντας στην ουσία και τα πολιτικά κόμματα τα οποία διαμαρτύρονται, καταγγέλλουν και καταδικάζουν, δίχως να προτείνουν κάτι, για ένα μέλλον σε σταθερή τροχιά. Οι ψηφοφόροι ανταποκρίνονται πλήρως στον αρνητισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης, των οποίων το κεντρικό σύνθημα είναι «να πέσει πρώτα ο Μητσοτάκης και μετά βλέπουμε». 

Η κλασσική ελληνική ρήση, λέει ότι «αν δεν πάθεις, δεν θα μάθεις». Δυστυχώς στην Ελλάδα, πάθαμε, αλλά δεν μάθαμε. Και εάν συνεχίσουμε έτσι, δεν έχουμε να πάμε πουθενά.