Κρατική (α)συνέχεια
Shutterstock
Shutterstock

Κρατική (α)συνέχεια

Με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να ανακοινώνει μετά από μήνες εικασιών τη διεξαγωγή των εκλογών στις 21 Μαΐου, η χώρα μπήκε κι επισήμως σε προεκλογική περίοδο. Μια ανακοίνωση που το σύνολο του πολιτικού συστήματος υποδέχθηκε σε καθεστώς έντονης, ως και ακραίας, πόλωσης και με αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα λόγω και του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής. Ο κοινοβουλευτικός και -πόσω- μάλλον ο κυβερνητικός χάρτης που θα διαμορφωθεί είναι μια άλυτη εξίσωση ακόμα και για τους βαθύτερους γνώστες των σχετικών ζητημάτων. 

Ένα είναι όμως σίγουρο. Το κράτος από σήμερα και τουλάχιστον μέχρι τη διαμόρφωση κυβερνητικής πλειοψηφίας θα παραλύσει αναμένοντας τις εξελίξεις και τις σχετικές συνέπειές τους. Στις εξελιγμένες δημοκρατίες και πολιτικά συστήματα αυτό είναι κάτι οριακά ανήκουστο. Θα περίμενε κανείς ότι έστω σε θεμελιώδη εθνικά ζητήματα όπως είναι πχ η οικονομία, η άμυνα, η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, το περιβάλλον και η εξωτερική πολιτική θα έχουν διαμορφωθεί κάποιες ελάχιστες κοινές συνιστώσες και πολιτικές που δεν θα επηρεάζονταν από τις εναλλαγές στην εξουσία.

Όχι όμως για τον μαγικά πλασμένο κόσμο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σε αυτή τη χώρα όπου διαφωνούμε ακόμα και στα πλέον βασικά, είναι αναπόφευκτο η λειτουργία του κράτους να στηρίζεται στην τερατώδη πληγή της κομματοκρατίας. Από τους γενικούς γραμματείς των υπουργείων και τους διοικητές οργανισμών και νοσοκομείων, μέχρι τους προϊσταμένους τμημάτων και χιλιάδες ακόμα θέσεων στη δημόσια διοίκηση, τα πάντα εξαρτώνται από το ποιο (ενίοτε και ποια) κόμμα βρίσκεται στην εξουσία. Αποτελεί γεγονός, ότι έχει σημειωθεί μια κάποια πρόοδος στο συγκεκριμένο ζήτημα τα τελευταία 10-15 χρόνια και πως δεν συναντάμε τα φαινόμενα στην ίδια ένταση με παλαιότερες εποχές.

Παρ' όλα αυτά απέχουμε παρασάγγας από το να λειτουργούμε ως ένα «κανονικό» ευρωπαϊκό κράτος που σέβεται τη θεσμική και στρατηγική συνέχεια σε βασικούς άξονες πολιτικής. Προοδευτικές προσπάθειες όπως το opengov, για την επιλογή ανώτερων στελεχών στη δημόσια διοίκηση, και η απεξάρτηση της θητείας τους από την κυβερνητική δεν είχαν τη συνέχεια που θα έπρεπε. Αλλά και το σαφώς παλαιότερο ΑΣΕΠ, δεν λειτουργεί με τον τρόπο που οφείλει, ούτε φέρνει -σε πολλές περιπτώσεις- τα αποτελέσματα για τα οποία συστάθηκε το 1994.

Καταλαβαίνει λοιπόν και ο πλέον αδιάφορος ή αδαής, ότι με αυτή την κουλτούρα δημόσιας διοίκησης είναι δύσκολο ένα κράτος να εξελιχθεί και να αναπτυχθεί στο έπακρο των δυνατοτήτων του. Όταν έστω στα βασικά, δεν υπάρχει ενιαία εθνική στρατηγική που να υπηρετείται και υλοποιείται από τα πλέον κατάλληλα άτομα ανεξαρτήτως κομματικής προελεύσεως, το φως στο τούνελ θα αργήσει να φανεί. Ακόμη, θα ήταν σφάλμα να μην συνυπολογίσουμε σε όλο αυτό και το τεράστιο οικονομικό κόστος που επιφέρουν τέτοιες πρακτικές στη λειτουργία του δημοσίου.

Ενώ, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, αυτές οι συχνές αλλαγές προκαλούν μια σύγχυση και μετατρέπουν το κράτος σε ένα δυσκίνητο και ανερμάτιστο συνονθύλευμα. Όσον αφορά το τέρας της γραφειοκρατίας και του μεγέθους της δημόσιας διοίκησης καλύτερα να μην αναφερθούμε, γιατί δεν θα χρειαστούμε απλά σεντόνι αλλά μπουγάδες ολόκληρες για να αναλυθεί έστω επαρκώς. Άλλωστε, δεν υπάρχει ούτε ένας από εμάς που να μην το έχει βιώσει σε κάποιο βαθμό και να μην έχει υποστεί τη σχετική ταλαιπωρία. 

Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, ας πάμε σε κάποιες βασικές ερωταπαντήσεις: Είναι λογικό η εκάστοτε κυβέρνηση να θέλει σε θέσεις ευθύνης άτομα της εμπιστοσύνης της; Ναι. Είναι ορθό να αποτελεί το απόλυτο κριτήριο η κομματική ταυτότητα; Όχι. Πρέπει αυτή η τακτική να περιοριστεί στα απαραίτητα; Προφανώς. Οφείλει το πολιτικό σύστημα σε βασικούς θεσμικούς άξονες και τομείς πολιτικής να συγκροτήσει και να τηρεί μια ενιαία εθνική στρατηγική; Σαφώς. 

Απλά πράγματα στα οποία δύσκολα κάποιος νοήμων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει. Γιατί όμως δεν καταφέρνουμε να τα κάνουμε πράξη; Γιατί πρέπει να θεωρούμε τέτοιες μικροκομματικές, πελατειακές και στην πραγματικότητα διεφθαρμένες πρακτικές ως κάτι το ανεκτό; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ειδικά μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο στο οποίο ανήκουμε, έχουμε κάθε μέσο για να απορρίψουμε αυτού του είδους τις λογικές. Και είναι αυτό ακριβώς το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, με τα όσα αρνητικά του, μας κρατά σε μια κάποια εναρμόνιση με το υπόλοιπο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Και θα έπρεπε να είναι κοινή παραδοχή, πως αν δεν λύσουμε κάποτε το ζήτημα της κομματοκρατίας στο δημόσιο και στη διαμόρφωση και άσκηση εθνικής πολιτικής, δύσκολα θα πετύχουμε τους στόχους μας και θα βρούμε τη θέση μας ανάμεσα στα εξελιγμένα κράτη αυτού του κόσμου.

Ας ελπίσουμε λοιπόν, πως στο σύντομο μέλλον θα διαμορφωθεί ένα πολιτικό σύστημα και θα ανατείλει ένα νέο πολιτικό προσωπικό που θα δώσει λύσεις, θα κάνει εθνικά ωφέλιμους συμβιβασμούς και επιλογές και θα αφήσει στο χρονοντούλαπο τις λογικές του βαθέως κομματικού κράτους και του αναχρονισμού.

* Ο Αλέξανδρος Λάμψιας είναι πολιτικός επιστήμονας