Ο Stefanos έξω… από της φυλακής τα σίδερα

Ο Stefanos έξω… από της φυλακής τα σίδερα

Σπαραξιδιάρικος ο Στέφανος Κασσελάκης μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση 30 μηνών με τριετή αναστολή και επιβολή προστίμου 50.000 ευρώ, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, το οποίο τον έκρινε ένοχο επειδή ως αρχηγός πολιτικού κόμματος ήταν μέτοχος σε εταιρίες εκτός Ελλάδας.

Η υπόθεση ήρθε στο φως με τον δανεισμό που έκανε ο Στέφανος στα ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να πληρωθούν οι εργαζόμενοι της Αυγής και του ραδιοφώνου Κόκκινο.

Εξαρχής λέμε την προσωπική μας άποψη (η οποία δεν έχει βεβαίως νομική βαρύτητα αλλά πολιτικό προβληματισμό) ότι ο συγκεκριμένος νόμος έχει στοιχεία γελοιότητας. Ωστόσο, είναι νόμος του 2003 που απαγόρευε την συμμετοχή σε off shore εταιρίες και τον οποίο αυστηροποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016, απαγορεύοντας στους πολιτικούς ή σε συγγενείς τους να έχουν μετοχές ή να συμμετέχουν στη διοίκηση εταιριών της αλλοδαπής.

Αιτία της νομοθέτησης ήταν η κουτοπόνηρη στόχευση – επιθυμία, να πιάσουν στα πράσα τον Μητσοτάκη και την Μαρέβα, στην περίπτωση που είχαν μετοχές σε εταιρίες του εξωτερικού.

Ωστόσο, ο νόμος είναι νόμος και είναι ακόμη εν ισχύ. Ο Κασσελάκης όταν έγινε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως να μην το ήξερε ή να μην πολυέδωσε σημασία. Στην Ελλάδα είμαστε άλλωστε. Όμως οι νομικοί του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να τον έχουν προφυλάξει συμβουλεύοντάς να μεταβιβάσει τις μετοχές του που τον καθιστούσαν παράνομο.

Οπωσδήποτε η ανωτέρω ποινή, με αναστολή, δεν δικαιολογεί τον Στέφανο να παρουσιάζεται παραληρηματικά ως περίπου αλυσοδεμένος και να ανακράζει: «Το κόστος της ανεξαρτησίας είναι ακριβό». Δεν του στέρησε κανείς την ανεξαρτησία του, και το κόστος (κόστος με αναστολή) το εισέπραξε με βάση νόμο του κόμματος που διετέλεσε πρόεδρος.

Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωσή του χαρακτηρίζει την καταδίκη ως «πικρή δικαίωση» του, ως «μια μικρή φωτεινή στιγμή στο σκοτεινό τοπίο αδιαφάνειας και αναξιοπιστίας των θεσμών και ειδικά του πολιτικού συστήματος». Επαίρεται δε ότι η καταδίκη επήλθε με δικό του νόμο και επιχειρεί να δικαιώσει τη μετέπειτα απόφαση της κομματικής γραφειοκρατίας να καθαιρέσει (αντιδημοκρατικά) τον Κασσελάκη.

Όμως όταν ο ίδιος ο Κασσελάκης έγινε πρόεδρος του κόμματος δεν έφερε πρόταση για κατάργησή του. Ως εκ τούτου η πρόεδρος του δικαστηρίου, παρότι η εισαγγελική πρόταση ήταν αθωωτική, τον έκρινε με το γράμμα του νόμου. Το γεγονός δεν δικαιολογεί τον Stefanos να δηλώνει: «θα προσθέσω και τη δική μου φωνή σ΄ αυτή του 82% της ελληνικής κοινωνίας. Στη μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας που ΔΕΝ εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη» (τα κεφαλαία δικά του).

Μα η έλλειψη εμπιστοσύνης του λαού στη Δικαιοσύνη, απορρέει από την αίσθηση (δικαιολογημένη ή όχι) ότι δεν εφαρμόζοντα οι νόμοι. Ή ότι εφαρμόζονται επιλεκτικά και κατά το δοκούν, ανάλογα με την ταξική θέση και τις πολιτικές και κοινωνικές διασυνδέσεις εκάστου κατηγορουμένου. Όχι, επειδή εφαρμόζονται.

Στην καταγγελία του γίνεται και σπαρακτικά γλυκανάλατος, γράφοντας «Σήμερα δικάστηκε η καρδιά μας που χτυπάει μαζί με την κοινωνία, η αλληλεγγύη, το εμείς και το μαζί».

Αλλά κατά τον ίδιο, για την… καταδικασμένη καρδιά του, δεν φταίει ο νόμος το ΣΥΡΙΖΑ αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη: «Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δικάζει τα παιδιά της. Δικάζει τα καθαρά μας χέρια. Και όλα αυτά όταν καταδικασμένοι παιδοβιαστές κυκλοφορούν ανάμεσά μας».

Θα μπορούσε ο νόμος να έχει καταργηθεί. Ωστόσο, αν το νομοθετούσε η κυβέρνηση με δική της πρωτοβουλία, είναι φανερό ότι θα μετατρεπόταν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Θα ερμηνευόταν ως «αποδεικτικό στοιχείο» της καχυποψίας που είχε ενσπείρει υπογείως ο ΣΥΡΙΖΑ για συμμετοχή του ζεύγους Μητσοτάκη σε αλλοδαπές εταιρίες. Θυμάμαι τον Αδωνι σε τηλεπαράθυρο, να απαντάει σε σχετική ερώτηση, λέγοντας: «Σκεφθείτε τι θα ακούγαμε αν παίρναμε τέτοια πρωτοβουλία».

Ούτε άλλο κόμμα θα μπορούσε να το κάνει γιατί θα το βάραινε η ίδια καχυποψία. Ο μόνος, ως αθέλητα, τυχαία και αθώα εμπλεκόμενος, ήταν ο ίδιος ο Κασσελάκης, που θα μπορούσε να καταδείξει το παράλογο του νόμου. Και δεν το έκανε!