Την αποδόμηση του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ως εν δυνάμει πολιτικού αντιπάλου, βάσει των όσων ο ίδιος καταγράφει στο βιβλίο του, επιχειρεί η κυβέρνηση, ασκώντας έντονη κριτική στους χειρισμούς της διακυβέρνησης του 2015, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αποτιμά τα γεγονότα ο πρώην πρωθυπουργός.
Στο κυβερνητικό επιτελείο κάνουν λόγο για αλαζονεία και έλλειψη αυτοκριτικής ή ακόμη και συγνώμης στις 700 και πλέον σελίδες του βιβλίου και σχολιάζουν την αξιολόγηση των στελεχών της κυβέρνησης Τσίπρα από εκείνον, ότι «όταν είσαι καπετάνιος ενός πλοίου, του οποίου το πλήρωμα επέλεξες εσύ και το ρίχνεις στα βράχια δεν είναι και τόσο έντιμο να τα φορτώνεις όλα στον υποπλοίαρχο, στο υπόλοιπο πλήρωμα, στους μούτσους και εσύ να είσαι άμοιρος ευθυνών».
Με έμμεσο τρόπο, σχολιάζουν εκ των προτέρων και οποιαδήποτε απόπειρα «επαναφοράς» του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή, σημειώνοντας ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη φορά σαν φάρσα», όπως έλεγε ο Καρλ Μαρξ, με την υποσημείωση ότι αυτή η ιστορία δεν είναι καθόλου αστεία.
Το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα δίνει στο Μέγαρο Μαξίμου την ευκαιρία να επαναφέρει σε πρώτο πλάνο την κριτική, που έχει ασκήσει όλα αυτά τα χρόνια, στην τετραετία 2015-29. «Οι πολίτες οι οποίοι υπέστησαν τους 30 νέους φόρους δεν γελάνε. Οι συνταξιούχοι και όλοι οι υπόλοιποι που στηθήκαμε στις ουρές δεν γελάμε. Η χώρα και οι πολίτες της που φορτωθήκαμε 120 αχρείαστα δισ. δεν γελάμε. Όσοι βίωσαν τις τραγωδίες, όπως για παράδειγμα οι συγγενείς στο Μάτι δεν γελάνε καθόλου» είναι το περίγραμμα όσων τα κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν, χαρακτηρίζοντας τον κ. Τσίπρα «μαθητευόμενο μάγο» και παραλληλίζοντας την επιτυχία της έκδοσης με τον Χάρι Πότερ.
Από την κυβέρνηση κάνουν λόγο όχι μόνο για πολιτικά ή οικονομικά ζητήματα, που προκύπτουν, αλλά και για θέματα ηθικής φύσης. «Τα παρα-υπουργεία δικαιοσύνης, οι αμετάκλητα καταδικασμένοι υπουργοί, κάποιοι που αποφυλακίστηκαν και στη συνέχεια διέπραξαν πολύ σοβαρά εγκλήματα, λόγω όλων αυτών των φωτογραφικών διατάξεων. Όλα αυτά δεν είναι μόνο πολιτικά, δείχνουν και την ηθική μιας κυβέρνησης», λένε χαρακτηριστικά.
«Ο κύριος Τσίπρας ως πολιτικός εκρίθη από τους πολίτες και το 2019 ως πρωθυπουργός και το 2023 ακόμα με πιο αρνητική ψήφο της κοινωνίας ως αρχηγός αντιπολίτευσης» δήλωσε, σε αυτό το μήκος κύματος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στο ΟΡΕΝ, σχολιάζοντας ότι «δεν είναι δείγμα ηγέτη να αδειάζει τους συνεργάτες του, να θεωρεί ότι ο ένας μετά τον άλλον ήταν κακές επιλογές. Επιλογές που ήταν του ίδιου».
Και βάζοντας πλέον στην ατζέντα την επόμενη μέρα, διερωτήθηκε «γιατί ο κόσμος να πιστέψει ότι ένας άνθρωπος που έκανε μόνο λάθος επιλογές στη δεύτερη του εκδοχή θα κάνει σωστές επιλογές;». Το επίδικο, εκτός από την αποτίμηση του παρελθόντος, είναι πλέον και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση, η επόμενη ημέρα, όταν όλο το πολιτικό σκηνικό αναμένει την επόμενη κίνηση του Αλέξη Τσίπρα και τη δημιουργία ενός πολιτικού φορέα ή κόμματος, που θα διεκδικήσει την ψήφο των πολιτών στις επόμενες εθνικές εκλογές.
