Η πολιτική συμπεριφορά των εκλογικών σωμάτων σπανίως υπακούει στη γραμμική λογική. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν τη γνώριμη κυκλική τάση, κάθε κύμα κοινωνικής ή πολιτικής αγανάκτησης, όσο εκρηκτικό κι αν εμφανίζεται, ακολουθείται συνήθως από μια φάση εξισορρόπησης, κατά την οποία επανέρχονται οι παλαιές σταθερές.
Οι πολίτες, μολονότι συχνά αντιδρούν παρορμητικά υπό το κράτος της συγκινησιακής φόρτισης, τείνουν εν συνεχεία να επανεκτιμούν τη στάση τους με γνώμονα μια ψυχραιμότερη και περισσότερο υπολογιστική κρίση, στην οποία προεξάρχον κριτήριο αναδεικνύεται, εντέλει, το συμφέρον.
Η συσσωρευμένη κοινωνική αγανάκτηση πυροδοτεί εκλογικές μετατοπίσεις, πολλές φορές με έντονο ριζοσπαστικό ή και ακραίο πρόσημο. Εντούτοις, μόλις καταλαγιάσει ο θόρυβος της συγκυρίας, αναδύεται εκ νέου η επίγνωση των αναγκών της καθημερινότητας, σταθερότητα, προβλεψιμότητα και, εύρυθμη διαχείριση των πρακτικών αναγκών της καθημερινής ζωής.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι οποίες καταγράφουν μια τάση ανάκαμψης της Νέας Δημοκρατίας μετά από μια περίοδο έντονης κοινωνικής αναταραχής και διογκούμενης δυσαρέσκειας, επιβεβαιώνουν εκ νέου ένα θεμελιώδες πολιτικό μοτίβο, την υπερίσχυση του ορθολογικού κριτηρίου έναντι των ελκυστικών αλλά συχνά ρηχών αφηγημάτων του λαϊκισμού.
Σε κάθε περίοδο πολιτικής αναταραχής επαναλαμβάνεται, με σχεδόν τελεολογική ακρίβεια, το ίδιο σχήμα, η θυμοειδής παρόρμηση που αρχικά καταλαμβάνει το εκλογικό σώμα υποχωρεί σταδιακά, παραχωρώντας τη θέση της σε μια πιο νηφάλια στάθμιση, όπου η λογική του κόστους και του οφέλους, καθώς και η αντίληψη του ατομικού συμφέροντος, απενοχοποιημένη πλέον, ανακτούν το προβάδισμα.
Η πολιτική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι εκτυλίχθηκε σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, αναδεικνύει εύγλωττα πώς, σε περιόδους κρίσης, η πολιτική τοποθέτηση αναδιπλώνεται και εν τέλει αντικαθίσταται από μια ενστικτώδη ανάγκη εκτόνωσης και συμβολικής ρήξης. Ο λαϊκισμός, είτε φέρει αριστερό είτε ακροδεξιό πρόσημο, δεν χρειάζεται να αποδείξει κάτι, του αρκεί να καταγγείλει, να στοχοποιήσει και να τάξει τη λύτρωση ως άμεσο και, ανέξοδο αποτέλεσμα.
Η αγανάκτηση, όσο θορυβώδης και αν είναι, αποδεικνύεται εφήμερη. Η πραγματικότητα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και βαρύτητα. Οι ιαχές σταδιακά υποχωρούν, οι μεγαλοστομίες προσκρούουν στην αμείλικτη διάψευση των περιστάσεων, και τότε αρχίζει να ακούγεται η φωνή της λογικής, ποιος είναι πράγματι ικανός να διαχειριστεί τα δημόσια οικονομικά, να διασφαλίσει τη σταθερότητα, να μεριμνήσει για τη φορολογική ελάφρυνση και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας; Δεν είναι η ένταση, αλλά η συνέπεια του λόγου που πείθει τελικώς, και η φωνή της λογικής υπερισχύει.
Ο ορθολογισμός δεν γοητεύει με μεγαλόστομες υποσχέσεις ούτε επιδιώκει να συγκινήσει με ρητορικά σχήματα· δεν απευθύνεται στο θυμικό αλλά στη σκέψη. Είναι εκείνη η ψύχραιμη δύναμη που επανέρχεται αφού καταλαγιάσει η οργή, για να καθίσει στο οικογενειακό τραπέζι της καθημερινότητας, να υπολογίσει εισοδήματα και δαπάνες, να σταθμίσει κόστος και συνέπειες, να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του μέσα σε πραγματικές συνθήκες.
Εκεί, στην καμπή όπου η πολιτική συγκίνηση παύει να λειτουργεί ως άκριτη εκτόνωση, ο λαϊκισμός αρχίζει να εξαντλεί τη δυναμική του. Τότε είναι που η ορθολογική σκέψη ανακτά έδαφος επειδή ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πραγματικού, ακόμη κι όταν αυτές είναι απαιτητικές ή δυσάρεστες.
Το εκλογικό σώμα συνιστά μία σύνθετη και πολυεπίπεδη οντότητα, που δεν εξαντλείται στις παρορμητικές του εκδηλώσεις. Υπάρχει ο πρώτος κύκλος, εκείνος της οργής, της ανάγκης για συμβολική «τιμωρία» και ακολουθεί ένας δεύτερος, πιο ουσιώδης, η αναζήτηση εκείνου που, εν μέσω ρευστότητας και αβεβαιότητας, μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα. Όχι του πιο θορυβώδους, αλλά του πιο ικανού· όχι του πιο ακραίου, αλλά του πιο φρόνιμου.
Ο ορθολογισμός, στον πυρήνα του, δεν είναι άτεγκτος ή ψυχρός. Είναι βαθιά ανθρώπινος. Είναι η έκφραση της ανάγκης για τάξη, σταθερότητα, και προβλεψιμότητα. Είναι η μετατόπιση προς έναν περιβάλλον όπου οι υποσχέσεις δεν πλεονάζουν, αλλά έχουν το βάρος του εφικτού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ενίσχυση της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις αποτελεί ένδειξη μιας ευρύτερης κοινωνικής μετατόπισης, από τον παρορμητισμό της αγανάκτησης στην αναστοχαστική βούληση για σταθερή διακυβέρνηση. Ένα διακριτό μήνυμα πως, ακόμη και μέσα στον θόρυβο της πολιτικής αγοράς, η λογική επιμένει και, επιβιώνει.