«Δεν έχει τόσο χαμηλές απαιτήσεις ο κόσμος. Και ειδικά ο κόσμος ο οποίος περιμένει από εμάς για να μας στηρίξει ξανά», σχολιάζουν από την κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι τα υπόλοιπα αφορούν την αριστερά και τα κόμματα που εντάσσονται σε αυτήν.
Με βασικό σκεπτικό ότι «το 2019 και το 2023 ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κέρδισε τον Τσίπρα αλλά την εμπιστοσύνη των πολιτών» και τη σημείωση ότι «όταν είσαι εν ενεργεία πρωθυπουργός την κερδίζεις ξανά με το αποτέλεσμά σου», στο κυβερνητικό επιτελείο επιμένουν ότι θα αξιολογηθούν στις επικείμενες κάλπες από τους πολίτες, οι οποίοι θα ζυγίσουν τα θετικά και τα αρνητικά.
«Ο στόχος μας είναι, όσο πηγαίνουμε στις εκλογές του 2027, τα θετικά να είναι όλο και περισσότερα», λένε και με βάση αυτό διαμορφώνεται πλέον η κυβερνητική ατζέντα. Σε αυτό το πλαίσιο, πρώτη προτεραιότητα παραμένει η οικονομία και δη η ενίσχυση των εισοδημάτων, με τις αντίστοιχες πολιτικές να βρίσκονται πλέον σε φάση υλοποίησης.
Το νέο πακέτο ενισχύσεων που αφορά 2,4 εκατ. πολίτες βρίσκεται σε ισχύ, με την καταβολή του επιδόματος των 250 ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ΑΜΕΑ να έχει ξεκινήσει, ενώ στις 28 Νοεμβρίου, περίπου 1 εκατ. νοικοκυριά να λαμβάνουν την επιστροφή ενός ενοικίου για το 2024, με το ποσό να φτάνει έως τα 800 ευρώ - δύο μέτρα που έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Από το κυβερνητικό επιτελείο επισημαίνεται ότι οι παρεμβάσεις αυτές εντάσσονται στο μεγάλο πακέτο μέτρων, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, το οποίο θα ξεδιπλωθεί μέσα στους επόμενους μήνες και θα ωφελήσει πάνω από 5 εκατομμύρια πολίτες, που προβλέπει μειώσεις επιβαρύνσεων στη μισθωτή εργασία, νέες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, η σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, αυξήσεις στους ενστόλους, καθώς και το νέο πλαίσιο ενισχύσεων για νοικοκυριά και ευάλωτες ομάδες.
Η «λογική» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κατά το κυβερνητικό επιτελείο είναι αφενός η μείωση ή κατάργηση φόρων, αφετέρου η θέσπιση μόνιμων επιδομάτων για τους ευάλωτους, αναγνωρίζοντας ότι οι πολίτες περιμένουν περισσότερα και απαντώντας ότι «εμείς θα δίνουμε όσα παραπάνω μπορούμε από αυτά τα οποία πραγματικά υπάρχουν και προκύπτουν ως έσοδα από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ανάπτυξη της οικονομίας», με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι η θωράκιση του εισοδήματος των Ελλήνων απέναντι στην επίμονη ακρίβεια».
Παράλληλα με την οικονομία, η κυβερνητική ατζέντα ρίχνει το βάρος στη γεωπολιτική ενίσχυση της χώρας, που αναδείχθηκε με τις ενεργειακές συμφωνίες τις τελευταίες εβδομάδες. Επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα, από περιφερειακός παίκτης στα θέματα της ενέργειας, καθίσταται πια πρωταγωνιστής, ως πύλη εισόδου για το αμερικανικό φυσικό αέριο προς την ευρωπαϊκή ήπειρο με τελική κατάληξη μέχρι και την Ουκρανία, όπως και με τη δρομολόγηση πολύ σημαντικών πρωτοβουλιών για τη διερεύνηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου, στο Μέγαρο Μαξίμου μιλούν για ενίσχυση της θέσης της χώρας στον τομέα της ασφάλειας και για αύξηση των επενδύσεων.
Επιδιώκοντας να δώσει το στίγμα της ατζέντας για το μέλλον, το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να αναδείξει θέματα όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, παράλληλα με την ψηφιοποίηση του κράτους, ώστε να υπάρξει ένας σαφής προσανατολισμός για την ένταξη των νέων τεχνολογιών στη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και τους σημαντικούς κλάδους της οικονομίας.
